Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ασφαλιστικό: Τα ναι, τα όχι και τα... ίσως για τις συντάξεις

Τι χωρίζει κυβέρνηση – δανειστές. Γιατί το ασφαλιστικό δεν είναι φορολογικό. Συνεχίζονται οι ανταλλαγές στοιχείων μεταξύ Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης και τεχνικών Κλιμακίων. Η ανταποδοτικότητα των συντάξεων, τα ποσοστά αναπλήρωσης και το παζάρι για το μέλλον των επικουρικών συντάξεων.


Μεγάλη παραμένει η απόσταση που χωρίζει κυβέρνηση και Θεσμούς στο θέμα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, καθώς παρά τις διαπραγματεύσεις των προηγούμενων ημερών, οι επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών έφυγαν από την Αθήνα έχοντας στην πράξη απορρίψει δύο κεντρικές επιλογές του υπουργείου Εργασίας.
Την αύξηση των εισφορών προκειμένου να μην μειωθούν, ή έστω να μειωθούν όσο το δυνατό λιγότερο οι επικουρικές συντάξεις, αλλά και τη λογική της αναδιανομής υπέρ των χαμηλών και μεσαίων οικονομικά στρωμάτων, μέσω των ποσοστών αναπλήρωσης για τον υπολογισμό των νέων συντάξεων.
Αν και η κυβέρνηση εμφανίστηκε διατεθειμένη να προχωρήσει σε σημαντικές υποχωρήσεις σε σχέση με το αρχικό της σχέδιο, οι διαφορές που χωρίζουν τις δύο πλευρές είναι μεγάλες. Και οι πλευρές φαίνεται πως είναι δύο, καθώς παρά τις αναφορές κυβερνητικών στελεχών για «εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις» και «αδιαλλαξία» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως παραδέχθηκε χθες κυβερνητικός αξιωματούχος, κατά τη σύντομη τελευταία συνάντηση κυβέρνησης – δανειστών, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ στο ασφαλιστικό, δεν είναι τόσο εμφανείς και ξεκάθαρες όσο στο φορολογικό...
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας των Καθολικών, η Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών θα συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, καθώς το κουαρτέτο έχει ζητήσει μια σειρά από επιπρόσθετα στοιχεία για το ασφαλιστικό.
Από τις 4 Απριλίου, με την επιστροφή των επικεφαλής του Κουαρτέτου στην Αθήνα, η διαπραγμάτευση αναμένεται δύσκολη. Η κυβέρνηση αποδέχεται, με τις υποχωρήσεις για την Εθνική Σύνταξη καιχαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης, την μεσοσταθμική μείωση των νέων κύριων συντάξεων κατά τουλάχιστον 15% με 20%, αλλά και περικοπή των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών έως και κατά 40%. Στον αντίποδα, οι εκπρόσωποι των πιστωτών και κυρίως το ΔΝΤ ζητούν ακόμη χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους νέους συνταξιούχους, αλλά και επιπλέον μέτρα, που αν επιμείνουν στην άρνησή τους για αύξηση των εισφορών, εκτιμώνται σε 600 εκατ. ευρώ.
Βάσει του πλέον πρόσφατου σεναρίου, το δίχτυ προστασίας των εισοδημάτων από κύριες και επικουρικές συντάξεις που επιδιώκει να θέσει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας ανέβηκε στα 1.400 ευρώ. Υπό την προϋπόθεση ότι οι πιστωτές θα αποδεχθούν αύξηση εισφορών έστω και κάτω της μίας μονάδας και η κυβέρνηση θα νομοθετήσει μόνιμο μηχανισμό περικοπής των επικουρικών συντάξεων, που για το 2016 θα φθάνουν ακόμη και το 40%. Στόχος είναι να εξοικονομηθούν για το τρέχον έτος τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ και να μηδενιστεί το έλλειμμα του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης.
Βάσει των σχεδιασμών που διενεργούνται στο υπουργείο Εργασίας, οι περικοπές θα είναι στοχευμένες και θα γίνουν με βάση τα ισχύοντα ποσοστά αναπλήρωσης, ενώ θα προβλεφθεί και «κόφτης», ώστε να μην ξεπερνούν σε ανώτατο επίπεδο το 40%. Έμπειροι αναλυτές σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν ότι το μαχαίρι θα μπει βαθιά στις συντάξεις όσων η επικουρική υπολογίστηκε με υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης, τα οποία στην συντριπτική πλειοψηφία οδηγούσαν σε συντάξεις που δεν αντιστοιχούν στις εισφορές που είχαν καταβάλλει. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα συνταξιούχων από τον τραπεζικό κλάδο, οι οποίοι πλήρωναν εισφορές 9% και έλαβαν επικουρική στο 50% του συντάξιμου μισθού τους.
Δεδομένες θεωρούνται και οι περικοπές σε εφάπαξ (πέριξ του 20% με 25%) ενώ ήδη σχεδιάζεται η μείωση των μερισμάτων που δίνονται στους συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους, κατά τουλάχιστον 32%.
Βέβαια, τα πραγματικά μεγάλα θύματα της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης εκτιμάται πως θα είναι οι νέοι συνταξιούχοι, όσοι αποχωρήσουν από την εργασία τους μετά την ψήφιση του σχεδίου νόμου.
Το κλειδί που θα ξεκλειδώσει τη συμφωνία και θα ανοίξει την πόρτα των περικοπών βρίσκεται στα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξιμων αποδοχών, ήτοι το ποσοστό του μισθού που θα λαμβάνει ο συνταξιούχος ως σύνταξη. Ακόμη κι αν οι εκπρόσωποι των δανειστών δεχθούν την Εθνική Σύνταξη στα 384 ευρώ και χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, κάτι που χθες, ο κ. Κατρούγκαλος χαρακτήρισε ως «κλειδωμένο», αυτή θα δίνεται με τη συμπλήρωση 20 ετών ασφάλισης. Για τα έτη μεταξύ 15 και 20, το ποσό της Εθνικής Σύνταξης θα είναι χαμηλότερο, με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να επιδιώκει τουλάχιστον, να έχει 3 μπροστά (τουλάχιστον 300 ευρώ). Καθώς μάλιστα, ήδη το υπουργείο Εργασίας έχει δεχθεί ποσοστό αναπλήρωσης για τα πρώτα 15 χρόνια χαμηλότερο του 0,8% κατ' έτος (αρχική πρόταση), η συνταξιοδότηση με λιγότερα από 20 χρόνια καθίσταται σχεδόν απαγορευτική, καθώς οδηγεί σε πενιχρές συντάξεις. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα, με εθνική σύνταξη για λιγότερα από 20 έτη της τάξης των 340 ευρώ και ποσοστό αναπλήρωσης για τα πρώτα 15 έτη της τάξης του 0,45% που προτείνει σύμφωνα με πληροφορίες το ΔΝΤ, με μέσο εισόδημα 700 ευρώ, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 55%, όταν με την αρχική κυβερνητική πρόταση έφθανε το 67%.
Στο υπουργείο Εργασίας πάντως, επιδιώκουν ποσοστά της τάξης του 0,77% κατ' έτος για τα πρώτα 15 χρόνια. Επίσης εξετάζουν μικρότερα από τα αρχικώς προτεινόμενα ποσοστά αναπλήρωσης για τα 15 – 25 έτη ασφάλισης και λίγο μεγαλύτερα για τα χρόνια από εκεί και άνω. Αυτό σημαίνει βέβαια, πως ενώ με το αρχικό σχέδιο του κ. Κατρούγκαλου μεγαλύτερες απώλειες θα είχαν οι μελλοντικοί συνταξιούχοι με πάνω από 25 έτη ασφάλισης, πλέον, οι περικοπές θα ακουμπήσουν και όσους ανοίξουν την πόρτα της εξόδου με τον ελάχιστο χρόνο, δηλαδή με 15ετία (4.500 ένσημα) και χαμηλές αποδοχές.
Η διαφορές που χωρίζουν τις δύο πλευρές είναι σημαντικές, όχι μόνο γιατί οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις αλλά και γιατί εφόσον γίνουν περαιτέρω υποχωρήσεις προς την πλευρά των δανειστών, αλλοιώνεται το ασφαλιστικό οικοδόμημα που επιχειρεί να χτίσει ο υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος. Ο οποίος, όπως φάνηκε και από τις χθεσινές του δηλώσεις, θεωρεί πως τα ποσοστά αναπλήρωσης που προτείνει και τα οποία σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει οδηγούν σε ένα σύστημα που στηρίζει μέσω της αναδιανομής τα χαμηλά εισοδήματα, είναι πολιτική απόφαση, δεν απορρέει από καμία μνημονιακή δέσμευση και δεν θα έπρεπε να αφορά τη διαπραγμάτευση, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται ο στόχος της δημοσιονομικής προσαρμογής του 1% του ΑΕΠ.
Από την πλευρά τους οι δανειστές εκτιμούν ότι η κυβερνητική πρόταση κινητροδοτεί την ανασφάλιστη εργασία, καθώς «προστατεύει» όσους έχουν λιγότερα έτη ασφάλισης και ανατρέπει την ανταποδοτική σχέση εισφορών – παροχών.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *