Γράφει ο Απόστολος Λυκεσάς
Ο Επιτάφιος που πέρασε το
απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, το λιβάνι και η μοσχοβολιά από τις λιγοστές
βιολέτες έσπασαν τη δυναστική μυρωδιά του αντισηπτικού. Ηταν ένα δεκάλεπτο που
η αναστολή του αγώνα για ζωή και κόντρα στον θάνατο των ασθενών, για λιγότερο
πόνο στα ξαπλωμένα κορμιά του θαλάμου με τον αριθμό επτά και περισσότερη ελπίδα
στους συνοδούς αποτέλεσε επιστροφή στην επιθυμητή κανονικότητα.
Λίγο αργότερα απέναντι από την Α΄
Παθολογική Κλινική του ΑΧΕΠΑ, πάνω από την Αγίου Δημητρίου και το Κατσάνειο,
στα παραδρόμια των Φοιτητικών Εστιών περνούσε άλλος ενοριακός Επιτάφιος. Ηταν η
στιγμή που η κ. Μαρία, μόνη, κατάμονη, τυφλή, αφημένη από τους συγγενείς,
«πεταμένη» -αν και δυσκολεύομαι να προφέρω τη λέξη για άνθρωπο- ψιθύριζε μέσα
στο παραλήρημά της «Αντώνη,… Αντώνη,… πιάσε μου το χέρι, έλα Αντώνη πάμε».
«Της τρώει μια χαρά τη σύνταξη η
εγγονή αλλά δεν πάτησε το πόδι της ούτε λεπτό» σχολίαζε συνοδός, συγγενής από
το διπλανό κρεβάτι που είχε πάρει τις πληροφορίες. Η γιατρός υπηρεσίας που
μπήκε της έπιασε το χέρι, της μίλησε στον πληθυντικό απευθυνόμενη στη γυναίκα
με το επίθετό της, εκείνη έδωσε μια ακατάληπτη απάντηση, το νόημα της οποίας
ήταν «α, δεν είμαι μόνη», αν και πιο εύγλωττος ήταν ο ανακουφιστικός βαθύς
αναστεναγμός.
Συγγενείς μιας άλλης ασθενούς
τιτίβιζαν σχόλια για την πορεία υγείας του ανθρώπου τους, την ώρα που ο κύριος
Λάζαρος κρατούσε το χέρι της γυναίκας του που είχε παλέψει δύο χρόνια τον
καρκίνο και οι γιατροί δεν του έδιναν πια καμιά ελπίδα, οπότε μονολογούσε
σχεδόν «μόνο να προλάβει να δει το παιδί –τον γιο τους εννοούσε-, κάνει έξτρα
βάρδια στην Αθήνα για να πάρει μετά το βραδινό τρένο και να έρθει». Και την
πρόλαβε τη μάνα του πριν ησυχάσει για πάντα. Είχαμε ήδη ανταλλάξει καημούς, οικογενειακές
ιστορίες, πάθια και ανέκδοτα του βίου, αυτού που για κάποιους περνούσε με βιάση
και για μας έχασκε με ερωτηματικά.
Συμπληρώνοντας σχεδόν δύο
εβδομάδες στην κλινική, με τον πατέρα να ανασταίνεται μέρα τη μέρα και βράδυ με
το βράδυ, έχοντας γνωριστεί με τους άστεγους που απαγκιάζουν τις νύχτες στην
είσοδο σε παρέες των δύο ή τριών ατόμων ή απόμακρους μοναχικούς που επιζητούν
ύπνο με ασφάλεια, κρατάω στη μνήμη το κουράγιο του λιγοστού νοσηλευτικού
προσωπικού, την πέραν της επαγγελματικής υποχρέωσης ευαισθησία με την οποία
αντιμετώπιζαν τα δεκάδες περιστατικά και τις ιδιαιτερότητες του καθενός από
αυτά.
Ολοι οι γιατροί ξεπέρασαν κάθε
προσδοκία όχι μόνο γιατί μου έφεραν πίσω ζωντανό τον άνθρωπό μου αλλά κυρίως
για την προσήνεια που αντιμετώπισαν τις οχλήσεις μου. Μη ξέροντας πώς να τους
ευχαριστήσω με πιάνω τώρα να σαρκάζω τις ελλείψεις μονολογώντας «σκέψου και να
είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα σεντόνια».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου