Η πρόθεση της κυβέρνησης να
αυξήσει το ποσοστό των ζητούμενων ηλεκτρονικών αποδείξεων στο 30% του
εισοδήματος για όλους ενδέχεται να αποτελέσει παγίδα για χιλιάδες
φορολογουμένους και να ανεβάσει τον «λογαριασμό» που θα τους στείλει η εφορία
σε υψηλότερα επίπεδα. Ζευγάρια με μεσαία εισοδήματα, χαμηλόμισθοι αλλά και όσοι
πιάνονται στην παγίδα των τεκμηρίων εκτιμάται ότι θα δυσκολευτούν αρκετά το
2020 για να πιάσουν τον νέο στόχο των e-αποδείξεων που βάζει το υπουργείο
Οικονομικών. Οσοι δεν τα καταφέρουν θα βρεθούν αντιμέτωποι με την επιβολή
ποινής - έξτρα φόρου. Το πρόστιμο θα ανέρχεται στο 22% και θα επιβάλλεται στο
ποσό των αποδείξεων που θα υπολείπεται του στόχου. Ο φόρος αυτός θα προστεθεί
στον φόρο που θα προκύψει για τα εισοδήματα που θα δηλώσουν οι φορολογούμενοι
στις φορολογικές δηλώσεις του 2021.
Προβληματισμό για τις κινήσεις
της κυβέρνησης εκφράζει και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων
(ΠΟΜΙΔΑ) η οποία με επιστολή της στον υπουργό Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα
αναφέρει ότι «μια τέτοια πρωτοφανής ρύθμιση, η οποία δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ σε καμιά προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης, είναι απαράδεκτη».
Με βάση τους ισχύοντες
συντελεστές είναι σχετικά εύκολο για την πλειονότητα των φορολογουμένων να
καλύψει το απαιτούμενο όριο δαπανών με πλαστικό χρήμα καθώς είναι μικρό
αναλογικά με το ύψος του εισοδήματος, αλλά από το επόμενο έτος η συλλογή
αποδείξεων για το 30% του ετήσιου εισοδήματος κρύβει παγίδες για πολλά
νοικοκυριά. Το πέναλτι φόρου απειλεί κυρίως φορολογουμένους με μεσαία εισοδήματα.
Συγκεκριμένα, η συλλογή
ηλεκτρονικών αποδείξεων για το 30% του εισοδήματός τους εκτιμάται ότι θα
αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση για τους έχοντες μεσαία εισοδήματα και ειδικά για τα
ζευγάρια που εργάζονται και οι δύο. Για παράδειγμα, εάν ο σύζυγος έχει ετήσιο
εισόδημα 30.000 ευρώ, θα πρέπει να πραγματοποιήσει συναλλαγές ύψους 9.000 ευρώ
από 4.000 ευρώ σήμερα, ενώ αν η σύζυγος έχει ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, θα
είναι υποχρεωμένη να εμφανίσει ηλεκτρονικές αποδείξεις 6.000 ευρώ, όταν φέτος
απαιτείται μόνο 2.500 ευρώ. Με δεδομένο μάλιστα ότι πολλές βασικές δαπάνες ενός
νοικοκυριού είναι κοινές για τα ζευγάρια όπως τα έξοδα για το σούπερ μάρκετ, το
ηλεκτρικό ρεύμα, η ύδρευση, το σταθερό τηλέφωνο, η συνδρομητική τηλεόραση, τα
κοινόχρηστα, το πετρέλαιο θέρμανσης, τα φροντιστήρια και άλλες δαπάνες για τα
παιδιά, τότε πολλοί φορολογούμενοι θα δυσκολευτούν να εξασφαλίσουν το
απαιτούμενο ποσό ηλεκτρονικών συναλλαγών για να αποφύγουν τον έξτρα φόρο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις
προθέσεις του οικονομικού επιτελείο είναι να τεθεί ανώτατο πλαφόν στις
ζητούμενες e-αποδείξεις. Συγκεκριμένα, θα ζητούνται αποδείξεις μέσω
ηλεκτρονικών συναλλαγών μέχρι 20.000 ευρώ. Και αυτό όμως το ποσό μπορεί να
αποδειχθεί παγίδα για όσους έχουν υψηλά εισοδήματα. Το υπουργείο Οικονομικών, για
παράδειγμα, υποχρεώνει κάποιον που έχει εισοδήματα 65.000 ευρώ να παρουσιάσει
ηλεκτρονικά αποδείξεις ύψους 19.500 ευρώ. Τον υποχρεώνει δηλαδή να «ρίξει» στην
κατανάλωση το προαναφερθέν ποσό ακόμα και αν δεν του είναι αναγκαίες όλες οι
δαπάνες. Διαφορετικά θα υποστεί το πρόστιμο όπως και οι υπόλοιποι.
Από την πλευρά τους, οι
ιδιοκτήτες ακινήτων, που καταβάλλουν σε φόρους πάνω από το 50% (σχεδόν 60%) των
εισοδημάτων από ενοίκια, αντιδρούν σημειώνοντας ότι «η ανωτέρω υποχρέωση για μισθωτούς και συνταξιούχους προϋπήρχε, συνδυαζόμενη είτε με αφορολόγητο όριο είτε με χαμηλό φορολογικό συντελεστή, πράγμα το οποίο έχει καταργηθεί για τα μισθώματα. Συνεπώς, μια τέτοια ρύθμιση θα έπρεπε να συνδυαστεί με την καθιέρωση αφορολογήτου ορίου και στα
εισοδήματα από μισθώματα, τουλάχιστον για όσους αυτά είναι το μοναδικό τους εισόδημα, αλλά και με ουσιαστική μειωτική παρέμβαση στην ισχύουσα ληστρική κλίμακα φορολογίας των μισθωμάτων, πράγμα που δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις» της κυβέρνησης.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου