γράφει ο Δημήτρης Κουλάλης
Ο COVID-19 θα αλλάξει τον τρόπο
με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς
κάνοντας ένα προσεκτικό πέρασμα απ’ τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Αβεβαιότητα και φόβος. Θάνατος. Fake news, ψευδοεπιστήμη και συνωμοσιολογία…
Ένα κράμα πρωτόγνωρων για τα δεδομένα της εποχής κοινωνικών και οικονομικών
παραμέτρων, κρατικών παρεμβάσεων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και
όξυνσης των ήδη υφιστάμενων γεωπολιτικών εντάσεων, κυρίως στον ενεργειακό
τομέα, ξετυλίγεται μπροστά μας με τα δεδομένα να αλλάζουν καθημερινά.
Μέχρι τώρα, 135.000 άνθρωποι
έχουν προσβληθεί από τον εν λόγω κοροναϊό, με τα θύματά του να φτάνουν τα 5000.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη Unesco, το 20% των μαθητών και φοιτητών παγκοσμίως
χάνουν τα μαθήματά τους, ενώ στο επίπεδο της οικονομίας- εκτός του ότι η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε πως οι ζημίες μόνο σε έναν τομέα, αυτόν του
τουρισμού, άγγιξαν το 12% του ΑΕΠ της ΕΕ και την κατάρρευση της Wall Street- τα
πράγματα στράβωσαν τόσο που ανάγκασαν μέχρι και τη σιδηρά κυρία της ΕΚΤ, κ.
Λαγκάρντ, να παραδεχθεί πως αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν αναλάβουν σύντομα
πρωτοβουλίες, είναι πολύ πιθανή η επανάληψη «ενός σεναρίου που θα θυμίζει
2008». Κι όλα αυτά, ενώ ο Τραμπ στοχοποίησε την ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό
της-πλην της Μ. Βρετανίας-απαγορεύοντας τις πτήσεις από χώρες της ΕΕ.
Παράλληλα, με αμείωτη ένταση
συνεχιζόταν ο «επιθετικός πόλεμος» τιμών του πετρελαίου μεταξύ Ρωσίας και Σ.
Αραβίας, με τους αναλυτές να δηλώνουν απαισιόδοξοι για τη σταθεροποίηση της
κατάστασης, λαμβάνοντας ίσως υπόψη και την ετήσια πρόβλεψη του Διεθνούς
Οργανισμού Ενέργειας, ο οποίος αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμησή του για τη
ζήτηση πετρελαίου κατά 365 χιλ. βαρέλια ημερησίως.
Άραγε, μέσα σ’ όλο αυτό το χάος,
με ρωτούσε πρόσφατα ο καλός φίλος και αρθρογράφος, εδώ, στον «Ημεροδρόμο»,
Κώστας Λουλουδάκης, εκείνα τα “ομόλογα πανδημίας” πρόλαβαν να τα ξεφορτωθούν οι
τζογαδόροι με τα χοντρά πορτοφόλια ή θα τους βρει η χασούρα στις 23 του μήνα;
Αναφερόταν, φυσικά στα αξίας 425 εκατ. δολαρίων ομόλογα που είχε εκδώσει το
2017 η Παγκόσμια Τράπεζα για να χρηματοδοτήσει αναπτυσσόμενες χώρες σε
περίπτωση πανδημίας. Πρόκειται για ομόλογα που πρόσφεραν μεγάλες αποδόσεις
στους κατόχους τους, όσο δεν εμφανιζόταν ένας συνδυασμός γεγονότων που πρόβλεπε
τη μετάδοση μιας θανατηφόρας ασθένειας πέραν των συνόρων της χώρας στην οποία
πρωτοεκδηλώθηκε, την ύπαρξη τουλάχιστον 20 νεκρών στη δεύτερη χώρα, το πέρας
δώδεκα εβδομάδων από τη στιγμή της πρώτης εκδήλωσης της επιδημίας και την
καταγραφή 250 θανάτων στη χώρα προέλευσης. Στην περίπτωση του COVID-19, το
χρονικό διάστημα αυτό θα έχει παρέλθει στις 23 Μαρτίου και δεδομένου ότι
συντρέχουν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες, οι κουρσάροι του κέρδους θα χάσουν τα λεφτά
τους. Εκτός αν συνεχίσουν να πουλούν μαζικά, όπως κάνουν ήδη από τα τέλη
Φλεβάρη, και στραφούν σε άλλες κατηγορίες «ομολόγων πανδημίας» που προϋποθέτουν
2.500 θανάτους σε αναπτυσσόμενες χώρες για να καταγραφούν επενδυτικές απώλειες
και να καταλήξουν τα χρήματα εκεί όπου τα χρειάζονται. Όσο να πεις, είναι για
την ώρα «safe» επιλογή…
Δίχως άλλο η υγεία (πρέπει να)
αποτελεί προτεραιότητα και οποιαδήποτε κουβέντα περί της οικονομίας μπαίνει σε
δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, η Ιστορία έχει δείξει ότι οι δυο τους αποτελούν έννοιες
αλληλένδετες. Κι όχι τόσο επί τη βάσει της λέπρας του αγοραίου πονταρίσματος
των αγορών, όσο του αντίκτυπου της δεύτερης επί της πρώτης στην πραγματική ζωή.
Αν κάτι κατάφερε, μεταξύ άλλων, ο
COVID-19, είναι να αναδείξει τα δύο κυρίαρχα ρεύματα του καιρού μας: Από τη
μια, οι πολλαπλές υπηρεσίες μέσω συσκευών και από την άλλη η περικοπή των
δαπανών και η απαξίωση των κοινωνικών υπηρεσιών.
Το μάθημα της Ιταλίας, της χώρας
στην οποία οι γιατροί δηλώνουν ότι βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, επιλέγοντας
σε ποιον θα δώσουν προτεραιότητα, έδειξε ότι εκτός της αρχικής ελαφρότητας του
πληθυσμού στην ορθή χρήση ατομικών μέτρων προστασίας, υπήρχε και κάτι ακόμη: Το
δράμα του ιταλικού ΕΣΥ από το 2010 και μετά. Με τον γηρασμένο και ανεπαρκή
εξοπλισμό, τις μειωμένες κλίνες νοσηλείας, το γερασμένο και ανεπαρκές
προσωπικό…
Είναι τα απόνερα μιας πολιτικής
που χρέωσε την άνοδο του κόστους νοσηλείας όχι στην ιδιαίτερη φύση των
υπηρεσιών περίθαλψης, αλλά αποκλειστικά στην κακή διαχείριση ή τη χαμηλή
παραγωγικότητα, προχωρώντας σε μείωση του προσωπικού, μείωση των διαθέσιμων
κονδυλίων, μείωση μισθών κ.λπ.
Όπως όμως έγραφε παλιότερα η
γαλλική Monde, υπάρχει έστω ένας διευθυντής ορχήστρας που θα περικόψει ένα
βιολί προκειμένου να αυξήσει την παραγωγικότητα ενός κουαρτέτου εγχόρδων; Όχι.
Τότε, γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Υγεία;
Αναμφίβολα, πρόκειται για ταξική
επιλογή, τολμούμε να ισχυριστούμε, καθώς οι φτωχοί, άρα και πιο εξαρτημένοι απ’
τις συλλογικές υπηρεσίες, πλήττονται πάντα περισσότερο από τις συνέπειες που
φέρνει ο μαρασμός τους.
Ερχόμενοι στα καθ’ ημάς, με οδηγό
μάλιστα τη γνωστή ρήση που μας συνδέει εμφανισιακά (και πολιτισμικά) με τη
γειτονική χώρα, ακούμε τον υπουργό Υγείας, κ. Κικίλια να καλεί γιατρούς και
νοσηλευτές να ενταχθούν στο ΕΣΥ. Θετικό μέτρο, σίγουρα, καθώς φαίνεται να δίνει
μεγάλη βαρύτητα στην προειδοποίηση της ΕΙΝΑΠ κι άλλων φορέων, σύμφωνα με τους
οποίους η αύξηση των κρουσμάτων «θα οδηγήσει σε κατάρρευση του ήδη
αποδυναμωμένου δημόσιου συστήματος υγείας».
Όμως, αλήθεια σε ποιους γιατρούς
και νοσηλευτές απευθύνεται, όταν από το 2011- 2016, κάθε χρόνο 1.000
εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας υπέβαλλαν αίτηση άσκησης επαγγέλματος σ’
άλλες χώρες της ΕΕ;
Άραγε, για ποια υγειονομική
θωράκιση μιλούσε ο κ. υπουργός, όταν, βάσει των στοιχείων της Κομισιόν, στην
Ελλάδα μόνο το 61% των δαπανών υγείας προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35%
(τέταρτο μεγαλύτερο στην ΕΕ) χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά;
Άραγε, όταν σήμερα μιλά ο κ.
υπουργός για την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ, λησμονεί ότι ήταν ο ίδιος πριν
μερικούς μήνες που πρότεινε ως γιατρικό για κάθε νόσον και μαλακίαν περί του
κεντρικού συστήματος περίθαλψης της χώρας την επέκταση των ΣΔΙΤ;
Το κόμμα του και οι κατά καιρούς
κυβερνητικοί του εταίροι δεν βρίσκονταν στα σαλόνια της εξουσίας, όταν η Ελλάδα
εμφάνιζε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μείωσης της μέσης ετήσιας δαπάνης υγείας
(6,6%) και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά δημόσιας δαπάνης υγείας: 5% έναντι
7,8% που ήταν ο μέσος όρος της ΕΕ;
Εκείνοι δεν ήταν στο πηδάλιο της
χώρας, δηλώνοντας μάλιστα πως δεν θα τους πάρει ο Τόμσεν τη δόξα για τις
απολύσεις στον ΕΟΠΥΥ, όταν μειωνόταν ο αριθμός των εργαζομένων στα δημόσια
νοσοκομεία από 114.471 το 2009, σε 94.659 το 2015, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη
χειρότερη θέση στην ευρωένωση μετά τη Ρουμανία, ως προς την αναλογία
εργαζομένων σε νοσοκομεία ανά 100 χιλ. κατοίκους (Εurostat);
Εκείνοι δεν επευφημούσαν τον
διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, όταν τον περασμένο Μάιο από το βήμα του «12th
Insurance Conference», όπου παραβρέθηκαν οι εκπρόσωποι των μεγαλύτερων πολυεθνικών ασφαλιστικών εταιρειών (MetLife,
SQLearn, Affidea, Ιnsurance & Actuarial Services, Interamerican κ.ά),
ανέφερε πως: μπορεί «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας – να- ορίζει ως Yγεία την
κατάσταση της πλήρους φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής ευημερίας, και όχι
απλώς την απουσία κάποιας ασθένειας ή αναπηρίας- όμως- ο ευρύς αυτός ορισμός,
που ξεπερνά αυτόν που συνήθως δίνεται από τις εθνικές πολιτικές Yγείας, –
ενδέχεται- να αυξήσει τις ατομικές προσδοκίες σε επίπεδο που να σημαίνει όση
περίθαλψη χρειαζόμαστε και θέλουμε, στον χρόνο που τη θέλουμε. Οι προσδοκίες
(…)αυτές», συνέχιζε ο εν Ελλάδι τοποτηρητής της ΕΚΤ, «θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν μάλλον ως ιδανικές, παρά ως ρεαλιστικές- καθώς- το σημείο
εκκίνησης του προβληματισμού για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού
συστήματος υγείας είναι ο βαθμός που το σύστημα υγείας καθορίζει την απόσταση
μεταξύ του επιθυμητού και του αναγκαίου, με ηθικά και πολιτικά κριτήρια, βάσει
ιατρικών επιχειρημάτων»;
Τέλος, όσοι από την κυβέρνηση αναγνωρίζουν
αυτές τις μέρες (και καλά κάνουν) τον καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική ζωή ενός
ισχυρού δημόσιου συστήματος Υγείας, δεν είναι οι ίδιοι που πριν μερικούς μήνες
χειροκροτούσαν τον Άρη Πορτοσάλτε, όταν στη ραδιοφωνική εκπομπή που έκανε με
τον νυν βουλευτή της ΝΔ Μπάμπη Παπαδημητρίου, πρότεινε το κλείσιμο και το
γκρέμισμα των μισών δημόσιων νοσοκομείων;
Αφήστε. Ρητορικά είναι τα
ερωτήματα.
Όσο για τους σημερινούς
αντιπολιτευόμενους, ματαιοπονούν αν πιστεύουν ότι ο λωτός είναι μία απ’ τις
αγαπημένες διατροφικές μας συνήθειες.
Η ίδια η Κομισιόν στην Έκθεσή της
με τίτλο «Η κατάσταση της υγείας στην ΕΕ, Ελλάδα, προφίλ υγείας 2019» έρχεται
να θυμίσει ότι το 2017, η χώρα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατ’ άτομο για υγειονομική
περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (2.884), ενώ «ακόμη κι
όταν το 2016 θεσπίστηκε με νόμο η καθολική κάλυψη υγείας για όλους τους Έλληνες
πολίτες, εξακολούθησε να υπάρχει διαφορά ως προς τα επίπεδα πρόσβασης (στην
περίθαλψη)», αφού «όσοι καλύπτονταν απ’ τη νομοθεσία μπορούσαν να έχουν
πρόσβαση μόνο στις δημόσιες δομές, ενώ υπηρεσίες όπως οι διαγνωστικές εξετάσεις
παρέχονταν σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικούς παρόχους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ»
και ήταν «διαθέσιμες για τον ασφαλισμένο πληθυσμό σε βάση επιμερισμού του
κόστους».
Θα ήταν λάθος όμως να
αντιμετωπίσουμε το ξήλωμα των δομών περίθαλψης ως αποκλειστικό χαρακτηριστικό
αυτού του γαλανού οικονομικού άμα τε και γεωπολιτικού προτεκτοράτου της
Μεσογείου, αφού η αντιμετώπιση των κοινωνικών υπηρεσιών ως λογιστικής συμφοράς
αποτελεί διεθνή «ασθένεια» μεταδιδόμενη μεταξύ των μελών μιας κλειστής ομάδας
που κανοναρχεί τους όρους του κοινωνικού παιχνιδιού επί τη βάσει της οικονομικής
και πολιτικής της ισχύος.
Αυτή την «ασθένεια» εξέθεσε
απροκάλυπτα ο COVID-19 και για αυτό τίποτα μετά από το πέρασμά του δεν θα
θυμίζει την οπτική που είχαμε για τον κόσμο μας πριν απ’ την εμφάνισή του. Ή,
τουλάχιστον, έτσι νομίζουμε. Μέχρι να ξεδιαλύνει όμως το τοπίο ακούμε τους
επιστήμονες και πορευόμαστε με όπλα τη λογική και την αλληλεγγύη.
Πάντα αποτελούσαν πυξίδα για τους
ευάλωτους στην «πανούκλα» των καιρών.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου