Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Κόκκινο κινέζικο βάζο





Το σαλόνι είχε μια κουρασμένη όψη, όπως του ανθρώπου που δεν αντέχει άλλο κάματο. Τα έπιπλα ήταν απλά και φροντισμένα, ο καναπές είχε καλυφθεί με ένα πλεκτό ριχτάρι σε σκούρο μπεζ χρώμα, από αυτά που διαλέγει κανείς για να αντέχουν στη λάτρα. Δεν λερώνουν εύκολα, καθαρίζονται εύκολα, αλλάζονται εύκολα.

Απόγευμα, αρχές Μαρτίου, και το αδύναμο φως που ερχόταν από τη δύση του ήλιου ίσα που θύμιζε άνοιξη. Εκανε κρύο ακόμα, η θέρμανση δούλευε κανονικά -τρεις ώρες κάθε μέρα, από τις 6 έως τις 9. Αυτή ήταν η συμφωνία στην πολυκατοικία: όσο τα παιδιά διαβάζουν, μετά τα φροντιστήρια, και μέχρι να κάνουν μπάνιο και να πέσουν για ύπνο. Εκείνη την ώρα επιστρέφουν και οι εργαζόμενοι από τη δουλειά. Μέχρι να φάνε, να πλυθούν, να κοιμηθούν.

Κάθισε κι εκείνη στο σαλόνι, χαμηλά, σε ένα παιδικό σκαμνί, κοντά στο μπαλκόνι, να τη βρίσκει το φως και να της δημιουργεί την ψευδαίσθηση της θαλπωρής από την ήλιο -η πραγματική ζέστη ερχόταν από το σώμα του καλοριφέρ απέναντι. Φορούσε και μια χοντρή πλεκτή μάλλινη ζακέτα. Καλά ήταν. Επινε γουλιά γουλιά το τσάι της, ένα αφέψημα με βότανα, από αυτά που φέρνουν, λέει, ευεξία και πνευματική διαύγεια, και χουζούρευε ακουμπώντας στην πλάτη του καναπέ.


Ο ήλιος έπεφτε σιγά σιγά, σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Τότε ήταν που μια αχτίδα έπεσε στο μεγάλο τραπέζι και χτύπησε με το φως εκείνο το κόκκινο βάζο που της είχαν κάνει δώρο κάποτε, ούτε που θυμόταν πότε, ούτε που θυμόταν ποιοι. Το είχε κρατήσει, γιατί μέσα στο μικρό αυτό σπίτι έδινε μια μικρή εικόνα πολυτέλειας.

Δεν ήταν κάτι ακριβό, αλλά ήταν όμορφο. Σκούρο κόκκινο, με μικρές πιτσιλιές χρυσού και μαύρου χρώματος και με μαύρο χερούλι στο καπάκι. Σίγουρα όχι από πορσελάνη, αλλά έμοιαζε στο σχήμα με εκείνα τα κινέζικα βάζα που κάποτε ονειρευόταν να αποκτήσει. Της φάνηκε ότι η αχτίδα αυτή σκόρπισε κόκκινο φως στο σαλόνι της, άλλαξε το χρώμα στο μπεζ ριχτάρι, φώτισε λίγο τις κουρτίνες.

Ετσι άρχισε να ψιθυρίζει το ποίημα για ένα γκρίζο δωμάτιο*, που είχε απομνημονεύσει, όπως και άλλα, όταν προσπαθούσε να τελειοποιήσει τα αγγλικά της. «Παρ’όλο που κάθεσαι σε ένα γκρίζο δωμάτιο/ εκτός από την ασημί ταπετσαρία/ και τσιμπάς/ το χλομό λευκό φόρεμά σου·/ Ή σηκώνεις μία από τις πράσινες χάντρες/ του κολιέ σου/ και την αφήνεις να πέσει·/ Ή κοιτάζεις την πράσινη βεντάλια σου/ Με τα τυπωμένα κόκκινα κλαδιά μια κόκκινης ιτιάς·/ Ή, με το ένα δάχτυλο,/ Κινείς ένα φύλλο στο πιατάκι/ Το φύλλο που έπεσε από τα κλαδιά της φορσύθιας/ Δίπλα σου…/ Μα τι είναι όλα αυτά;/ Εγώ ξέρω πόσο άγρια χτυπά η καρδιά σου».

Δεν θυμόταν να έχει δει ποτέ φορσύθια, αυτόν τον υπέροχο θάμνο με τα κίτρινα λουλούδια που ανθίζει τέτοια εποχή, πριν ακόμη βγάλει πράσινα φύλλα. Forsythia, φορσάιθια, φορσάιθια, φορσάιθια, έλεγε και ξανάλεγε, μέχρι να μάθει να το προφέρει σωστά, πριν ακόμη το δει σε μια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια για την κηπουρική. Ποια, εκείνη που δεν θυμόταν να ποτίσει ούτε τα βασιλικά το καλοκαίρι…

Πολύ της άρεσε αυτό το ποίημα, έκρυβε την προσμονή της άνοιξης, όλων αυτών που πραγματικά ή συμβολικά υπόσχεται η άνοιξη, της ελπίδας για φως μέσα στο γκρίζο του χειμώνα, κάθε είδους χειμώνα. Αλλά εκείνο το απόγευμα βρήκε τι έλειπε από το γκρίζο δωμάτιο του ποιήματος. Το δικό της κόκκινο, σαν κινέζικο, βάζο. Αυτό με τις χρυσές και μαύρες πινελιές και το σκέπασμα με το μαύρο χερούλι. Και ίσως και λίγος ελληνικός ήλιος, Μάρτη μήνα, που παρά το κρύο μπορεί να κάνει τις καρδιές να χτυπήσουν δυνατά, άγρια. Την ώρα που κάθεσαι να πιεις τσάι σε ένα κουρασμένο δωμάτιο, με μπεζ ριχτάρια, που εύκολα καθαρίζουν και εύκολα αλλάζουν.

*Gray Room, Γουάλας Στίβενς, ελεύθερη απόδοση από τα αγγλικά

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *