γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Το 2021 σχετικά με τα
ελληνοτουρκικά, όπως όλα δείχνουν, θα χαρακτηριστεί από την προσπάθεια
νομιμοποίησης των τετελεσμένων που διαμόρφωσε η Άγκυρα το 2020. Ασφαλέστερος
τρόπος για να συντελεστεί αυτή η νομιμοποίηση είναι το τραπέζι του διαλόγου
προς το οποίο σπρώχνουν με κάθε τρόπο την ελληνική κυβέρνηση οι Ευρωπαίοι
εταίροι και οι Αμερικανοί σύμμαχοι.
Η πειρατική πολιτική της Τουρκίας
στην ανατολική Μεσόγειο και σε θαλάσσιες περιοχές μεταξύ Κρήτης, Καρπάθου,
Κάσου, Ρόδου και Καστελλόριζου από τον Αύγουστο μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου, με
την έκδοση αλλεπάλληλων Navtex για τις έρευνες του «Oruc Reis» και των
πολεμικών πλοίων που το συνόδευσαν, έχει δημιουργήσει τετελεσμένα.
Κατ’ αρχάς υπάρχουν τα δεδομένα
των τουρκικών σεισμογραφικών ερευνών σε περιοχές (δυνάμει) ελληνικής
Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Οι εν λόγω έρευνες, θα πρέπει να σημειωθεί,
ολοκληρώθηκαν ανεμπόδιστα, καθότι τίποτε – ούτε οι ελληνικές διαμαρτυρίες ούτε
οι «απειλές» για ευρωπαϊκές κυρώσεις – δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει την
εμφάνιση του «Oruc Reis» στα 6,5 ναυτικά μίλια από τη Ρόδο ή το σύμπλεγμα του
Καστελλόριζου.
Ως εκ τούτου, από τη στιγμή που η
Άγκυρα επισήμως έχει δηλώσει ότι οι έρευνες που είχε σχεδιάσει στην περιοχή
ολοκληρώθηκαν, εταίροι και σύμμαχοι παροτρύνουν την ελληνική κυβέρνηση να
αποδεχτεί την πρόταση για διάλογο που έρχεται από την Άγκυρα.
Ελληνικές… αστοχίες
Τα όσα η ελληνική κυβέρνηση
διατυπώνει ως όρους και προϋποθέσεις (να σταματήσουν οι προκλήσεις και η
συζήτηση να περιστραφεί μόνο στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών) ακούγονται
κενά νοήματος, καθώς:
● Η Τουρκία, έχοντας ολοκληρώσει
τις έρευνες, δεν έχει πλοίο στη διαφιλονικούμενη περιοχή, άρα δεν προκαλεί,
σημειώνουν στην Αθήνα οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί φίλοι της.
● Η οριοθέτηση των θαλάσσιων
συνόρων, ως το μόνο αντικείμενο συζήτησης που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση,
αποτελεί παραδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της τουρκικής επιχειρηματολογίας ότι
στην περιοχή (Αιγαίο – ανατολική Μεσόγειο) υπάρχουν περιοχές όπου οι
υφιστάμενες συνθήκες δεν διευκρινίζουν ζητήματα κυριαρχίας.
Στο «μάτι» η Λωζάννη
Η βασική συνθήκη που αποτελεί τη
«ραχοκοκαλιά» και καθορίζει το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η
Συνθήκη της Λωζάννης. Αυτήν ακριβώς τη συνθήκη δεν κρύβει ότι επιχειρεί να
ξηλώσει η τουρκική κυβέρνηση.
Το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης
της Συνθήκης της Λωζάννης έθεσε ακόμη μια φορά αυτή την εβδομάδα ο Τούρκος
υπουργός Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ. «Με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο» είπε «και με
πολέμους που ακολούθησαν υπήρξαν κάποιες συνθήκες που δεν είναι ξεκάθαρες και
ίσως αυτές έβαλαν τα θεμέλια των σημερινών συζητήσεων. Μια από αυτές είναι η
Λωζάννη. Όμως πέρασαν 100 χρόνια, πιστεύω ότι αυτά μπορούμε να καθίσουμε να τα
συζητήσουμε, να διαπραγματευτούμε».
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και
ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε θέσει θέμα επαναδιαπραγμάτευσης της εν
λόγω Συνθήκης κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2017, και
μάλιστα στο Προεδρικό Μέγαρο, ενώπιον του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη
Παυλόπουλου, προκαλώντας μάλιστα την έντονη αντίδραση του Προέδρου.
Τα τετελεσμένα
Πέρα, ωστόσο, από τις δηλώσεις σε
ανώτερο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο, η Τουρκία στην πράξη, μεθοδικά και
επίμονα, ακυρώνει τις προβλέψεις των συνθηκών οι οποίες ρυθμίζουν όλα τα
ζητήματα κυριαρχίας και καθορίζουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Αυτές τις διευθετήσεις
μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (με τη Συνθήκη της Λωζάννης) και τον Δεύτερο
(με την ελληνοϊταλική συμφωνία για την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα)
η Τουρκία έχει καταφέρει να τις μετατρέψει σε νέο αντικείμενο ελληνοτουρκικών
συνομιλιών καθώς:
● Από τον Ιανουάριο του 1996, με
την κρίση των Ιμίων (και όσα ακολούθησαν στο διπλωματικό παρασκήνιο), η Ελλάδα
έμμεσα έχει αναγνωρίσει ότι στο Αιγαίο υπάρχουν βράχοι, νησίδες και νησιά με
αδιευκρίνιστη από τις συνθήκες κυριαρχία. Για τη διευκρίνιση, άλλωστε, αυτής
της κυριαρχίας και την οριοθέτηση στη συνέχεια των θαλασσίων συνόρων και ζωνών
εκμετάλλευσης οι δύο χώρες έχουν ξεκινήσει τις διερευνητικές συνομιλίες,
οι οποίες έχουν σταματήσει στον
60ό γύρο. Εκεί, δηλαδή, απ’ όπου μέσα στο 2021 θα συνεχιστούν…
● Από το φετινό καλοκαίρι μέχρι
και το τέλος Νοεμβρίου η Άγκυρα, με τις έρευνες του «Oruc Reis», κατάφερε στην
πράξη να εμπλουτίσει και να επεκτείνει νοτιότερα το περιεχόμενο των επικείμενων
συνομιλιών.
Αντιμέτωπη με αυτήν την
πραγματικότητα η κυβέρνηση επιχειρεί να ενισχύσει το διαπραγματευτικό της
οπλοστάσιο «πληρώνοντας» το τίμημα της προστασίας μέσω εξοπλιστικών δαπανών.
Ωστόσο, και εδώ το «παιχνίδι» μοιάζει στημένο, όπως φαίνεται από τη δυσκολία
που καταγράφεται στη λήψη των αποφάσεων για την ενίσχυση του ελληνικού
πολεμικού ναυτικού.
Οι, κατά κοινή (των ειδικών)
ομολογία, γαλλικές φρεγάτες, που προσφέρουν αποτρεπτικά πλεονεκτήματα στην
Ελλάδα, πιθανότατα, αν πότε φτάσουν στην Ελλάδα, θα φτάσουν κατόπιν εορτής,
καθώς οι καλύτεροι φίλοι των δύο τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων (Αμερικανοί)
έχουν αντιρρήσεις…
Έχοντας υπόψη το «μικρό» της μπόι
για να αντιμετωπίσει την τουρκική «επιχειρηματολογία» απ’ τη μια και τις
πιέσεις των φίλων και συμμάχων από την άλλη για να προσέλθει στο τραπέζι ενός
διαλόγου με όρους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα της Άγκυρας, η ελληνική
κυβέρνηση αναζητά τρόπους για να «αγοράσει» χρόνο.
● Χρόνο μέχρι να εγκατασταθεί η
νέα αμερικανική κυβέρνηση και να αποτιμηθούν οι επαφές που μπορεί να υπάρχουν
με την Αθήνα.
● Χρόνο μέχρι να υλοποιηθούν
κάποια από τα επείγοντα εξοπλιστικά προκειμένου να αυξηθεί η διπλωματική
διαπραγματευτική ισχύς της χώρας.
● Χρόνο για παζάρι με τη νέα
αμερικανική διοίκηση για μια πιο απτή προστασία (των ελληνικών συμφερόντων στην
περιοχή) στο πλαίσιο της στρατηγικής ελληνοαμερικανικής συμφωνίας (που
διαπραγματεύτηκε ο Τσίπρας και υπέγραψε ο Μητσοτάκης).
Χρόνος ωστόσο, όσος τουλάχιστον
απαιτείται για τη θεραπεία παραλήψεων και λαθών των παρελθόντων δεκαετιών, δεν
υπάρχει…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου