Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Το σπιτάκι σου, το φτωχοκαλυβάκι σου ... δεν ήταν τελικά δικό σου.

Όπως έλεγε ο Χάξλεϋ , η ουσία είναι να κατορθώσει κάποιος να μην είναι μέρος αυτού του κόσμου αλλά να ζει μέσα σ΄αυτό το κόσμο. Ένας καλός παρατηρητής δηλαδή που δεν χρειάζεται να πάει σε κάποιο ερημωμένο βουνό για να πει πως δεν συμμετέχει σ΄αυτό που δεν τον εκπροσωπεί. 

Μπορείς να είσαι εδώ, να συναναστρέφεσαι, να μιλάς, να δουλεύεις, να διασκεδάζεις, να κάνεις οικογένεια, να προχωράς δίπλα σε όλους, αλλά αυτό δεν σε υποχρεώνει να τους μοιάζεις. Να τους αντιγράφεις. Να χρειάζεσαι την αποδοχή τους. Το πρώτο βήμα στην ελευθερία ίσως είναι να μπορεί κάποιος να σπάσει τις μέγιστες εμμονές του ανθρώπου, αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη να ζήσει πέρα από αυτές. Στα άγνωστα μονοπάτια που είναι κρυμμένα στα ντουλάπια της ανθρώπινης ιστορίας. Εκείνα τα ντουλάπια που κρατιούνται κλειστά, όχι γιατί τα φυλάει κάποιο φοβερό τέρας, αλλά γιατί οι άνθρωποι εκπαιδεύτηκαν να μην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ να τα ανοίξουν.

Τι φοβάται αλήθεια το μέγα πλήθος; Ποια είναι τα κλειδιά από τις χειροπέδες του; Ποιές είναι τελικά οι χειροπέδες;

Ένα κεραμίδι να βάλει από κάτω το κεφάλι του και μια ανακοίνωση στη γειτονιά πως το κατάφερε κι είναι νοικοκύρης, κι άλλοι θα τον αποδεχτούν σαν άξιο μέλος της κοινωνίας. Οι επεκτάσεις του ελλειμματικού εγώ σε τούβλα, σίδερα και σάρκα . Ανάγκη αποδοχής από τους υπόλοιπους.
Οι νοικοκυραίοι δεν δημιουργούνται από κάποια αφηρημένη φιλοδοξία, δημιουργούνται από τη μέγιστη ανάγκη του ανθρώπου. Εκείνη που καλύπτει την μεγάλη του ανασφάλεια. Την ανάγκη να είναι κάποιος αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο. Να μην μείνει παρείσακτος. Μόνος.
Ο άνθρωπος δεν βγήκε ποτέ από εκείνη τη κατάσταση φόβου, όταν ήταν μόνος, ανίδεος, απροστάτευτος, φτυμένος από θεούς και δαίμονες, ένα πιθηκάκι, τρομαγμένο και άοπλο σ’ ένα κατασκότεινο σπήλαιο. Μόνος απέναντι στα πραγματικά θηρία που γρύλιζαν μπροστά του κι εκείνα που έβγαιναν από μέσα του.

Αυτός ο φόβος της ερημιάς, δεν έχει σβήσει ποτέ. Η κοινωνία είναι ένα δώρο που του εξασφαλίζει κόσμο, φωνές, φώτα, θόρυβο, φωλίτσες ασφαλείς η μία κοντά στην άλλη, οι συνήθειες είναι όπλα, η υποταγή σε κανόνες είναι η τάξη που αμπαρώνει τις πόρτες στους φόβους, οι γείτονες είναι η εικόνα στο καθρέφτη. Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν την ιδέα να κοιτάξουν επιτέλους το αληθινό τους πρόσωπο στο καθρέφτη. Ο καθρέφτης τους είναι οι άλλοι, κι οι άλλοι καθρεφτίζονται σ΄αυτούς. Οι φωλίτσες η επιβεβαίωση της νοικοκυρεμένης τάξης. Ανήκω στη γειτονιά με το ΔΙΚΟ ΜΟΥ σπίτι. Και νοιώθω περήφανος ανάμεσα στους υπόλοιπους περήφανους νοικοκύρηδες που τα κατάφεραν. Ο άστεγος στο παγκάκι της πλατείας είναι η σημαδούρα για το που βρίσκονται οι ύφαλοι στην γαλήνια πορεία του καραβιού. Όταν βγεις από το μαντρί σε τρώει ο λύκος. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να θυμούνται... τα πρόβατα.

Πολλοί προσβάλλονται γιατί τώρα τελευταία, έχει γίνει της μόδας να αυτοαποκαλούμαστε πρόβατα που τα σφάζουν. Το ζήτημα είναι πως τα μαντριά έχουν δείξει πλέον το θλιβερό τους πρόσωπο, κι όλη η λατρεμένη ασφάλεια για τη προστασία που παρείχαν από τους λύκους, έχει γκρεμιστεί μπροστά στη βαρβαρότητα των τσοπάνηδων.
Μα γιατί προσβάλλονται; Σπίτι μου σπιτάκι μου ήταν το σύνθημα που μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Λες και τίποτα δεν θα μπορούσε να αγγίξει κάποιον αν είχε φτιάξει το σπίτι του. Λες κι η βρώμα που απλωνόταν απέξω δεν θα έφτανε σιγά σιγά και στις «φωλίτσες». Φωλίτσες που κράταγαν απέξω ότι δεν γουστάραμε και βάζαμε μέσα ότι γουστάραμε. Ελάχιστοι πρωθυπουργοί των μικρών οικιακών κυβερνήσεων. Κι όλο αυτό το πλήθος νόμιζε πως όντως το σπιτάκι ήταν δικό του. Γιατί πίστεψε εκείνους που μοίραζαν λεφτά και υποσχέσεις.

Κι εδώ έρχεται η άλλη ανθρώπινη εμμονή που περισσότερο από όλες ξέρει να εκμεταλλεύεται η κάθε εξουσίαΗ ανάγκη του ανθρώπου να ακούει αυτά που σκέφτεται ο ίδιος από το στόμα κάποιου και να νοιώθει ικανοποίηση πως το μήνυμα ελήφθη, και να προσκολλάται σ΄εκείνον που θα του τα πει, χωρίς να ενδιαφέρεται για το ποιος είναι αυτό που τα προφέρει, αρκεί που φουμάρει το ίδιο τσιγάρο.

Οι πολιτικοί που τόσο πολύ βρίζουν οι αγανακτισμένοι πολίτες σήμερα, είναι τα ίδια τα γκόλεμ που έπλασε με λάσπη από επιθυμίες, εμμονές, φοβίες, μικρότητες, μωροδοξίες, αλαζονείες κι ασυγκράτητη απληστία η κοινωνία που τώρα θέλει να τους λυντσάρει. Οι πολιτικοί δεν είναι τίποτα άλλο από τα φερέφωνα των σκέψεων εκείνων που τους ψηφίζουν. Ο άνθρωπος επιλέγει να προσκολληθεί όχι σε μια σκληρή και ζόρικη αλήθεια αλλά σε ένα κολακευτικό ψέμα που του χαϊδεύει τ΄αυτιά...


Γιατί ψήφισαν τον «λεφτά υπάρχουν»; Γιατί λεφτά ήθελαν..
Γιατί ψήφισαν τον «το χρηματιστήριο θα φτάσει δέκα χιλιάδες μονάδες»; Γιατί τζογάρανε..
Τι άλλο ήταν οι εκλεγμένοι άρχοντες εκτός από εκφραστές των ανθρώπων που ήθελαν την ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥΣ, ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ, ΤΗ ΦΩΛΙΤΣΑ ΤΟΥΣ; 

Κοιτάζω τους ανθρώπους που είναι 40, 50 60 και βάλε κι αναρωτιέμαι αν παριστάνουν τους βλάκες ή όντως έχουν αποβλακωθεί εντελώς. Αναρωτιέμαι όταν ακούω διάφορες οργισμένες συζητήσεις, όταν βλέπω να κολλάνε το αυτί στα ραδιόφωνα και τα μάτια στο χαζοκούτι για να ..ενημερωθούν και μετά εκπλήσσονται συνέχεια, εκπλήσσονται γι΄αυτά που έχουν γίνει..

Αναρωτιέμαι πόσο θράσος θέλει για να δουλεύουμε ο ένας τον άλλον έτσι χωρίς καμιά ενοχή. Σε ένα κράτος που μέχρι πριν 3 χρόνια το 80% των ψηφοφόρων χοροπήδαγε σαν κουρδισμένο αρκουδάκι σε πλατείες με μπλε και πράσινα σημαιάκια, υμνώντας τους Καίσαρες του δικομματισμού που κατασπάραξαν τη πατρίδα μέχρι το μεδούλι με όποια πιθανή αθλιότητα και απάτη μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, τώρα αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι λένε πως δεν ήξεραν. Το λένε και το πιστεύουν. Δεν υπάρχει το θάρρος να βγει ένας, και να πει ναι ρε γαμώτο ήξερα τι ήταν, το έβλεπα αλλά με βόλευε και τους ψήφιζα γιατί έτρωγα καλά. Απλά πράγματα. Το ήξερα αλλά τη πάτησα.

Να ομολογήσει αυτή η κοινωνία πως ήταν τόσο ρηχή που έδωσε τη συγκατάθεσή της να γίνει το ταξίδι της μεταπολιτευτικής Ελλάδας μέσα σ’ένα σάπιο καρυδότσουφλο που πήγαινε όπου το φύσαγε ο άνεμος. Χωρίς ουσία, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς ηθική, χωρίς αρχές. Ο,τι νά’ναι. Ο,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο....

Αναζήτηση εύκολης ευχαρίστησης όχι ευτυχίας που χρειάζεται να κοπιάσεις πνευματικά, για να την φτάσεις, αυτό ήταν το ζητούμενο. Αναζήτηση εύκολου και γρήγορου κέρδους για να εκπληρώσει τα βίτσια που την ευχαριστούσαν αυτό ζητούσε η κοινωνία, όχι πράγματα που θα ωφελούσαν και θα έδιναν ένα άλλο επίπεδο μεγαλείου στις ζωές των ανθρώπων. Θεούς που μπορούν να δωροδοκηθούν, να παίρνουν μίζες και να κάνουν στα γρήγορα ένα θαύμα ζητούσε η κοινωνία. Κι αυτούς τους θεούς έλαβε.

Και τώρα τη στιγμή της αποκαθήλωσης αυτών των ειδώλων, καίγεται το σύμπαν. Στο ξύπνημα, όπου όλα γκρεμίζονται, η φωλίτσα θα πάει μαζί με τα υπόλοιπα. Γιατί τα σπιτάκια ήταν τελικά οι θέσεις στο μαντρί. Οι λύκοι μπορεί να μην μπορούσαν να μπουν μέσα, αλλά οι τσοπάνηδες ήταν οι μόνοι που όριζαν τις τύχες απ’ότα πρόβατα. Κι η καραμέλα που έχαψαν εύκολα τα κοπάδια; Τους έλεγαν αυτά που ήθελαν να ακούσουν, τα έκαναν να νοιώθουν πως είναι πρωταγωνιστές στο έργο. Μόνο που τώρα στο φινάλε βλέπουν τι έλεγε το σενάριο. Σφαγείο. Τροφή. Παϊδάκια στη σχάρα των δαιμόνων που η ίδια η κοινωνία επικαλέστηκε, πουλώντας τη ψυχή της για μια προσωρινή ευχαρίστηση που ήταν τρύπια...


ΠΗΓΗ:
Συνήθης Ύποπτος

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *