Του Μάκη Ανδρονόπουλου
Χωρίς αμφιβολία η προσπάθεια της κυβέρνησης να εκκαθαρίσει την κινούμενη άμμο των «κόκκινων δανείων», ιδιωτών και επιχειρήσεων, είναι μια κρίσιμη πράξη ρεαλισμού και ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής, υπό τον όρο ότι όλα θα γίνουν αλά καρτ, δηλαδή, θα εξεταστεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ώστε να αποφευχθούν εύνοιες προς τους πονηρούς και φυσικά, σε μια διαδικασία εκτός τράπεζας, ώστε να διαμορφωθεί μια σχέση ισορροπίας μεταξύ τράπεζας και δανεισμένου. Όμως, αν και είναι μια κίνηση ορθολογισμού, η πολιτική για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι δύσκολο να έχει σημαντική αναπτυξιακή επίπτωση.
Αντίθετα, αυτό μπορεί να συμβεί με τα «γκρίζα δάνεια», δηλαδή, αυτά που γίνεται προσπάθεια με αλλεπάλληλες ρυθμίσεις για 12 ή 24 ή 36 μήνες να εξυπηρετούνται. Αυτά τα δάνεια είναι εν δυνάμει «κόκκινα» διότι δεν μπορεί ες αεί να επεκτείνεται η ρύθμισή τους και κυρίως, αν επιστρέψουν στις «κανονικές» δόσεις, τότε, σίγουρα θα κοκκινίσουν γιατί ελάχιστοι θα μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές. Το συνεχές «κοκκίνισμα» δανείων είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από εκείνο των κόκκινων και η κυβέρνηση οφείλει να το αντιμετωπίσει και να προλάβει ένα νέο τσουνάμι μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των φερόμενων ως στεγαστικών δανείων δεν είναι στην πραγματικότητα στεγαστικά, δηλαδή δεν χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά μιας κατοικίας ή την ανακαίνιση ή την επέκτασή της. Πρόκειται για επιχειρηματικά δάνεια ή καταναλωτικά μικρών επιχειρήσεων που έκλεισαν στην περίοδο της κρίσης και είχαν δάνεια κεφαλαίου κίνησης μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ, τα οποία υποχρεώθηκαν να πάρουν πάνω τους ως προσωπικά δάνεια οι επιχειρηματίες και να προσημειώσουν τα σπίτια τους. Επίσης είναι καταναλωτικά και κάρτες της οικογένειας που πακεταρίστηκαν σε ένα νέο δάνειο με προσημείωση ακινήτου, που συχνά ήταν ένα πατρικό ή οικογενειακό ακίνητο.
Μία άλλη κρίσιμη παράμετρος στα «στεγαστικά» δάνεια είναι ο εγγυητής. Τα δάνεια ήταν συνήθως μεγαλύτερα από την δυνατότητα του κάθε δανειολήπτη να εξοφλεί, δηλαδή, ο μισθός του δεν κάλυπτε το όριο που έθετε η Τράπεζα της Ελλάδος. Για να το ξεπεράσουν αυτό οι τράπεζες, ζητούσαν εγγυητή που συνήθως ήταν ο/η σύζυγος, αδερφός κ.ά. που έβαζαν μια υπογραφή και ξαφνικά, τώρα, δέχονται κλήσεις από τις εισπρακτικές εταιρείες, με συνέπεια οικογενειακά δράματα, διαζύγια κλπ.
Όλα αυτά τα δάνεια πρέπει να σταθμιστούν υπό τις συνθήκες επιβολής της δεσπόζουσας θέσης των τραπεζών έναντι των δανειοληπτών, όπως άλλωστε και οι μονομερείς ενέργειες που προβαίνουν κατά τη ρύθμισή τους. Παράδειγμα, κάποιος έχει δύο δάνεια 200.000 και 150.000 ευρώ, με προσημείωση του ίδιου ακινήτου, τα οποία ήταν σε ομαδικό πρόγραμμα ασφάλισης για το οποίο πλήρωνε κάποια ποσά κάθε μήνα.
Μόλις ρύθμισε, αντιλήφθηκε πως η τράπεζα δεν έπαιρνε το ασφάλιστρο για το ένα δάνειο, με αποτέλεσμα να πληροφορηθεί εκ των υστέρων και χωρίς καμιά γραπτή ενημέρωση ότι:
1) Η τράπεζα μονομερώς κατάργησε την ασφάλεια για το δεύτερο δάνειο, γιατί αποφάσισε να ασφαλίζει μόνο μέχρι 200.000, πράξη ακατανόητη, καθώς τα ασφάλιστρα δεν κατοχυρώνουν μόνο τον οφειλέτη, αλλά κυρίως την τράπεζα.
2) Η τράπεζα κατέβασε το όριο ηλικίας ασφάλισης των δανείων από τα 75 στα 70 έτη.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτές τις μονομερείς ενέργειες είναι ότι η τράπεζα έχει κακές προθέσεις σε ό,τι αφορά το ακίνητο και τα δάνεια του πελάτη της. Όλα αυτά, πρέπει να τα μελετήσει ένας νέος φορέας που θα μπει ανάμεσα στον πελάτη και την τράπεζα, για να εξορθολογοποιήσει τη σχέση τους, να καταργήσει τις μονομερείς πράξεις και να αξιολογήσει τους όρους βιωσιμότητας των δανείων. Η προοπτική της οριστικής ρύθμισης των δανείων αυτών, με όρους πραγματικούς (δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν ζουν για πάντα για να ξεπληρώσουν σε 100 χρόνια, όπως τα κράτη) θα άρει τις συνθήκες αγωνίας χιλιάδων νοικοκυριών και θα δώσει μεγάλη αναπτυξιακή ανάσα στο σύστημα. Αυτό πρέπει να γίνει συστηματικά, αμέσως μετά την οριστική ρύθμιση του δημοσίου χρέους με τους εταίρους το φθινόπωρο του 2015.
Παρενθετικά, η προστασία της πρώτης κατοικίας δεν πρέπει να γίνεται με βάση την αξία, που αλλάζει άλλωστε από τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς, αλλά από την επιφάνεια. Δεν μπορεί να προστατεύεται ως πρώτη κατοικία μια ιδιοκτησία 600 τμ. Οτιδήποτε πάνω από 200 τμ επιφάνεια (εκτός αν πρόκειται για πολυμελή οικογένεια) πρέπει να έχει άλλη προσέγγιση.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου