του Ανδρέα Καρίτζη
Τέλειωσε η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης. Μετά από σκληρές συγκρούσεις σε ένα ναρκοθετημένο περιβάλλον επήλθε μια εύθραυστη εκεχειρία. Η ελληνική πλευρά με σύνεση επιδίωξε τη συμφωνία. Οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και της λιτότητας δεν έδειξαν καμιά πρόθεση ουσιαστικής συνεννόησης. Διαφωνούν με την πολιτική μας και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να την καταστείλουν. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να αξιοποίησαν το δράμα του ελληνικού λαού και το αίτημά του για αξιοπρέπεια στο δικό τους παιχνίδι εξουσίας με τη Γερμανία, αλλά δεν ξέχασαν να δώσουν τη χαριστική βολή όποτε έπρεπε στην ελληνική πλευρά.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική ελίτ της Ευρώπης άσκησε κάθε μέσο πίεσης και εκβιασμού, εντός και εκτός των διαπραγματεύσεων. Η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να συμφωνήσει εκβιαζόμενη, πετυχαίνοντας ωστόσο ό,τι μπορούσε σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, δηλαδή εξασφαλίζοντας ότι στην επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης μέρος των θέσεών της είναι στο τραπέζι.
Έχουμε λοιπόν μια συμφωνία όπου όλα τα ζητήματα – από το πρόγραμμα της ΔΕΘ και το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ από το προηγούμενο πρόγραμμα -επί της ουσίας είναι ανοικτά και προς διαπραγμάτευση το επόμενο διάστημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε τέσσερις μήνες σκληρής, καθημερινής σύγκρουσης.
Το πώς θα αντεπεξέλθουμε σε αυτό το κρίσιμο τετράμηνο δεν εξαρτάται τόσο από το περιεχόμενο της συμφωνίας, αφού όλα είναι ανοικτά, όσο από τους κανόνες που τη διέπουν και το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα γίνεται καθημερινά η διαπραγμάτευση. Εκτιμώ ότι το κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι ότι η ελληνική πλευρά εισέρχεται σε αυτή την περίοδο με τρία τουλάχιστον μέτωπα στα οποία είναι εκτεθειμένη: τράπεζες, τρέχουσες υποχρεώσεις αποπληρωμής και έλεγχος του προϋπολογισμού.
Οι τράπεζες και οι υποχρεώσεις αποπληρωμής αποτελούν πεδία εκβιασμού ώστε να επιβάλλονται εκείνες οι πτυχές της συμφωνίας που θέλουν οι πιστωτές και να αποδυναμώνονται ή να ματαιώνονται οι πτυχές που επιθυμεί η ελληνική πλευρά. Το ενδεχόμενο να κλείσουν οι τράπεζες ή να χρεοκοπήσει η Ελλάδα θα επικρέμεται και θα καθορίζει την τελική έκβαση κάθε επιμέρους διένεξης. Η μη ενεργοποίηση του εκβιασμού επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των πιστωτών και τους δικούς τους σχεδιασμούς.
Στο μέτωπο της πραγματικής οικονομίας και της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας η κατάσταση εμφανίζει άλλου τύπου δυσκολίες. Το πάγωμα της λιτότητας και η αποσπασματική ή αποδυναμωμένη εφαρμογή του δικού μας προγράμματος κάτω από την πίεση των εκβιασμών δημιουργεί μια κατάσταση στασιμότητας στην οικονομία, η οποία, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια θα δυσχεράνει την κατάσταση του προϋπολογισμού.
Επισημαίνω ότι α) το πρόγραμμα της ΔΕΘ δεν είναι μόνο δίκαιο αλλά και κρίσιμο για την αναστροφή της οικονομίας και β) ακόμη και η ανεμπόδιστη εφαρμογή του δεν θα είχε άμεσα θεαματικά αποτελέσματα, οπότε αντιλαμβανόμαστε τι αναμένεται από την κουτσουρεμένη εκδοχή του. Συνεπώς, είναι ενδεχόμενο να βρεθούμε μπροστά σε ανοίγματα που θα οδηγήσουν είτε σε αναγκαστική λιτότητα είτε στην «αγκαλιά»¨των πιστωτών για «βοήθεια» και άρα σε ένα ακόμη πεδίο εκβιασμού.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι η επιτυχία για την ελληνική πλευρά συναρτάται απολύτως με την ικανότητά της να αντεπεξέλθει στους εκβιασμούς και στις αδήριτες ανάγκες οικονομίας και προϋπολογισμού. Εν συντομία, εκτιμώ ότι απέναντι στους εκβιασμούς η ελληνική πλευρά πρέπει να αντιτάξει α) ένα πλαίσιο θωράκισης με κάθε διαθέσιμο μέσο και β) την αποφασιστικότητά της να μην υποκύψει ξανά ανεξαρτήτως των συνεπειών για την ίδια μένοντας συνεπής στη χιλιοειπωμένη πεποίθηση ότι και οι πιστωτές θα έχουν κόστος που δεν έχουν την πολυτέλεια να σηκώσουν.
Στο εσωτερικό μέτωπο πρέπει να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του προγράμματός της και, λόγω της αστάθειας από τη διαρκή διαπραγμάτευση, να πάρει έκτακτα μέτρα μεταβίβασης βαρών στις ανώτερες οικονομικά κατηγορίες και στην ολιγαρχία, ώστε να εξισορροπεί δημοσιονομικά ανοίγματα χωρίς να επιβαρύνονται τα φτωχά και μεσαία στρώματα.
Για να γίνουν αυτά απαιτείται απόλυτη ειλικρίνεια στην επικοινωνία μας με τον κόσμο, χωρίς ωραιοποιήσεις, ώστε να ισχυροποιηθεί το φρόνημα που είναι απολύτως απαραίτητο για να μπορέσουμε να αντέξουμε τις ενδεχόμενες συνέπειες (ή επιθετικές ενέργειες) μιας μελλοντικής άρνησής μας να υποταχθούμε σε εκβιασμούς. Επίσης απαιτείται ταχύτατη ανασυγκρότηση του κόμματος για την καλύτερη προετοιμασία τη δική μας αλλά και της κοινωνίας.
Η αποφασιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιμάκωσης της έντασης (εκβιασμοί) από τη μεριά των εταίρων είναι επιβεβλημένη. Σε αντίθετη περίπτωση η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ υπό το βάρος στυγνών εκβιασμών το επόμενο τετράμηνο θα έχει αδιανόητες συνέπειες για τη δημοκρατία, τον ορθό λόγο και τη ζωή στη χώρα μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου