Της Ράνιας Αντωνοπούλου*
Εργασιακά και ασφαλιστικό είναι δύο βασικοί τομείς όπου έχουν κολλήσει οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους θεσμούς, με τους τελευταίους να απαιτούν την εκ νέου μεταρρύθμισή τους. Οι θεσμοί πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση οφείλεται σε ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας το οποίο εδράζεται στο υψηλό κόστος εργασίας. Εξ ου και η απαίτηση για περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού, για οριστική κατάλυση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, για θεσμοθέτηση ομαδικών απολύσεων κ.λπ.
Αν και απαιτείται τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και υπάρχει ανάγκη κι άλλων μεταρρυθμίσεων, για άλλη μία φορά η συνταγή που προτείνεται είναι λάθος. Σύμφωνα με ομολογία όλων των διεθνών οργανισμών (βλ. πρόσφατα ΟΟΣΑ), η Ελλάδα έχει υλοποιήσει τις πιο βαθιές κι εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές σε όλη τη Δύση την τελευταία 5ετία.
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το μεγαλύτερο βάρος των διαρθρωτικών αλλαγών σημειώθηκε στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό, με τη μείωση μισθών και συντάξεων (25% περίπου), τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων (ελαστικοποίηση).
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί πως η Ελλάδα ανέκτησε την ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας που είχε το 1995 έναντι της ευρωζώνης (βλ. Occasional Papers 192, April 2014). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, με όρους κόστους εργασίας, το δ’ τρίμηνο 2014 ήταν 7,5% βελτιωμένη έναντι του α’ τριμήνου 1999 έχοντας τη δεύτερη καλύτερη επίδοση μαζί με την Κύπρο, μετά τη Γερμανία.
Παρά το γεγονός ότι η «ανταγωνιστικότητα» βελτιώθηκε σε δείκτες, η πραγματική οικονομία συρρικνώθηκε δραματικά. Η όποια μικρή βελτίωση στις εξαγωγές δεν αντιστάθμισε τη ραγδαία μείωση της εσωτερικής αγοραστικής δύναμης. Η μείωση μισθών και συντάξεων σε συνδυασμό με την περιστολή των δημόσιων δαπανών οδήγησε τελικά σε λουκέτο χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις και στην εκτόξευση της ανεργίας και στην κατακρήμνιση του ΑΕΠ.
Οσον αφορά τον κατώτατο μισθό, είναι αλήθεια πως στην ευρωζώνη υπάρχουν 5 χώρες-μέλη με ακόμη χαμηλότερο επίπεδο κατώτατου μισθού, όμως ανάλογα χαμηλότερο είναι και το επίπεδο ανάπτυξής τους (κατά κεφαλήν εισόδημα).
Ο ΟΟΣΑ ήδη από το 2006 (Boosting Jobs and Incomes) είχε επισημάνει πως δεν υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης και πως το επίπεδο του κατώτατου μισθού δεν έχει σημαντική επίδραση στην ανεργία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, δηλαδή ενός από τους τρεις θεσμούς, η οποία διαπιστώνει πως η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν ενισχύει την παραγωγικότητα, ενώ βραχυπρόθεσμα έχει ακόμη και αρνητικές επιδράσεις (World Economic Growth, Box 3.5, April 2015).
Δεν ευθύνονται λοιπόν οι μισθοί για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και επενδύσεων στη χώρα μας. Η ανάκαμψη της δομικής ανταγωνιστικότητας θα επέλθει από βελτιώσεις στους τομείς του μάνατζμεντ, του μάρκετινγκ, της πιστοποίησης ποιότητας, της εξαγωγικής τεχνογνωσίας, της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της ψηφιακής και καινοτομικής οικονομίας.
Ο ιδιωτικός τομέας επίσης, χρόνια τώρα, επισημαίνει ότι απαιτείται η απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης των επιχειρήσεων και του πτωχευτικού δικαίου.
Η κυβέρνηση κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Οι θεσμοί πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις παραπάνω διαπιστώσεις. Εμμονή στη λανθασμένη διάγνωση συνεπάγεται αναπαραγωγή των ιδεοληψιών που ήδη αποδείχθηκαν καταστροφικές για την ελληνική κοινωνία.
* Αν. υπουργός Εργασίας
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου