Του Τζόναθαν Φρίντλαντ*
Είναι σαφές εδώ και καιρό ότι το
Συντηρητικό Κόμμα έχει γίνει ακυβέρνητο, με τις διάφορες τάσεις του να έχουν
απομακρυνθεί τόσο πολύ η μία από την άλλη ώστε είναι αδύνατον να προχωρήσουν
στην ίδια κατεύθυνση, τουλάχιστον όταν πρόκειται για την Ευρώπη. Πρόκειται για
ένα φαινόμενο που είχε πλήξει τους Τόρις υπό τη διοίκηση των προκατόχων της
Τερέζα Μέι, του Ντέιβιντ Κάμερον, του Τζον Μέιτζορ και της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Σήμερα όμως η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα κατάσταση: δεν είναι
μόνο οι Συντηρητικοί ακυβέρνητοι, αλλά η ίδια η χώρα. Επί της ουσίας, το
Ηνωμένο Βασίλειο αυτή τη στιγμή στερείται κυβέρνησης.
Είναι αρκετό να σκεφτεί κανείς
ότι χθες οι βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος κλήθηκαν να ψηφίσουν κατά
συνείδηση όχι για ένα θέμα που άπτεται της συνείδησής τους - της θρησκείας, ας
πούμε, ή της προσωπικής τους ηθικής - , αλλά για ένα από τα σημαντικότερα
προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε καιρό ειρήνης: το αν
δηλαδή θα αποχωρήσει σε 15 ημέρες από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς συμφωνία.
Αρνούμενη να καθοδηγήσει τους βουλευτές της προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση,
η Τερέζα Μέι αποδεικνύει ότι ακόμη και σε «ένα ζήτημα μεγάλης σοβαρότητας», για
να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της, η κυβέρνησή της δεν έχει επίσημη άποψη.
Σε ένα από τα πιο θεμελιώδη
ζητήματα για το μέλλον της Βρετανίας, επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Φίλιπ
Κόουλι, η κυβέρνηση σηκώνει τους ώμους της και λέει «Ο,τι είναι να γίνει ας
γίνει». Αυτό ήταν το πραγματικό μήνυμα της ομιλίας της Μέι προς τους βουλευτές
την Τρίτη το βράδυ, μετά την απόρριψη για δεύτερη φορά της συμφωνίας της με
τριψήφια διαφορά. Αυτό που είπε στο κοινοβούλιο είναι ότι η ίδια και η
κυβέρνησή της απέτυχαν να λύσουν τον «παρανοϊκό γρίφο» του Brexit, σύμφωνα με
την έκφραση του ηθοποιού Ντάνι Ντάιερ. Και μετατόπιζε την ευθύνη στο
κοινοβούλιο. Στον ανταγωνισμό αιώνων που σημειώνεται στο νησί για το πού
βρίσκεται η εξουσία - στο κοινοβούλιο ή στην κυβέρνηση -, η υποχώρηση της Μέι
αποτέλεσε έναν σταθμό, αφού έδειξε το πρώτο έναντι της δεύτερης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι χθες δεν
ψήφισαν ελεύθερα μόνο οι βουλευτές, αλλά και οι υπουργοί. Η Μέι ουσιαστικά
παραδέχθηκε ότι αν έλεγε στους συναδέλφους της να αποκλείσουν την περίπτωση του
«no deal» - ή να αρνηθούν να την αποκλείσουν -, πολλοί θα έκαναν το αντίθετο. Ο
πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μάικλ Χέζελταϊν το είπε πολύ σωστά στο
ραδιόφωνο: «Δεν έχουν χάσει τον έλεγχο μόνο της Βουλής, αλλά και του υπουργικού
συμβουλίου». Απόδειξη της απουσίας κυβέρνησης είναι και η ελάχιστη σημασία που
δόθηκε στην εαρινή δήλωση του υπουργού Οικονομικών (σημ: για «ισχύρη βρετανική
οικονομία και βελτίωση των δημόσιων οικονομικών»). Αλλοτε θα αποτελούσε μείζον
γεγονός, που θα κυριαρχούσε για μια εβδομάδα. Τώρα εκτοπίστηκε από την ψηφοφορία.
Ο Φίλιπ Χάμοντ ήταν σαν τον παρουσιαστή ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού που
βασανίζει έναν παίκτη λέγοντάς του τι θα μπορούσε να έχει κερδίσει.
Πράγματι, εξαιτίας του Brexit, τα
χρήματα αυτά δεν μπορούν να δοθούν για τις πραγματικές ανάγκες της χώρας: για
να δοθεί τέλος στη λιτότητα, για να χρηματοδοτηθούν τα σχολεία ώστε οι δάσκαλοι
να μη χρειάζεται να δουλεύουν και ως οδοκαθαριστές για να τα βγάλουν πέρα, για
να χρηματοδοτηθεί η αστυνομία ώστε να αντιμετωπίσει την αύξηση της
εγκληματικότητας, με άλλα λόγια για να λειτουργήσει η κυβέρνηση όπως πρέπει.
Αυτή η δουλειά δεν γίνεται, και ευθύνεται μια κυβέρνηση που είναι αφοσιωμένη
εδώ και τρία χρόνια στο Brexit και παραδέχεται τώρα ότι δεν μπορεί να κάνει
ούτε αυτό.
(*) Ο Τζόναθαν Φρίντλαντ είναι
αρθρογράφος της Guardian
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου