Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το βαγόνι ήταν ασφυκτικά γεμάτο.
Ενας πλανόδιος, μάλλον ζητιάνος, πουλούσε χαρτομάντιλα και στιλό με 50 λεπτά,
κάνοντας αγώνα να περάσει ανάμεσα στους όρθιους και στριμωγμένους επιβάτες.
Ελεγε μερικά σχεδόν ακατάληπτα, μάλλον κοινότoπα πράγματα, στα οποία κανείς δεν
έδινε σημασία. Μια κοπέλα τού έδωσε μερικά κέρματα, αρνούμενη να αγοράσει. Ενας
άνδρας αποτραβήχτηκε και μια κομψευόμενη κυρία τον κοίταξε με αποστροφή.
Οι καθιστοί, λίγο πιο άνετα στις
τετράδες τους, κοιτούσαν έξω.
Μια μέρα συνηθισμένη στην πόλη,
μια μέρα σαν όλες τις άλλες, σε ώρα αιχμής, λίγο μετά το σχόλασμα από τη
δουλειά, λίγο πριν από την απογευματινή βόλτα με τους φίλους, τα ψώνια στο
σουπερμάρκετ, το μάθημα στο φροντιστήριο ή την επίσκεψη στους γονείς.
Δυο στάσεις πριν από τον σταθμό στο
Σύνταγμα, ένας κύριος με τσόχινο βαθυκόκκινο καπέλο με μπορ μπήκε στο βαγόνι,
κάποιος σηκώθηκε και πήρε τη θέση του πλάι στο παράθυρο.
Είχε την κομψότητα ενός δανδή
περασμένης εποχής. Πουκάμισο λευκό με λεπτές κάθετες γαλάζιες ρίγες. Γραβάτα
στα ίδια χρώματα. Κοστούμι γκρι τουίντ και παλτό σκούρο, βαρύ, καλοραμμένο,
περιποιημένο, αν και παλιό.
Παλιό είναι και το τσόχινο καπέλο
του, αλλά φροντισμένο, βουρτσισμένο, χωρίς χνούδια και κόμπους.
Τα παπούτσια του έχουν κορδόνια
και είναι περασμένα με κερί.
Φοράει πρεσβυωπικά γυαλιά, σκούρα
γκρι κι αυτά, αλλά με μια προσεγμένη «τσαχπινιά», αν τα κοιτάξεις καλά,
διακρίνεις λευκές οριζόντιες και κάθετες γραμμές, καρό.
Δεν κοιτάζει πουθενά, δεν κινεί
ούτε τα μάτια του στα ελαφρά τραντάγματα του συρμού, κάποιες φορές είναι σαν να
έχει αποκοιμηθεί. Μπορεί και όχι.
Το δέρμα του είναι γεμάτο βαθιές
ρυτίδες, κάποιες πανάδες της ηλικίας και το πρόσωπό του είναι μακρύ, λεπτό, ίσως
λίγο οστεώδες, και τα χείλη του παχιά για κάποιον αυτής της ηλικίας.
Είναι λεπτός, με μακριά άκρα και
δάχτυλα. Πανάδες έχουν και τα χέρια του, που τα έχει αφήσει ανεπιτήδευτα πάνω
στα γόνατά του. «Δεν είμαι από εδώ», φωνάζει ολόκληρος, «δεν ανήκω σε αυτήν την
εποχή, δεν ανήκα ούτε στη δική μου».
Η γυναίκα που κάθεται απέναντί
του τον παρατηρεί προσεκτικά. Της έχει κάνει εντύπωση η παρουσία αυτού του
άνδρα, η ευγένεια που εκπέμπει, μια ευγένεια όχι μόνο άλλης εποχής, άλλου
κόσμου. Τον φαντάζεται να τρώει κόβοντας προσεκτικά τις μπουκιές του, να πίνει
κρασί από κολονάτο ποτήρι και να καπνίζει ηδυπαθώς άφιλτρα τσιγάρα.
Οχι πολλά, ένα μετά από ένα καλό
γεύμα, ακόμη ένα με τον απογευματινό καφέ και ενώ διαβάζει εφημερίδα σε ένα
σκοτεινό καφέ, ίσως ακόμη ένα το πρωί που ξυπνάει, ντυμένος με ρόμπα από
βελούδο και πιτζάμες με κουμπιά από φίλντισι -αν κυκλοφορούν ακόμη τέτοιες.
Ο άνδρας έχει κλείσει πάλι τα
μάτια του. Τώρα είναι σίγουρη, δεν κοιμάται, ονειροπολεί, ίσως και να
απαγγέλλει ασυνείδητα εκείνους τους στίχους του ποιητή:
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, /
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με— / όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, /
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· / όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
/ κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. / Επέστρεφε συχνά και παίρνε με
την νύχτα, / όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…»*
Σκέφτηκε ότι θα ήθελε να του
μιλήσει, να ακούσει τη φωνή του, να δει τους τρόπους του όταν διαλέγεται με τον
υπόλοιπο κόσμο. Δεν το τόλμησε, πώς θα μπορούσε. Ισως και να σεβάστηκε την
ονειροπόλησή του.
«Επόμενος σταθμός Κατεχάκη»,
ακούστηκε η χαρακτηριστική γυναικεία φωνή. Είχε φτάσει στον προορισμό της.
Σηκώθηκε, το βαγόνι είχε αρχίσει να αδειάζει πια και έφτασε εύκολα στην πόρτα.
Ξανακοίταξε προς το μέρος του
ηλικιωμένου δανδή. Δεν τον είδε. «Ισως κατεβαίνουμε στον ίδιο σταθμό»,
σκέφτηκε.
«Ισως και να τον φαντάστηκα»,
μονολόγησε. Θυμήθηκε την ημερομηνία: 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
«Πόσο ταιριαστή είναι η ποίηση με
την άνοιξη» σκέφτηκε και άφησε και τη δική της μνήμη να ταξιδέψει σε αισθήσεις
αγαπημένες.
* «Επέστρεφε», Κ.Π. Καβάφης
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου