Στη μέση της εβδομάδας. Έκκεντρο,
βαρύκεντρο, ορθόκεντρο, περίκεντρο, παράκεντρο! Σχεδιάζει ο Θοδωρή, παλεύω να
τα ξεκαθαρίσω. Η παράνοια της φιλολόγου που αγαπά τα μαθηματικά, γελούν οι
υπόλοιποι, αγχώνομαι εγώ, πρέπει να είμαι επιμελής, να λύνω τις ασκήσεις μου, ο
δάσκαλος Θοδωρής κάνει αγώνα, οι άλλοι
γελούν, με θεωρούν παράλογη, εγώ συμφωνώ, βρίσκω νέα προβλήματα, παράλογα σαν
την αφεντιά μου, ξαναδιαβάζω τα «πυθαγόρεια εγκλήματα», διχοτόμοι, διάμεσοι,
ύψη, μεσοκάθετοι, επιμεριστική ιδιότητα.
Σταματώ εδώ. Επιμερίζω: Κατανέμω
κάτι σε μερίδια. Μοιράζω, μοιράζομαι, μοίρα! Η μάνα μου μοίραζε πάντα δίκαια
τις λιχουδιές. Στα τέσσερα, όσα και τα παιδιά της. Αυτή δε δοκίμαζε. Έτσι
κάνουν οι μανάδες, έλεγε! Εγώ είχα άλλη γνώμη. Της άπλωνα με το χέρι μου τη
λιχουδιά. Αρνιόταν να μου τη στερήσει.
Θυμήθηκα εκείνο που διάβασα σε
ένα τοίχο: «Η παιδική ηλικία μετριέται σε ήχους, οσμές και εικόνες, πριν φτάσει
η σκοτεινή ώρα της λογικής.» Γιορτάζω ακόμα την αθωότητα, τις μυρωδιές, τους
ήχους, τις εικόνες, κι ας ξεθώριασαν, σπίρτο η μνήμη, κρατά τόσο λίγο, μα όταν
ανάβει, εκείνο το τσαφ στην αρχή
πυροδοτεί μέσα μας τη ζωή, για λίγα δευτερόλεπτα, για κλάματα, απειροελάχιστη
διάρκεια, κι ας θέλαμε εκείνο εις τη ν που λέει ο «δάσκαλος», σαν τις εξισώσεις
που θα μάθω σύντομα. Ανυποψίαστα αφελείς με τις μνήμες που γίνονται ανάμνηση,
στιγμές μέσα στη νύχτα που νομίζεις ότι έχεις χρόνο, κι εκείνος τελειώνει και
σε αφήνει σε μια στάση και βγάλτα πέρα μόνος σου! Ανυποψίαστα υποψιασμένοι κι
εμείς με τους ανθρώπους, με τη μοιρασιά, με το παράλογο, με τα έκκεντρα μέσα
στα τρίγωνα, τι σχήμα, θεέ μου, αυτός ο κύκλος, να γυρνάς και να τους
ξανασυναντάς όλους, σε ένα άλλο χωροχρόνο, πριν μας καταπιούν οι μαύρες τρύπες,
αιωρούμενοι, μετρώντας ρυτίδες, ρωγμές στο μέσα μας, γραφιάδες στις ψυχές των
άλλων, μια λέξη να καταφέρεις να τους γράψεις στην ψυχή, μια λέξη να καταφέρουν
να σου γράψουν κι αυτοί στη δική σου!
Χαίρομαι που έμαθα να παραδέχομαι
αυτό που νιώθω, να το μοιράζομαι, να το χαρίζω σε αυτόν που το νιώθω, το κέρδος
μου, τούτο μετρώ από το πέρασμα μου, για τούτο υπερηφανεύομαι, χωρίς παιχνίδια,
κι ας γέμισα διχοτόμους μέσα μου, γραμμές που τραβούσαν οι άλλοι, χαραγματιές
με σμίλη, πόσο πόνεσαν μερικές, ακόμα πονούν όταν αλλάζει ο καιρός, λέω θα
βρέξει, που το ξέρεις, ρωτούν, το ξέρω απαντώ, δε με πιστεύουν, με αμφισβητούν,
μα εγώ ξέρω, όπως κατά βάθος ξέρουν κι αυτοί πως λέω αλήθεια, δεν την αντέχουν,
ασυντόνιστες οι κινήσεις μου, το αχαλίνωτο της στιγμής, όταν σπας σύνορα μέσα
σου, σπας και τα σύνορα του άλλου, και για μια στιγμή, μονάχα μια στιγμή, θα
δεις την αλήθεια στον καθρέπτη του…
«Η παιδική ηλικία μετριέται σε
ήχους, οσμές και εικόνες, πριν φτάσει η σκοτεινή ώρα της λογικής» του Τζον
Μπετζεμαν! Το απόγευμα θα εξεταστώ στην επιμεριστική ιδιότητα. Να μην ξεχάσω να
του ζητήσω διευκρίνιση για τις ταυτότητες. Μπορεί μην είμαι πια ο κανένας…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου