Του Γιώργου Στάμκου
Το δημογραφικό πρόβλημα, αν και
ήρθε επιτακτικά στο προσκήνιο εξαιτίας της διόγκωσής του λόγω και της
οικονομικής κρίσης της Ελλάδας, σε σημείο ώστε να αναγορευτεί σε “υπ' αριθμόν
ένα εθνικό πρόβλημα” και να συζητηθεί πρόσφατα στην Βουλή, εντούτοις πρόκειται
για ένα πρόβλημα που ξεκίνησε να μαστίζει τη χώρα μας από τις αρχές της
δεκαετίας του 1980.
Ήταν το 1981 όταν ο δείκτης
γεννητικότητας της Ελλάδας έπεσε για πρώτη φορά στα 2,09 παιδιά ανά γυναίκα
αναπαραγωγικής ηλικίας, δηλαδή κάτω από το όριο του 2,1 που είναι και ο δείκτης
για την ομαλή αντικατάσταση των γενεών και τη σταθερότητα του πληθυσμού. Από
τότε μειώνεται διαρκώς για να φθάσει το 2013, στο απόγειο της κρίσης, στο ναδίρ
του 1,28 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, για να ανέβει στη συνέχεια
ελαφρώς στο 1,45 παιδιά το 2018. Είναι ένας από τους χαμηλότερους δείκτες
γεννητικότητας στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ μόνον κατά την εξαετία 2010-2015 η διαφορά μεταξύ εξερχόμενων
μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή -η λεγόμενη “αρνητική
μετανάστευση”- ανήλθε στους -251.731. Μόνον κατά το έτος 2012, οπότε
καταγράφηκε και η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση στη χώρα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα
124.194 άτομα, όχι μόνον Έλληνες πολίτες αλλά και νομίμως διαμένοντες
αλλοδαποί. Το 80% των όσων αποχώρησαν από τη χώρα μας άνηκαν στην αναπαραγωγική
ηλικία των 20-50 ετών και χαρακτηρίζονταν ως άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου
και εξειδίκευσης. Ωστόσο το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που η τάση αυτή
αντιστράφηκε και εμφανίστηκε πλεόνασμα 10.332 ατόμων μεταξύ εισροών (116.867)
και εκροών (106.535) μεταναστών. Αλλά η ζημιά είχε πλέον γίνει...
Ο “δημογραφικός χειμώνας” της
Ελλάδας
Εδώ και τέσσερις δεκαετίες λοιπόν
η Ελλάδα υποφέρει από ένα βαρύ “δημογραφικό χειμώνα”. Έναν “χειμώνα” που
επιδεινώνει τις προοπτικές της χώρας, στον οικονομικό αλλά και γεωπολιτικό
τομέα, αποψιλώνοντας όλο και περισσότερο τις μελλοντικές γενιές των Ελλήνων.
Αναμφίβολα η χρησιμοποίηση της μεταφοράς του “χειμώνα”, για να περιγραφεί η
δημογραφική κατάπτωση της χώρας μας, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Και δεν ανταποκρίνεται διότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη.
Αντίθετα με τον χειμώνα, που
είναι από τη φύση του ένα παροδικό φαινόμενο, η δημογραφική κρίση, η οποία
μαστίζει τα τελευταία 40 χρόνια την Ελλάδα, είναι ένα μόνιμο φαινόμενο. Ήρθε
για να μείνει. Εντείνοντας την υπάρχουσα απαισιοδοξία οι δημογράφοι
προειδοποιούν πως η σημερινή δημογραφική καχεξία, η οποία επιδεινώθηκε λόγω της
οικονομικής κρίσης και της φυγής περίπου μισού εκατομμυρίου κατοίκων της χώρας
στο εξωτερικό, ενδέχεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο απειλώντας με
δραματική συρρίκνωση και γήρανση τον ελληνικό πληθυσμό.
Το παρήγορο πάντως είναι πως
αυτός ο “δημογραφικός χειμώνας” δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο.
Πλήττει ταυτόχρονα και την πλειοψηφία των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αλλά
και των γειτονικών βαλκανικών χωρών, που χάνουν περίπου 250.000 ανθρώπους το
χρόνο (μισό εκατομμύριο αν υπολογιστούν και οι Βαλκάνιοι που μεταναστεύουν).
Στην Ελλάδα όμως είναι ιδιαίτερα δριμύς, εφόσον η δημογραφική καθίζηση, ειδικά
στην 8ετία της κρίσης, είναι πρωτοφανής ως προς την ένταση και την ταχύτητα της
μείωσης της γεννητικότητας, που συνοδεύεται από μια ραγδαία γήρανση του
πληθυσμού.
Χωρίς υπερβολή η Ελλάδα βρίσκεται
παγιδευμένη μεταξύ της “Σκύλλας” που λέγεται υπογεννητικότητα και της
“Χάρυβδης” που λέγεται γήρανση. Διαθέτει έναν πληθυσμό που δεν αναπαράγεται
επαρκώς αλλά αντίθετα συρρικνώνεται με την πάροδο του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα
καλείται να διαχειριστεί και το πρόβλημα ενός διαρκώς αυξανόμενου γηρασμένου
πληθυσμού, που απορροφά τους περιορισμένους πόρους της υπερχρεωμένης χώρας μας.
Πρόκειται για μια κατάσταση που καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν θα ζήλευε. Κι ενώ
κανονικά το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να βρίσκεται σε “αναμμένα κάρβουνα”, σε
μια συνεχή αναζήτηση τρόπων διαφυγής από το σημερινό δημογραφικό του τέλμα με
αποτελεσματικά κίνητρα τόνωσης της γεννητικότητας, δεν κάνει σχεδόν τίποτε το
ουσιαστικό για να θεραπεύσει τις αιτίες, σαν να έχει παραιτηθεί από κάθε
προσπάθεια αλλαγής της μοίρας του.
Το ταμπού της Δημογραφίας και η
Αριστερά
Καθισμένη πάνω στην “ωρολογιακή
βόμβα” του δημογραφικού προβλήματος η Ελλάδα φαίνεται να μην κάνει καμιά σοβαρή
προσπάθεια για να αλλάξει το γκρίζο μέλλον της, βελτιώνοντας τη δημογραφική της
εικόνα. Γι' αυτό η δημογραφική της κατρακύλα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Στη
δημογραφία, ως γνωστόν, το λόγο έχουν οι αριθμοί και οι αριθμοί λένε πως το
“παιχνίδι” έχει ήδη κριθεί. Το 2050 μας είναι ήδη γνωστό. Με βάση τα αδυσώπητα
δημογραφικά δεδομένα στην καλύτερη περίπτωση ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει
μειωθεί κατά 1-1,5 εκατομμύρια και θα είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Η μέση
ηλικία του θα ξεπερνά τα πενήντα χρόνια. Η Ελλάδα του 2050 θα είναι ένα
τεραστίων διαστάσεων “γηροκομείο”, όπου οι Έλληνες άνω των 60 ετών θα είναι
διπλάσιοι σε αριθμό από τους νέους κάτω των 20 ετών.
Ακόμη και στη χώρα της καταγωγής
της, η λέξη δημογραφία παραμένει ταμπού. Αν και τα στοιχεία της σχετικά με το
μέλλον των Ελλήνων είναι αμείλικτα, η δημογραφία τείνει ν’ απωθείται συλλογικά
και ν’ αντιμετωπίζεται σχεδόν με καχυποψία. Κατά περίεργο τρόπο η δημογραφία
θεωρείται “Δεξιά” επιστήμη, με τους φανατικούς της να κραυγάζουν για την αύξηση
της γεννητικότητας –έχοντας κατά νου πολυμελείς οικογένειες με λευκά,
ροδομάγουλα μωρά–, να γκρινιάζουν για την έκπτωση των οικογενειακών ηθών και
για την εξαφάνιση της “ελληνικής φυλής”.
Χωρίς αμφιβολία η δημογραφία
χρειάζεται μια “εξ αριστερών αποκατάσταση”. Με μια, θα έλεγε κανείς, ελαφρότητα
η Αριστερά έχει εγκαταλείψει στη λαϊκιστική δεξιά το μονοπώλιο θεμάτων όπως η
δημογραφία. Αυτό είναι ξεκάθαρο πως πρέπει να αλλάξει. Η Αριστερά στην Ελλάδα
διατηρεί ισχυρές πνευματικές δυνάμεις και χειρίζεται ορθολογικά διανοητικά
εργαλεία που μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ερμηνεία των δημογραφικών
φαινομένων και στην ανεύρευση τρόπων για αποτελεσματική επίλυση του
προβλήματος. Επί παραδείγματι ενώ η Δεξιά εξηγεί την υπογεννητικότητα ως
αποτέλεσμα “κατάρρευσης των αξιών” και “ηθικής παρακμής”, η Αριστερά κάνει λόγο
για αλλοτρίωση των εργαζομένων, για αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις της
καπιταλιστικής κοινωνίας, για κατάρρευση του Κοινωνικού Κράτους κ.α.. Η
Αριστερά είναι σε θέση να εξορθολογικοποιήσει τα δημογραφικά προβλήματα και να
προτείνει ρεαλιστικές και αποτελεσματικές λύσεις σε αυτά.
ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ (2013-2017)
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει
άλλωστε πως η δημογραφία είναι θύμα των φανατικών της, οι οποίοι συχνά
καταστροφολογούν, ενώ θα έπρεπε να ερμηνεύουν ψύχραιμα τα δεδομένα. Ακόμη όμως
και ο πιο ψύχραιμος αναλυτής δεν θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος γνωρίζοντας
πως, αν η υπογεννητικότητα και η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού συνεχιστεί,
τότε σε 2-3 γενιές θα υπάρχουν πολύ λιγότεροι και πιο ηλικιωμένοι Έλληνες στα
νότια Βαλκάνια. Αν δεν αναστραφούν οι υπάρχουσες τάσεις, η γεννητικότητα δεν
ανακάμψει και η χώρα δεν δεχθεί μια συνεχόμενη γενναία ενίσχυση από “νέο αίμα”
εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, τότε η Ελλάδα του 2050 δεν θα είναι παρά μια
σκιά του εαυτού της, γερασμένη και απαθής. Μέχρι τότε η χώρα μας θα περάσει
πολλά στάδια δημογραφικής κατάπτωσης και πληθυσμιακής αποσάθρωσης, με πρώτο και
σημαντικότερο την ερημοποίηση της ελληνικής υπαίθρου.
Η δημογραφική ερημοποίηση της
ελληνικής υπαίθρου
Η μέση ηλικία των κατοίκων των
αγροτικών περιοχών της Ελλάδας αγγίζει πλέον τα 57 χρόνια, γεγονός που
προδιαγράφει ένα όλο και πιο γκρίζο μέλλον. Αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται
χρόνο με το χρόνο και φαίνεται πως πλησιάζουμε στο σημείο δίχως επιστροφή, αν
και οι πιο απαισιόδοξοι δημογράφοι υποστηρίζουν πως το έχουμε ήδη περάσει. Η
ελληνική ύπαιθρος αργοπεθαίνει και μοιάζει με πληθυσμιακή έρημο, καθώς τα
δημοτικά σχολεία στα χωριά κλείνουν, ενώ τα νεκροταφεία είναι ασφυκτικά γεμάτα.
Οι δημογραφικές τάσεις της
Ελλάδας, η οποία είδε εδώ και μια 40 χρόνια τη γεννητικότητα της να
συρρικνώνεται κατά 40% και τη θνησιμότητά της να αυξάνει κατά 25% λόγω της
γήρανσης του πληθυσμού, επιτρέπουν την ασφαλή πρόβλεψη τουλάχιστον μέσα στον
ορίζοντα μιας γενιάς. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να γνωρίζουμε ήδη το 2030.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είμαστε 10,3 εκατομμύρια, δηλαδή 500.000 λιγότεροι
απ’ ότι σήμερα (10,8 εκατομμύρια κάτοικοι το 2018). Το 2050, όταν ο παγκόσμιος
πληθυσμός θα έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 25% και οι περισσότεροι από εμάς θα
ζούμε ακόμη, πιθανότατα θα είμαστε μόλις 9,2 εκατομμύρια (ίσως και 8,9
εκατομμύρια), και στην πλειοψηφία μας γέροι. Κοντολογίς μέσα σε μισό αιώνα η
χώρα μας θα έχει χάσει σχεδόν δύο εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς την παραμικρή
πολεμική σύρραξη. Το σύστημα συνταξιοδότησης θα φθάσει και πάλι στα πρόθυρα
έκρηξης, καθώς το φιτίλι έχει ήδη ανάψει, εφόσον οι συνταξιούχοι του 2060 έχουν
ήδη γεννηθεί...
Η απουσία μιας υπεύθυνης και
γενναιόδωρης δημογραφικής πολιτικής εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας, σε
συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, οδηγεί την Ελλάδα να μαστίζεται από μια
πρωτοφανή υπογεννητικότητα. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη αυτό να αλλάξει και να
διορθωθεί. Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, σ’ έναν κόσμο
αβεβαιότητας και μεταβατικότητας, η Ελλάδα μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια χώρα
που θυσιάζει το μέλλον της για χάρη του παρόντος. Αδυνατώντας να αναπαράγει τον
πληθυσμό της, και χωρίς να έχει μια ορθολογική πολιτική εισδοχής και
ενσωμάτωσης μεταναστών, η Ελλάδα γερνά, γίνεται “γκρίζα” και αποκτά όλο και
περισσότερα τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που εστιάζεται στο παρόν και όχι
στο μέλλον. Έτσι, ακόμη κι αν τα καταφέρει και ανακάμψει οικονομικά και να
γίνει αρκετά πλούσια, η άτεκνη και γκρίζα Ελλάδα θα είναι μια χώρα με αβέβαιο
μέλλον, σ' ένα αβέβαιο και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι
συγγραφέας και δημοσιογράφος.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου