Γράφει ο Πέτρος Μανταίος
Μια οκά ayva (κυδώνι), μια οκά
ζάχαρη, μέλι, μοσχοκάρφια, καθαρισμένα αμύγδαλα και χυμός λεμονιού… Τα υπόλοιπα
αφήνονται στη νοικοκυρά Ιστορία και στην παραδουλεύτρα Παράδοση. Εκ παραδόσεως,
το γλυκό κυδώνι δεν έλειπε από κανένα νοικοκυρόσπιτο του Αϊβαλιού [των
Κυδωνιών] της Μικρασίας. Ούτε –μετά το Διωγμό– από κανένα προσφυγόσπιτο
Αϊβαλιώτισσας σε μαχαλά της Αθήνας. Σε τέτοιο μεγάλωσα. Και η θεία Στάσα,
αδελφή του πατέρα, έφτιαχνε το ωραιότερο γλυκό κυδώνι του κόσμου, στο ευωδιαστό
σπίτι της στα προσφυγικά του Γηροκομείου, που το έκανε αναρρωτήριο ο ΕΛΑΣ στα
Δεκεμβριανά και το βαρέσανε με κανόνι οι Εγγλέζοι από τον Λυκαβηττό· φυλαγμένα
είχε τα θραύσματα της οβίδας η θεία· μας τα έδειχνε: «Να μην ξαναγίνουν αυτά,
μωρέλια μ’!».
«Στους αγαπημένους που έφυγαν»
αφιερώνει ο Αλέξανδρος Κεφαλάς το μυθιστόρημά του «Γλυκό Κυδώνι» (εκδόσεις
Τσουκάτου). Το ξεκινάει με την παραδοσιακή συνταγή του αϊβαλιώτικου γλυκού
κυδώνι. Οταν πήγα στο Αϊβαλί, αρχές 21ου αιώνα, προσκύνημα στον τόπο καταγωγής,
το πρώτο που μου έδειξαν ήταν η τεράστια, παραθαλάσσια έκταση με τις κυδωνιές,
που χάρισαν το όνομα σ’ αυτή την πιο ελληνική ίσως πόλη της Μικρασίας.
Ελάχιστες πια κυδωνιές απέμεναν
τότε, κι αυτές γερόντισσες. Αμφιβάλλω αν θυμόντουσαν το παραθαλάσσιο οίκημα
ανάμεσά τους, ερείπιο πια, όπου τότε, με το Διωγμό, διέρχονταν και
σφραγιζόντουσαν οι πρόσφυγες (οι «πρόσφυγοι», τους έλεγαν στη γειτονιά). Οσοι
επέζησαν. Ο παππούς, ο Γιώργος, χάθηκε στα Τάγματα Εργασίας. Ο θείος
Παναγιώτης, ο μικρότερος, πέθανε εν πλω· θάφτηκε κάπου στην Ερμούπολη.
Εξαιρετική η αφήγηση, γνώσης και
πόνου, του Κεφαλά. Το Αϊβαλί της ακμής, της άνθισης και της ερήμωσης. Νοσταλγία
χωρίς νόστο. Το άλγος μόνο, γυμνό. Και η ελπίδα. Είναι θαύμα πώς επιβίωσε όλος
αυτός ο κόσμος!
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου