γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Γράφτηκαν πολλά και θα
συνεχίζονται να γράφονται για τη δικαστική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2020. Για
τη νίκη της δημοκρατίας, για την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, για την ελπίδα σε
ένα μέλλον καλύτερο. Πολλοί θα οικειοποιηθούν τη νίκη αυτή -που είναι μόνο μια
νίκη σε έναν πόλεμο για το δίκαιο και τη δημοκρατία και τα δικαιώματα και τον
σεβασμό στον άνθρωπο.
Δεν πειράζει, ας την
οικειοποιηθούν. Οι πραγματικοί νικητές είναι αυτοί που αγωνίστηκαν για να την
πετύχουν, που δούλεψαν πάνω από πέντε χρόνια για να αποδείξουν την αλήθεια,
κόντρα στη δυσπιστία των πολλών, κόντρα στο απύθμενο θράσος των εμπαθών και των
εγκληματιών, κόντρα ακόμα και στον φόβο -ομολογημένο και ανομολόγητο. Γιατί
έτσι είναι, μπορεί να ξέρεις ότι κάνεις αυτό που πρέπει, αλλά ποτέ δεν μπορείς
να είσαι σίγουρος ότι θα πετύχεις, όσο και αν προσπαθήσεις. Αλλά μόνο να
προσπαθείς μπορείς.
Αυτό που άκουσα και συμφώνησα
-από πολλά στόματα, άρα δεν είμαι μόνη- είναι ότι δεν αρκεί να μπουν στη φυλακή
αυτοί που επιβουλεύονται τη Δημοκρατία, αυτοί που δεν διστάζουν να σηκώσουν το
όπλο για να σκοτώσουν αυτό που δεν τους αρέσει, που είναι διαφορετικό. Αυτό που
πρέπει να γίνει είναι να εξαλειφθούν οι αιτίες που δίνουν χώρο ώστε να
αναπτύσσονται αυτά τα φαινόμενα: η φτώχεια, η ανισότητα, η αδικία, η έλλειψη
παιδείας. Ουσιαστικής παιδείας, με επίκεντρο τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή και
όχι τους αριθμούς.
Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει άλλη
φορά που να ακούστηκαν ταυτόχρονα τόσα πολλά χειροκροτήματα για την απόφαση
ενός δικαστηρίου, ούτε αν δάκρυσαν τόσα μάτια και αν ρίγησαν τόσα σώματα, μετά
την κραυγή της Μάγδας Φύσσα: «Τα κατάφερες, γιε μου…».
Σ’ αυτήν τη δουλειά που κάνουμε,
και παρακολουθώντας τα ρεπορτάζ από τα πεντέμισι χρόνια της δίκης, πολλές φορές
ακούσαμε από τον κοινωνικό περίγυρό μας: «Σιγά μην τους αγγίξουν». Κι ενώ οι
περιγραφές από την ακροαματική διαδικασία μάς έκαναν να ανατριχιάζουμε, πάντα
το βλέμμα μας αναζητούσε στις θέσεις του ακροατηρίου μια γυναίκα, η οποία δεν
έλειψε ούτε μια μέρα από το δικαστήριο, χωρίς να την ενδιαφέρει αν είναι μια απλή
Δευτέρα ή Τρίτη ή μέρα γιορτής. Την Κυρία Μάγδα, με κεφαλαίο Κάππα, που έβλεπε
μόνο μπροστά, μόνο προς τη δικαίωση.
Που η απώλειά της έγινε
κινητήριος δύναμη και στο πρόσωπό της είδαμε το πρόσωπο κάθε μάνας. Της
μάνας-πρόσφυγα που χάνει το παιδί της στα νερά της Μεσογείου, της μάνας του
στρατιώτη που το παιδί της πεθαίνει στο μέτωπο, της μάνας που βλέπει το παιδί
της να λιώνει από μια αρρώστια, και όμως του χαμογελάει, για να μη χάσει εκείνο
την ελπίδα του και σταματήσει να μάχεται.
«Να μη σου τύχει, παιδάκι μου»,
έλεγε η γιαγιά μου, που είχε επίσης χάσει ένα παιδί -από αρρώστια εκείνη. «Να
μη σου το δώσει η μοίρα».
Στην κυρία Μάγδα Φύσσα και σε
όλες τις μάνες που ταυτίστηκαν με τον αγώνα της -μαζί με όλους τους άλλους που
συντάχθηκαν πίσω της- νομίζω ταιριάζει ένα ποίημα που μοιάζει σχεδόν με ευχή.
«Η μητέρα μου στην εκκλησιά»
Αλλαξε την μπόλια της η μητέρα
μου κι ετοιμάστηκε / να πάει στην εκκλησία. / Καθαρή σαν αστέρι, / παρ’ όλα τα
μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα / σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του
ήλιου / και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου /... τι είναι ο
ήλιος. / Τον φαντάζεται αγάπη / που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα
μου. / Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες, / δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα. /
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά. / Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό / κι η φωνή
της καμπάνας είναι γλυκιά. / Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα / φαίνονται
φρέσκα, δείχνουν αλλιώς. Νικηφόρος Βρεττάκος
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου