γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Ετσι γίνεται με τις συνόδους
κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι ηγέτες της μπορεί να ξημερώνονται γύρω από το
τραπέζι, για να αλλάξει μια φράση- ακόμα και μια λέξη- από μια ανακοίνωση που
θα εκδώσουν. Καμιά φορά η αλλαγή μπορεί να είναι σημαντική, ιδιαίτερα αν
σχετίζεται με οικονομικά θέματα. Όμως, αν έχει σχέση με διπλωματικά, μπορεί η
συζήτηση να είναι περί όνου σκιάς.
Πριν κάν γίνει η σύνοδος σχεδόν όλοι γνώριζαν
ότι οι περισσότεροι ευρωπαίοι ηγέτες, με πρώτη την Ανγκελα Μέρκελ, διαφωνούν με
την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Ετσι, η επιδίωξη μόνο της Ελλάδας και της
Κύπρου ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Παρά την ακραία ρητορεία του Ερντογάν,
την οποία έχει αποδοκιμάσει φραστικά μόνο ο Εμανουέλ Μακρόν, οι Ευρωπαίοι δεν
θεωρούν σκόπιμο να τιμωρήσουν την Τουρκία με οικονομικές κυρώσεις, τις μόνες
που μπορεί να την πονέσουν. Για τρεις λόγους:
Πρώτον, διότι θεωρούν ότι έτσι
ίσως εξωθήσουν τον Ερντογάν σε ακόμα πιο
ακραία συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μέρκελ άφησε σαφώς να εννοηθεί
ότι την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε πολεμικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας.
Δεύτερον, διότι οι ευρωπαίοι και
πρωτίστως οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι ο Ερντογάν μπορεί να ξανανοίξει την
στρόφιγγα του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Γι’ αυτό η Μέρκελ είπε στη γερμανική
Βουλή ότι η Τουρκία επιτελεί ένας «θαυμαστό και αξιοσημείωτο» έργο φιλοξενώντας
τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες. Και
Τρίτον, διότι οι περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες έχουν μεγάλο οικονομικό νταραβέρι με την Τουρκία. Μεταξύ
άλλων, πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες είναι εγκατεστημένες εκεί και τα
οικονομικά μεγέθη είναι πολύ υπολογίσιμα.
Ετσι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις,
με προεξάρχουσα την γερμανική, επιδιώκουν να έχουν ελεγχόμενο τον Ερντογάν. Γι’
αυτό και η πίεση προς την Ελλάδα να κάτσει σε ένα τραπέζι διαλόγου με την
Τουρκία είναι ήδη εμφανής και θα ενταθεί το επόμενο διάστημα. Σε φραστικό επίπεδο
θα υπάρχει κάποια γενική καταδίκη της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας,
αλλά μονίμως θα υπάρχει και η προτροπή για διάλογο που θα εκτονώσει την ένταση.
Αλλωστε, το ίδιο κάνουν και οι Αμερικανοί, μολονότι ο Ερντογάν τους έχει κάνει
πολλά χουνέρια, τα οποία παλιότερα δεν θα γίνονταν δεκτά από μια χώρα μέλος του
ΝΑΤΟ. Την οδό του διαλόγου υπέδειξε μόλις προχτές και ο υπουργός Εξωτερικών των
ΗΠΑ Μάικ Πομπέο παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Επομένως, η όποια φραστική
διατύπωση στην ανακοίνωση του Συμβουλίου Κορυφής της Ε.Ε έχει σχετική αξία,
εφόσον οι ευρωπαίοι ηγέτες κινούνται με γνώμονα τις ισορροπίες στις σχέσεις με
την Τουρκία, μεταφέροντας έτσι στην Ελλάδα την πίεση για διάλογο. Η κυβέρνηση
Μητσοτάκη έχει μεν αποδεχθεί κατ΄ αρχήν την πρόταση για διάλογο(ήδη
ανακοινώθηκε ότι στο ΝΑΤΟ συζητείται κάποιος μηχανισμός αποτροπής συγκρούσεων),
αλλά θα είναι πολύ δύσκολο να πάρει μέρος σε αυτόν, αν η Τουρκία επιμείνει να
θέσει «απαγορευμένα» για την Ελλάδα θέματα, όπως είναι η αποστρατιωτικοποίηση
των νησιών του Αιγαίου.
Ετσι, πιθανότερη εξέλιξη θεωρείται να αρχίσει ένα
νέος γύρος διερευνητικών επαφών, αλλά με άγνωστη διάρκεια και κατάληξη. Οι
Ευρωπαίοι θα είναι ικανοποιημένοι, διότι θα μειωθεί για κάποιο διάστημα η
ένταση στην ανατολική Μεσόγειο. Αλλά κάποιο βήμα περαιτέρω είναι δύσκολο να
γίνει, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2021 οπότε θα αναλάβει ο νέος πρόεδρος
των ΗΠΑ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί το
κείμενο της ανακοίνωσης που κατάφερε να εκδώσει η σύνοδος κορυφής. Ελλάδα και Κύπρος δηλώνουν ικανοποιημένες,
αλλά και ο Ερντογάν δεν έχει κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένος, αφού οι
κυρώσεις για την Τουρκία αποσύρθηκαν από το τραπέζι, αλλά επιβλήθηκαν στην…
Λευκορωσία, η οποία δεν απειλεί κράτος -μέλος της Ενωσης.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες επέλεξαν μια «ευμενή
ουδετερότητα» προς την Ελλάδα και την Κύπρο, δύο μέλη-να μην το ξεχνάμε- της
Ενωσης. Την στάση τους περιγράφει
καλύτερα η γνωστή παροιμιώδης φράση:
«Και με τον αστυφύλαξ και με τον
χωροφύλαξ».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου