Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

«Πριν από ένα αγχώδες τέλος»

 


γράφει ο ΑντώνηςΑνδρουλιδάκης   

 

Καθώς το άγχος δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα συναίσθημα από το μέλλον ή μάλλον ένα συναίσθημα που προβλέπει το δυσοίωνο μέλλον, αντιλαμβάνεται κανείς τι περίπου συμβαίνει στον ανθρώπινο ψυχισμό, όταν το δυσοίωνο αυτό μέλλον επιβεβαιώνεται καθημερινά στο παρόν. Πρόκειται για μια «δικαίωση» του άγχους. Κάτι σαν να λέμε, δικαίως αγχωθήκαμε.

 

Με τον τρόπο αυτό, καθώς το άγχος και η εύλογη ανησυχία -για μια πιθανή απειλή- δικαιώνονται, ο άνθρωπος δεν έχει άλλη οδό διαφυγής παρά την δυσλειτουργική αποφυγή, την απόσυρση ή την διαφυγή σε λογής «καταφύγια». Η ιδιώτευση, η επιμελημένη και «φρόνιμη σύνεση» της αυτολογοκριμένης σιωπής ή η πρόσδεση σε διανοητικοποιημένες ιδεοληπτικές καταφυγές είναι η πολιτική έκφραση αυτής της ψυχολογικής πραγματικότητας. Μπορείς να «ποστάρεις», για παράδειγμα, δεκάδες φωτογραφίες με μαγευτικές παραλίες στα κοινωνικά δίκτυα, μπορείς να «εξαφανίζεσαι από προσώπου γης» και να «χάνεσαι ρε σύντροφε», μπορείς να κάνεις και καμιά επαναστατική γυμναστική, καταγγέλλοντας ό,τι μοιάζει να αντιβαίνει την ιδεολογική σου περιχαράκωση ή έστω να ανακουφίζεσαι προσωρινά, αλλά, νομίζω, όλο και πιο πολύ, μπορούμε τώρα να καταλάβουμε -και να το ομολογήσουμε- ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από την βαθιά ανάγκη μας να διαφύγουμε του υπαρξιακού μας άγχους, που μοιάζει να δικαιώνεται όλο και πιο πολύ.

 

Ωστόσο, υπάρχουν και γνωστικές αντιδράσεις καθώς γίνεται όλο και πιο εμφανής η αρνητική μας αυτο-αξιολόγηση. Σχεδόν δεν υπάρχει συζήτηση που να μην ξεκινά ή να μην τελειώνει με ένα «δεν είναι χώρα αυτή», «δεν είμαστε λαός εμείς», «αυτά μόνο εδώ» και λοιπά, για να μην αναφέρουμε τα πιο πρόσφατα «γίδια», «πρόβατα» και άλλα υποτιμητικά αμνοερίφια. Και, βέβαια, αυτή η συνεχής αρνητική αυτο-αξιολόγηση της συλλογικότητας μας δεν μπορεί παρά να πυροδοτεί παραπέρα άγχος και ανησυχία, καθώς τα προβλεπόμενα γεγονότα ορίζονται πλέον όλο και πιο πολύ απειλητικά και επικίνδυνα, ενώ εμείς ανεπαρκείς να τα αντιμετωπίσουμε.

 

Βλέπεις, δεν έφτανε η δεκαετής μνημονιακή λεηλασία, δεν έφτανε η πανδημία και οι οδυνηρές της πολυεπίπεδες συνέπειες, ήρθε και το τουρκικό κερασάκι στην μεταπολιτευτική τούρτα που το πολιτικό σύστημα πέταξε στα μούτρα του Λαού μας.

 

Και κάπως έτσι ένας ολόκληρος λαός πλημμυρισμένος με αγχώδη συναισθήματα και με την χειρότερη δυνατή εικόνα για την ίδια του την ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να τροφοδοτεί έτι περαιτέρω τον συλλογικό ψυχισμό με άγχος, ανησυχία και αβεβαιότητα σ’ ένα αλληλοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο. Μια ολόκληρη κοινωνία παγιδευμένη σε μια γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, ανησυχεί για τα μελλοντικά γεγονότα, προβληματίζεται για την επάρκεια της να τα αντιμετωπίσει και καταλήγει, ως εκ τούτου, σε μια διαρκή και ακόρεστη ανάγκη για να επιβεβαιώσει την ανεπάρκεια της!

 

Σαν τα σκυλιά στα πειράματα των εξαρτημένων ανακλαστικών του Παβλόφ -που έτρεχαν τα σάλια τους στο άκουσμα ενός κουδουνιού που είχε ταυτιστεί με την ώρα του φαγητού, ακόμη και όταν η τροφή δεν εμφανίζονταν – ένας ολόκληρος λαός πλημμυρίζει με άγχος στο άκουσμα των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων ή των hoaxnews του διαδικτύου και στέκει ανήμπορος και «παγωμένος» μπροστά στις πολλαπλές απειλές. Όπως ένα άτομο που είναι κλειδωμένο στο υπόγειο ενός ψυχοπαθή και υπομένει καθημερινά βασανιστήρια, έτσι και η συλλογική μας σιωπή-ανοχή μπορεί να εξηγηθεί μόνο από αυτήν την μαθημένη μας αγχώδη αναξιότητα. Αυτό, δηλαδή, που κάποιος μας εκπαίδευσε να νιώθουμε αγχωμένοι και ανάξιοι.

 

Πρόκειται για το μοντέλο που μελέτησαν –διερευνώντας το παιδικό άγχος- οι Vasey & Dadds το 2001 ως «εκλυτικό γεγονός» που προδιαθέτει, ελκύει και ενισχύει την ανάπτυξη του άγχους και συνίσταται σε μια «επίκτητη αντίδραση σε ένα επαναλαμβανόμενο τραυματικό γεγονός». Δηλαδή, το τραύμα των μνημονίων και η συνεχής έκθεση του λαού μας σ’ αυτό, αλλά και το τραύμα της πανδημίας σε συνδυασμό με το χρόνιο τραύμα του ’74 (ή μήπως του ’22;) προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μια επίκτητη αγχώδη αντίδραση, συνοδευόμενη από μια βαθιά αίσθηση αναξιότητας, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία μιας ακόμη απόπειρας επούλωσης του 2015. Βεβαίως, πιθανόν προϋπήρξε μια μορφή προδιάθεσης, μια ιδιότυπη μορφή συλλογικής αναστολής, που «οικοδομήθηκε» στην μεταπολιτευτική περίοδο.

 

Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έκανε και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να ενθαρρύνει τις συμπεριφορές αποφυγής, ενισχύοντας τα συναισθήματα αδυναμίας, φόβου και αναξιότητας του Λαού μας, εμποδίζοντας τον να αναπτυχθεί με έναν τρόπο που θα ήταν αναγκαίος για να ξεπεραστούν οι φόβοι και να κατακτηθούν οι απαραίτητες ικανότητες στα πεδία της παραγωγής, της δημιουργικότητας, της πολιτικής συμμετοχής και της αληθινής κοινωνίας. Και δυστυχώς πλατιά και προοδευτικά λαϊκά στρώματα λειτουργούν ανεπίγνωστα ως ιμάντες διάχυσης-κοινωνικής «μόλυνσης» αυτής της ιδιότυπης συλλογικής μας αναξιότητας. Γιατί, καθώς ορίζεις τους Άλλους ως «γίδια», ενώ προσδοκείς εσύ να γίνεσαι ο ώριμος καταγγέλλων, στο τέλος μάλλον καταλήγεις να γίνεσαι το σκυλί του αφεντικού, δηλαδή ο διεκπεραιωτής της κοινωνικής του μηχανικής. Μιας κοινωνικής μηχανικής που δεν έχει άλλο στόχο από την καθήλωση του Λαού σε μια θέση υποταγής, μέσω της ενίσχυσης του αισθήματος της συλλογικής του ανεπάρκειας.

 

Στο κρίσιμο ερώτημα πώς ανατρέπεται η κατάσταση αυτή, δεν έχει παρά να στραφεί κανείς στην αποδόμηση των παραγόντων εκείνων που λειτουργούν αλληλεπιδραστικά σωρεύοντας άγχος, αναξιότητα και εκ νέου, ως εκ τούτου, άγχος και αναξιότητα. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, την άρση των συμπεριφορών αποφυγής, την άρνηση των καταφυγίων και των διαφυγών μας, τον περιορισμό των γνωστικών προκαταλήψεων απέναντι σε κάθε είδους απειλή και την οριστική διακοπή της συνεχούς έκθεσης μας τόσο στο μνημονιακό τραύμα όσο και στα νεότερα που επισωρεύονται αθροιστικά.

 

Χρειαζόμαστε με άλλα λόγια, την ενθάρρυνση μιας γνήσιας πολιτικής συμμετοχής, την πραγματική επαφή με τις πραγματικές απειλές και την αποσαφήνιση της αντικειμενικής σοβαρότητας κάθε μιας, αλλά και την απαλλαγή από τις τραυματικές συνεπαγωγές τους. Χρειαζόμαστε επίσης την άμεση διακοπή της αρνητικής αυτοαξιολόγησης-επίκρισης-ενοχοποίησης του Λαού μας και του μανιώδους εντοπισμού των «λίγων» μας. Η αποδόμηση αυτών των παραγόντων μπορεί να οδηγήσει στον ραγδαίο περιορισμό του συλλογικού άγχους και της αρνητικής αυτο-εικόνας του ελληνικού συλλογικού. Και αυτό ίσως είναι ένα σοβαρό πολιτικο-κοινωνικό πρόταγμα.

 

Σε αντίθετη περίπτωση, το καθοδικό αγχώδες σπιράλ που άνοιξε η μεταπολίτευση θα συναντηθεί βίαια με την εξάλειψη της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αν υπήρξε ποτέ τέτοια. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον είναι προτιμότερη μια κάποια αγχώδης αρχή, παρά ένα δίχως τέλος άγχος, που κάποια στιγμή τελειώνει τελεσίδικα…    

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *