γράφει ο Κώστας Κάππας
Η Νότιος Αφρική μπορεί να γνώρισε
μια εσωτερική εθνικοαπελευθερωτική ανατροπή με την κατάργηση του apartheid και
την διακυβέρνηση της χώρας από μαύρους πολιτικούς, αλλά παραμένει βαθιά
καπιταλιστική με όσα αυτό συνεπάγεται: Οικονομικός γίγας, αλλά με τεράστιες
κοινωνικές ανισότητες, καθώς η ανεργία αγγίζει το 40%, πλήττοντας κυρίως τον
μαύρο πληθυσμό των πόλεων. Δεν είναι άσχετο με την κατάσταση αυτή το πρόσφατο ξενοφοβικό
κύμα βίας, όπου δέκα μετανάστες εργάτες δολοφονήθηκαν από το αγριεμένο πλήθος.
Στην ύπαιθρο η κατάσταση δεν
είναι καλύτερη, καθώς η θνησιγενής αγροτική μεταρρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα το
75% των καλλιεργήσιμων ιδιωτικών εκτάσεων να παραμένουν στα χέρια 30.000
πλουσίων λευκών κτηματιών. Αυτό το ποσοστό
αντιστοιχεί σε 280 εκατομμύρια στρέμματα σε σύνολο 370 εκατομμυρίων.
Οι εργάτες γης, πολλοί από τους
οποίους ζουν σε παραπήγματα χωρίς τρεχούμενο νερό αλλά ξεδιψούν με υδροφόρα,
εργάζονται για έναν μηνιαίο μισθό μεταξύ 1500 και 3000 rands (90 με 185 ευρώ),
αρκετά χαμηλότερα από τον ελάχιστο μισθό των 3500 rands (215 euros) όπως
καθορίστηκε τον Ιανουάριο του 2019. Ούτε λόγος για μετακόμιση στην πόλη, όπου
στις παραγκουπόλεις (“townships”)-δορυφόρους βασιλεύει η απόλυτη φτώχεια, η
ανεργία και οι συμμορίες. Επιπλέον η φυγή από τα χώματα των προγόνων τους θα
σβήσει και τα λίγα δικαιώματα που έχουν στην γη που ζουν και καλλιεργούν.
Συχνά οι εργάτες γης πληρώνονται
όχι με χρήματα αλλά με αγροτικά προϊόντα. Οι δε εποχικοί εργάτες μένουν χωρίς
πληρωμή σε χρήμα ή σε είδος, για μήνες ολόκληρους. Η μηχανοποίηση της αγροτικής
εργασίας έχει κάνει ακόμα πιο δύσκολη την ζωή των μαύρων εργατών. Έως πρόσφατα
αντιστοιχούσε ένας εποχικός εργάτης γης ανά 10 στρέμματα, σήμερα αντιστοιχεί
ένας ανά 20 στρέμματα. Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις από τους επιστάτες είναι
συχνές, η δε πρόσβαση στους παρακείμενους τάφους των προγόνων εμποδίζεται με
κάθε τρόπο και πρόσχημα, δίνοντας αφορμή για διαμάχες και συγκρούσεις.
Οι πρώτοι ευρωπαίοι άποικοι στην
Νότιο Αφρική ήταν Ολλανδοί κτηνοτρόφοι οι οποίοι έφτασαν τον 17ο αιώνα. Οι
απόγονοί τους οι “Boers” (“χωρικοί” στα ολλανδικά) oμιλούν την “afrikaans”
(ιδίωμα της ολλανδικής / δυτικής γερμανικής), εξ’ ου και η ονομασία τους
“Afrikaners”, ρίζωσαν, έγιναν κτηματίες, πλούτισαν και κυβέρνησαν με το
μαστίγιο την χώρα έως το 1994, έχοντας υποδουλώσει εκατομμύρια μαύρους
ιθαγενείς. Η κατοχή από τους Boers της καλλιεργήσιμης γης της αχανούς αυτής
χώρας, θεσπίστηκε ακόμη και στο Σύνταγμα της Νοτίου Αφρικής μετά από τον πόλεμο
Μ. Βρετανίας–Boers (1899-1902). Νικητές και νικημένοι επανασυνδέθηκαν και
έγιναν σύμμαχοι στην πλάτη των ιθαγενών, φτηνό ανθρώπινο δυναμικό για την γη
που άρπαξαν και οι δύο μαζί.
Το 1913, ο νόμος για την γη
(“Natives Land Act”) περιόρισε την κατοχή καλλιεργήσιμων εκτάσεων από τους
ιθαγενείς στο 7% του συνόλου (επεκτάθηκε σε 13% το 1936). Με αυτόν τον τρόπο,
τέσσερα εκατομμύρια αγρότες μετατράπηκαν από μικροκτηματίες σε εργάτες, στην
ίδια τους την γη ή ανθρακωρύχοι.
Παρ’ όλο που το 1912 το African
National Congress (ANC) ιδρύθηκε ως αντίδραση στην “Natives Land Act”, στην
δεκαετία του 90, ως κυβερνητικό κόμμα πλέον, απαρνήθηκε κάθε σοσιαλιστική
προοπτική και στράφηκε στον “νεοφιλελευθερισμό” για να προσελκύσει ξένα
κεφάλαια. Η πολιτική αυτή συμπαρέσυρε και ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό την
υπεσχημένη αγροτική μεταρρύθμιση. Χαρακτηριστικά, ενώ το 1996 η κυβέρνηση είχε
υποσχεθεί να επαναδιανείμει στους ακτήμονες το 30% της γης σε 5 χρόνια, το 2006,
10 χρόνια αργότερα, μόνο το 3,1% είχε διανεμηθεί. Ακόμα και αυτό το ισχνό
ποσοστό δόθηκε σε “ημέτερους” και όχι σε ακτήμονες.
Το ANC απλά πάσχει από έλλειψη
πολιτικής βούλησης. Σκεπτόμενο μόνο δημογραφικά, αδιαφόρησε για τους αγρότες
και επικέντρωσε την δράση του στην στήριξη της μεσαίας τάξης των μαύρων στις
πόλεις.
Εντούτοις το θέμα της αγροτικής
μεταρρύθμισης επανέρχεται στην επικαιρότητα σε κάθε εκλογική περίοδο για δύο
λόγους: α) για να αντιμετωπιστεί η εκλογική άνοδος της ριζοσπαστικής αριστεράς
(44 βουλευτές σε σύνολο 400) η οποία ζητά επίμονα την εθνικοποίηση της γης και
β) λόγω των εντάσεων στην ηγεσία του ANC οι οποίες καλύπτονται με το να
εκτρέπεται τακτικά το λαϊκό ενδιαφέρον στην διαμάχη
‘μεγαλοκτηματίες–ακτήμονες’.
Από την πλευρά των μεγαλοκτηματιών
υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του σημερινού status quo και απειλές. Σύμφωνα με
αυτούς, «Εάν κατασχεθούν τα χωράφια μας θα χαθεί και η τεχνολογία καλλιέργειας
και επεξεργασίας των προϊόντων της γης και η κατάσταση θα θυμίζει Ζιμπάμπουε.
Μην ξεχνάτε ότι οι μεγάλες φάρμες καλύπτουν το 15% της καλλιεργήσιμης γης και
αποδίδουν το 80% της αγροτικής παραγωγής».
Πράγματι, στην γειτονική
Ζιμπάμπουε (πρώην Νότιος Ροδεσία) η γη των λευκών κτηματιών κατασχέθηκε και
δόθηκε στους βεταράνους του πολέμου για την ανεξαρτησία της χώρας και σε φίλους
της κυβέρνησης. Η παραγωγή κατέρρευσε, δεκάδες χιλιάδες εργάτες γης απολύθηκαν
και εμφανίστηκε υπερπληθωρισμός, προκαλώντας τεράστια κοινωνική και
επισιτιστική κρίση.
Οι ίδιοι μεγαλοκτηματίες απειλούν
ότι θα εγκαταλείψουν την Νότιο Αφρική, μαζί με την τεχνογνωσία τους και θα
μετοικίσουν στην Αυστραλία, όπως το έκαναν πολλοί λευκοί νοτιοαφρικανοί το
1994. «Εάν φύγουμε εμείς» προειδοποιούν, «οι συνέπειες θα είναι σαν
χιονοστιβάδα: η αναπόφευκτη πτώση της αξίας της γης θα μειώσει την παραγωγή
(ήδη μειωμένη από την πρωτοφανή ξηρασία η οποία πλήττει την χώρα) και θα
οδηγήσει σε σημαντική άνοδο των τιμών των τροφίμων. Η επανακοστολόγηση του
επιχειρηματικού κινδύνου, θα αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού, θέτοντας
σε κίνδυνο ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα».
Ήδη η επιχειρηματική αβεβαιότητα,
ιδίως σε επενδύσεις γης, έχει οδηγήσει πολλούς νοτιοαφρικανούς επενδυτές να
στρέφονται στην Ζάμπια (βόρεια της Ζιμπάμπουε). Παράλληλα δυσκολεύει το
φιλόδοξο πρόγραμμα της νοτιοαφρικανικής προεδρίας να προσελκύσει 100
δισεκατομμύρια δολλάρια ξένων επενδύσεων στην χώρα. Σε γενικές γραμμές, η
οικονομία κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς, ιδίως από το 2013 και μετά και η
εμπιστοσύνη του διεθνούς κεφαλαίου στην δυναμικότητα της νοτιοαφρικανικής οικονομίας
ευρίσκεται στο ναδίρ.
Αυτές οι απειλές αποτελούν και το
πιο ισχυρό ανάχωμα για τις όποιες αγροτικές μεταρρυθμίσεις θελήσει να εφαρμόσει
η κεντρική κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι να διατηρούνται για δεκαετίες οι
τεράστιες κοινωνικές ανισότητες στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Σε αυτό το καταστροφολογικό
σενάριο, η μεγαλύτερη ένωση αγροτών και εργατών γης της χώρας (AFASA) απάντησε
ότι «Η Νότιος Αφρική δεν είναι Ζιμπάμπουε, είναι κράτος δικαίου. Είμαστε υπέρ
της σύμπραξης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, χωρίς βίαιες καταλήψεις γης. Έχουμε
σκοπό να αποφύγουμε τον πανικό και την φυγή των κεφαλαίων από την χώρα. Η
εμπειρία από την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας το 1994 από την λευκή
μειονότητα στην μαύρη πλειοψηφία μας δικαιώνει. Ας μην ξεχνάμε ότι το αγροτικό
πρόβλημα είναι μια βραδυφλεγής βόμβα η οποία κάποια στιγμή θα εκραγεί».
Όλοι, μέσα από την υποκειμενική
τους θεώρηση των πραγμάτων δικαιώνουν τον εαυτό τους. Οι μεγαλοκτηματίες
εκβιάζοντας και οι αγρότες γης ευχόμενοι. Και οι μεν και οι δε, δεν μπορούν να
αποφύγουν ένα αντικειμενικό συμπέρασμα που πηγάζει από την εμπειρία της
διαπάλης αυτής και από την ανατροπή του apartheid έως σήμερα: μια
εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση ή μια ανατροπή τόσο ριζική όσο αυτή του
apartheid δεν επιτυγχάνει ή δεν ολοκληρώνεται, εάν δεν περιέχει δύο απαραίτητα
στοιχεία τα οποία πρέπει να ικανοποιήσει πλήρως: α) την σαφή σοσιαλιστική
προοπτική και β) την ανάγκη εκπαίδευσης της επαναστημένης γενιάς και της
επόμενης για να μην είναι στο έλεος των αστών και της τεχνογνωσίας τους.
Η Κούβα είναι το παράδειγμα.
Βιβλιογραφία
Cédric Gouverneur, “En Afrique du Sud, la terre
n’éponge pas le sang”, Le Monde diplomatique, Octobre 2019
Martin Bossenbroek, “L’Or, l’Empire et le Sang. La
guerre anglo-boer (1899-1902)”, Seuil, Paris, 2018.
Sabine Cessou, “L’ANC, aux origines d’un parti-État”,
Le Monde diplomatique, Mars 2018.
Colette Braeckman, “ Bataille pour la terre au
Zimbabwe”, Le Monde diplomatique, Mai 2002.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου