Γράφει ο Πιτσιρίκος
Την πρώτη μου χρονιά στο Πανεπιστήμιο, αποφάσισα να βρω μια δουλειά, για να βγάλω χρήματα και να μην επιβαρύνω οικονομικά την οικογένειά μου.
Οι γονείς μου δεν ήθελαν να δουλέψω αλλά εγώ ήθελα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που δούλευα.
Για μερικά χρόνια, στο τέλος του Δημοτικού και τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου, κρατούσα μερικές ώρες της ημέρας ένα μικρό κατάστημα που είχε ο πατέρας μου, ενώ κάποια καλοκαίρια δούλεψα στην οικοδομή.
Πήγα λοιπόν και δούλεψα σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας. Κουβαλούσα βαλίτσες, ενώ στη βραδινή βάρδια ήμουν και τηλεφωνητής. Για να με προσλάβουν, έγραψα στην αίτηση διάφορα ψέματα και πως γνώριζα άπειρες ξένες γλώσσες -αν και μιλούσα μόνο δυο και τα γαλλικά όχι άψογα-, ενώ χρειάστηκε να παρακαλέσω και τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, λέγοντάς του πως έχω μια μάνα άρρωστη ή κάτι τέτοιο, επειδή ο άνθρωπος μου είπε «πότε θα διαβάζεις για το πανεπιστήμιο και τα γαλλικά;».
Τέλος πάντων, με προσέλαβαν -έναν συμφοιτητή μου με τον οποίον είχαμε γράψει τα ίδια ψέματα στην αίτηση δεν τον πήραν- και εγώ ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος.
Δούλεψα σχεδόν έναν χρόνο στο ξενοδοχείο, έκανα κάτι μπράτσα τεράστια, κάτι κοιλιακούς φέτες, νεμήθηκα μια Γερμανίδα που είχε τα μεγαλύτερα βυζιά που έχουν αγγίξει τα αθώα χέρια μου, και έβγαλα ένα σκασμό λεφτά.
Ο μισθός δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος αλλά από τα tips έβγαζα τα τριπλάσια και βάλε. Ήμουν ο νεότερος εργαζόμενος στο ξενοδοχείο -ο επόμενος νεότερος είχε τα υπερδιπλάσια χρόνια από εμένα- και είχα τρελό σουξέ. Οι Αμερικανοί τουρίστες με λάτρεψαν.
Δούλεψα σχεδόν έναν χρόνο στο ξενοδοχείο, έβγαλα τα λεφτά που ήθελα και σταμάτησα, αν και ο διευθυντής δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω.
Αλλά δεν ήταν και για χόρταση· από την κούραση να τα προλάβω όλα, είχα γίνει σκελετός.
Πάντως, από τους φίλους μου ήμουν ο πιο πλούσιος εκείνη την εποχή. Με δικά μου λεφτά, όχι με του μπαμπά μου.
Φυσικά, εκείνο το καλοκαίρι θα μου μείνει αξέχαστο επειδή με έπαιρναν τηλέφωνο όλοι οι φίλοι μου από τα νησιά και εγώ κολυμπούσα κάθε μέρα στον ιδρώτα. Ήμουν 18 χρονών, ε;
Ήξερα πως θα μπορούσα να είμαι κι εγώ μαζί τους αλλά δεν ήθελα. Όχι έτσι.
Αυτό το κείμενο το έγραψα για τους νεαρούς φίλους -πολλοί από αυτούς μου γράφουν- που μπορεί να τα βλέπουν σήμερα όλα μαύρα. Δεν είναι μαύρα. Είναι όλα ζωή. Και ο γιος του Τζον Κένεντι δούλευε στα 15 του παρκαδόρος τα καλοκαίρια, για να μάθει πώς βγαίνουν τα χρήματα. Όταν είσαι νέος, είσαι ανίκητος και αθάνατος. Αλλά δεν το ξέρεις.
(Την ιστορία με το ξενοδοχείο, την έχω γράψει πάρα πολύ σουρεαλιστικά στο παρελθόν: Hotel Memory.)
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου