Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η εξεταστική των ΜΜΕ

Πολλά από τα ερωτήματα που εξακολουθεί να γεννά η υιοθέτηση της πολιτικής των μνημονίων είναι καταγραμμένα ακόμα και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Μεταξύ των πρόσφατων κυβερνητικών εξαγγελιών του Αλέξη Τσίπρα συγκαταλέγεται ως γνωστόν και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το πώς οδηγηθήκαμε το 2010 ως χώρα στο πρώτο μνημόνιο. Είναι φυσικά νωρίς για να εκτιμήσει κανείς τι μπορεί να προκύψει από μια τέτοια προανακριτική διαδικασία, ειδικά όσον αφορά ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες των τότε κυβερνώντων. Αυτό για το οποίο δεν υπάρχει ωστόσο η παραμικρή αμφιβολία είναι τα πολιτικά και κοινωνικά διακυβεύματα που επικαθόρισαν εκείνη την ιστορική ανατροπή. Για τη διαπίστωσή τους δεν απαιτούνται έκτακτες ανακριτικές εξουσίες: αρκεί η προσεκτική αναδίφηση του Τύπου και των ιστολογίων τους κρίσιμους μήνες ανάμεσα στις εκλογές του 2009 και την υπερψήφιση των πρώτων «μέτρων για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το ΔΝΤ» από τη Βουλή των Ελλήνων, το απόγευμα της 6ης Μαΐου 2010.
«Προσγείωση στην πραγματικότητα»
Για το ευρύ κοινό, όλα ξεκίνησαν με τη σαρωτική εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στιςπρόωρες βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009. Νίκη που παρομοιάστηκε από τα ΜΜΕ με εκείνη του 1981, καθώς το ΠΑΣΟΚ απέσπασε 44% έναντι 33,6% της Ν.Δ., κι είχε επιτευχθεί χάρη στην υπόσχεση του Γιώργου Παπανδρέου για μια κεϊνσιανή, αναδιανεμητική οικονομική πολιτική υπέρ των λαϊκών στρωμάτων (το περίφημο «λεφτά υπάρχουν»). Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και τα πρώτα βήματα της νέας κυβέρνησης, με την απόφασή της (3.11.) για χορήγηση «επιδόματος αλληλεγγύης» 700-1.300 ευρώ σε 444.500 πολίτες με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα κάτω των 21.000 ευρώ και μικρότερων επιδομάτων σε άλλους 2.103.000 πολίτες που βρίσκονταν στο (τότε) όριο της φτώχειας. Τα χρήματα θα προέρχονταν από την επιβολή έκτακτης εισφοράς στα κέρδη 300 μεγάλων επιχειρήσεων και την αύξηση του φόρου στις ακίνητες περιουσίες άνω των 600.000 ευρώ.

Πολύ μικρότερη προσοχή είχε δοθεί στις «προειδοποιήσεις» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας και τις πιέσεις τους για τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων. Οταν στις 6.8.2009 δημοσιεύτηκε η έκθεση του ΔΝΤ που καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να επιβάλει δρακόντεια μέτρα λιτότητας, οι μόνες μη οικονομικές εφημερίδες που ανέδειξαν την είδηση σε κύριο θέμα ήταν ο «Ριζοσπάστης» και οι άκρως περιθωριακές «Νίκη» και «Λόγος»˙ οι περισσότερες προτίμησαν να ασχοληθούν με προσφιλέστερα θέματα, όπως το μεταναστευτικό, η «τουρκική απειλή» ή η εγχώρια «τρομοκρατία». Η κυβέρνηση Καραμανλή, που μόλις είχε χάσει την πλειοψηφία στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, προτίμησε πάλι μια ελάχιστα ηρωική έξοδο, προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές στη διετία και πετώντας την καυτή πατάτα στα χέρια του διαδόχου της.
Τρεις βδομάδες μετά τις εκλογές, τη συμμόρφωση της νέας κυβέρνησης ανέλαβαν ως γνωστόν οι διεθνείς «οίκοι αξιολόγησης», με τις αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, μετά την αποκάλυψη των παραπλανητικών«Greek Statistics» των Σημίτη-Καραμανλή. Την αρχή έκανε η Fitch (22.10., 8.12.) και ακολούθησαν η Standard & Poor's (16.12.) και η Moody’s (23.12.). Η δομική αυτή αμφισβήτηση του δόγματος της «ισχυρής Ελλάδας» προκάλεσε μια εξίσου δραματική ανατροπή της στάσης των ΜΜΕ, που από την ένθερμη υποστήριξη των φιλολαϊκών κυβερνητικών εξαγγελιών πέρασαν εν μια νυκτί στην ανοιχτή κατατρομοκράτηση των πολιτών και την απαίτηση για σκληρά μέτρα προκειμένου να κατευναστούν «οι αγορές». Ενώ ακόμη και στις 23.11. τα «Νέα» ζητούσαν π.χ. πρωτοσέλιδα άμεσες προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας («Σε πανδημία με κλειστές εντατικές! Δυο παιδιά έχασαν τη ζωή τους το Σαββατοκύριακο. Αγώνας δρόμου για την πρόσληψη νοσηλευτών»), λίγες μέρες μετά τον τόνο δίνει πλέον παντού ο πανικός μπροστά στην επικείμενη κατάρρευση τραπεζών και ΧΑΑ: «Στα πρόθυρα της υποβάθμισης ετέθη χθες η οικονομία της Ελλάδος» Καθημερινή», 8.12.), «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» («Βήμα», 8.12.), «Κραδασμοί από ντόμινο υποβαθμίσεων. Μπαράζ διεθνών πιέσεων για εφαρμογή σκληρών μέτρων» («Εθνος», 9.12.), «Σφίγγουν τη θηλιά στην ελληνική οικονομία» («Χώρα», 9.12.). Ακόμη πολεμικότερα ήταν, φυσικά, τα πρωτοσέλιδα του οικονομικού Τύπου: «Τελεσίγραφο από την S&P.
Οι αγορές πιέζουν για άμεσα μέτρα» («Ημερησία», 8.12.), «Οι αγορές κλιμακώνουν τις πιέσεις τους στην Αθήνα. Υπό δίμηνη παρακολούθηση μάς θέτει η Standard & Poor’s.Πιο επιθετική πολιτική ζητούν Τρισέ, Bloomberg και Barclays» («Κέρδος», 8.12.), «Επώδυνα μέτρα στο Δημόσιο ζητά ο πρόεδρος της ΕΚΤ. Απειλή για νέα υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας» («Ναυτεμπορική», 8.12.), «Σε κατάσταση πολιορκίας. Νέα υποβάθμιση, αμηχανία στο Μαξίμου» («Ημερησία», 9.12.), «Τριγμοί στην οικονομία από την υποβάθμιση Fitch» («Εξπρές», 9.12.), «Οι αγορές επιβάλλουν τους δικούς τους όρους» («Σύμβουλος του Χρηματιστηρίου», 9.12.), «"Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί" το μήνυμα Παπακωνσταντίνου - Προβόπουλου. Πώς επηρεάζει η υποβάθμιση της οικονομίας και πέντε τραπεζών» («Χρηματιστήριο», 9.12.). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα ραδιοτηλεοπτικά δελτία – εθισμένα, άλλωστε, αυτά τα τελευταία στην καθημερινή πρόκληση κάθε μορφής πανικού.
Η πρωτοπόρα «Καθημερινή» του Αλαφούζου είχε πάντως σπεύσει, ήδη από το πρώτο χτύπημα της Fitch, να καλωσορίσει χαιρέκακα την κυβερνητική «προσγείωση στην πραγματικότητα» (23.10.).
Για τις τράπεζες, ρε γαμώτο
Από τα τέλη του 2009, ένας αγώνας δρόμου διεξάγεται έτσι ανάμεσα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, που (εξωτερικά, τουλάχιστον) προσπαθεί να τηρήσει κάποιες από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της, και τη συμμαχία ευρωπαϊκών οργάνων και «αγορών», που πιέζει όλο και ασφυκτικότερα για δραστική αλλαγή πολιτικής. Πολλές πτυχές αυτής της πίεσης θυμίζουν όσα ζούμε ξανά τούτες τις μέρες: «5 δισ. € έφυγαν μετά τις εκλογές» στο εξωτερικό, προειδοποιούσε λ.χ. πρωτοσέλιδα η «Real News»(20.12.), για να ακολουθήσει η επίσης πρωτοσέλιδη καταγγελία του «Πρώτου Θέματος» (3.1.) ότι «ένα λάθος της κυβέρνησης» -η πρόθεσή της να φορολογήσει τις μεγάλες καταθέσεις- «έδιωξε 10 δισ.» από τη χώρα. Λίγο αργότερα, ο Αλέξης Παπαχελάς θα εξηγήσει στην «Καθημερινή» (17.3.) ότι, ενώ «θεωρητικώς το κράτος δεν έχει άμεσες ταμειακές ανάγκες έως το τέλος Απριλίου, το πρόβλημα είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δοκιμάζονται σκληρά καθώς δυσκολεύονται να δανεισθούν χρήματα εκτός ΕΚΤ, όσο το κρατικό spread βρίσκεται τόσο ψηλά».
Ακόμη σαφέστερη ήταν η απόδοση αυτών των δυσμενών εξελίξεων στα άτολμα φιλολαϊκά μέτρα της κυβέρνησης, ακόμη κι όταν αυτά παρέμεναν απλώς στη σφαίρα της διαβούλευσης. Η «Καθημερινή» διαπιστώνει έτσι (3.2.) «κίνδυνο υποβάθμισης ελληνικών τραπεζών λόγω του νομοσχεδίου Κατσέλη» για τα «κόκκινα» δάνεια, με πηγή -τι άλλο;- τους ίδιους τους θιγόμενους τραπεζίτες: «Η δυσπιστία των επενδυτών έναντι της Ελλάδος επηρεάζει και τις τράπεζες, οι οποίες δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από τις αγορές. [...] Το πρόβλημα των τραπεζών επιτείνεται από τις νομοθετικές παρεμβάσεις του Υπουργείου Οικονομίας για τις ρυθμίσεις οφειλετών. Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch προειδοποίησε ότι αυτές οι παρεμβάσεις είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση των επισφαλών δανείων και υποβάθμιση των ελληνικών τραπεζών. [...] Το θέμα έθεσε η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών στον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου».
Εξίσου εύγλωττη είναι και η συνταγή του κύριου άρθρου της ίδιας εφημερίδας (21.4.) για την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω απαλλαγής των «επενδυτών» από φιλεργατικές ή περιβαλλοντολογικές οχλήσεις: «Η ανεργία για να μειωθεί απαιτεί διαρθρωτικά μέτρα ώστε να θεραπευθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς. Και το κυριότερο να αλλάξει η νεοελληνική νοοτροπία που εκφράζεται με τη μανιώδη αντιπαλότητα με την οποία τοπική αυτοδιοίκηση, γραφειοκρατία, δικαιοσύνη, συνδικαλιστές και άλλοι παράγοντες αντιμετωπίζουν κάθε επενδυτικό σχέδιο στη χώρα».
Από κοντά και οι υπόλοιπες ναυαρχίδες των ΜΜΕ. «Κόψτε σπατάλες και μονιμότητα» των δημοσίων υπαλλήλων, απαιτεί πρωτοσέλιδα η «Real News» του Ν. Χατζηνικολάου (28.2.), αποδίδοντας αυτή την προτροπή στους «πολίτες» που (υποτίθεται πως) έβρισκαν «ανεπαρκή» τα πρώτα μέτρα λιτότητας. «Τολμηρό σχέδιο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Στο σφυρί οι ΔΕΚΟ, τα κτίρια και τα ακίνητα του Δημοσίου», πανηγυρίζει στις 7.3. η «Αυριανή». Μετά το διάγγελμα Παπανδρέου για το πρώτο πακέτο μέτρων λιτότητας (2.2.), τα «Νέα» διαπιστώνουν πως «η ελληνική κοινωνία ήταν έτοιμη από καιρό να υποστεί θυσίες, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση» κι ότι «μόνον η ειλικρίνεια και το κύρος του Πρωθυπουργού μπορούν να διασφαλίσουν» την κοινωνικά δίκαιη κατανομή των βαρών (3.2.). Στις 14.2. το «Πρώτο Θέμα» αποφαίνεται πάλι, βάσει δημοσκόπησης της ALCO, ότι «61% στηρίζει το Γιώργο» κι 65% βρίσκει «δίκαια και αναγκαία τα μέτρα» λιτότητας που αυτός εξήγγειλε. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί το έδαφος για τα φαινόμενα αντικοινοβουλευτισμού των επόμενων χρόνων: «64% [θεωρεί πως] φταίνε οι πολιτικοί», έτσι γενικά.
«Θεσμοί» ενόψει
Μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2010, η κυβέρνηση θα πάρει πίσω τη μία μετά την άλλη όλες τις προεκλογικές και πρώιμες μετεκλογικές εξαγγελίες της, σε μια προσπάθεια κατευνασμού των «αγορών». Στις 15.1. ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανακοινώνει ένα Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) που «διορθώνει» τον προϋπολογισμό, επιβάλλοντας περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και τους ψηλότερους μισθούς. Στις 2.2. το ΠΣΑ «διορθώνεται» από τον πρωθυπουργό με νέα μέτρα (πάγωμα μισθών Δημοσίου, περικοπές επιδομάτων, αύξηση ορίου συνταξιοδότησης, πρόσθετοι φόροι), προκειμένου αυτό να εγκριθεί στις 3.3. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στις 16.2. από τους υπουργούς Οικονομικών της Ε.Ε. (Ecofin). Στις 11.2. η σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. αποφασίζει να θέσει τη χώρα υπό τριπλή εποπτεία: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ θα εποπτεύουν τις προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος της Ελλάδας», εξηγεί ο οικονομικός Τύπος. «Η πρώτη αντιπροσωπεία θα έλθει στην χώρα μας τον Μάρτιο, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα παράσχει τεχνική βοήθεια» («Χρηματιστήριο», 12.2.). Στις 3.3. εξαγγέλλονται κι άλλα «συμπληρωματικά» μέτρα (περικοπές δώρων κι επενδυτικών δαπανών, πάγωμα συντάξεων κ.λπ.), που ψηφίζονται δύο μέρες αργότερα στη Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Οι «αγορές» δεν λένε ωστόσο να το βάλουν κάτω. Με τη βοήθεια τις καταστροφολογίας που επιστρατεύτηκε από τους κυβερνώντες για τη δικαιολόγηση της νέας πολιτικής τους, όπως η παρομοίωση της ελληνικής οικονομίας από τον Παπακωνσταντίνου με «Τιτανικό» (15.2.), κάθε υποχώρηση καταλήγει σε νέα εκτόξευση των spreads, που από 231 μονάδες στις 4.1. σκαρφαλώνουν στις 606 στις 22.4.
Στις 16.3. το Eurogroup καλεί την κυβέρνηση «να καταρτίσει και να εφαρμόσει το συντομότερο δυνατό, ξεκινώντας από το 2010, ένα πακέτο γενναίων και ολοκληρωμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» με «συγκεκριμένα μέτρα που να καλύπτουν μισθούς, μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, μεταρρυθμίσεις στην υγειονομική περίθαλψη, τη δημόσια διοίκηση και ενίσχυση της απασχόλησης».
Από μερίδα των αθηναϊκών ΜΜΕ, η προσφυγή στο ΔΝΤ θα παρουσιαστεί σ’ αυτή τη συγκυρία ως εθνικά επωφελής, δυναμική λύση: «Σαφές μήνυμα από τον Γ. Παπανδρέου στην ΕΕ ενόψει της Συνόδου Κορυφής. Φθηνό δάνειο ή πάμε ΔΝΤ», διακηρύσσει χαρακτηριστικά η «Ημερησία» του Μπόμπολα (17.3.), ενώ ακόμη γλαφυρότερη ήταν, ως συνήθως, και εδώ η «Αυριανή» του Κουρή (17.3.): «Τελεσίγραφο στις Βρυξέλλες για βοήθεια. Τελειώνει σύντομα το σίριαλ με το δάνειο και η κοροϊδία από τους εταίρους μας. Πάμε ολοταχώς για ΔΝΤ αν μέχρι την Παρασκευή η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν δώσει συγκεκριμένα στοιχεία για στην Ελλάδα για το σχέδιο διάσωσης». Πιο συγκρατημένος, ο Παπαχελάς διαβεβαίωνε καθησυχαστικά στην «Καθημερινή» της ίδιας μέρας πως η προσφυγή στο ΔΝΤ «διαφορές μεγάλες δεν έχει, καθώς τα μέτρα που θα μας επέβαλλε έχουν λίγο πολύ ληφθεί».
Στην πραγματικότητα, αυτοί οι λεονταρισμοί συγκάλυπταν απλώς τη διαδικασία υποβολής της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στον ζουρλομανδύα της «εσωτερικής υποτίμησης» μέσω μνημονίων, η επεξεργασία των οποίων είχε ήδη αρχίσει. Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, αντιπροσώπου τότε της Ελλάδας στο ΔΝΤ, γνωρίζουμε πως την ίδια ακριβώς μέρα αυτός συζητούσε με τον μετέπειτα αντιπρόσωπο του Ταμείου στην τρόικα, Μπομπ Τράα, «τις μεσο-μακροπρόθεσμες πολιτικές που ήταν απαραίτητο να προωθηθούν, ώστε η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας» (σ. 71). Είχαν προηγηθεί συνομιλίες του Παπακωνσταντίνου και του πρωθυπουργικού συμβούλου Πολεμαρχάκι με ηγετικά στελέχη του ΔΝΤ (7.3.) κι έμελλε να ακολουθήσει ειδική συνεδρίαση του Δ.Σ. για το ελληνικό ζήτημα, με σχετική εισήγηση του Στρος-Καν (1.4.). Οπως επίσης μας πληροφορεί ο Ρουμελιώτης, η συμβολή του ΔΝΤ στην τρόικα αποσκοπούσε κυρίως στην παροχή μιας τεχνογνωσίας ελέγχου και καταναγκασμού -με περιοδικούς «ελέγχους», «εκθέσεις προόδου» κ.λπ.- που δεν διέθετε ακόμη τότε η Ε.Ε. (σ. 103). Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται και η επισήμανσή του ότι «πολιτική του Ντομινίκ Στρος Καν ήταν να δημιουργείται η εντύπωση ότι το ΔΝΤ δεν επιβάλλει μέτρα στην Ελλάδα, αλλά ότι συναινεί με μέτρα που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση» (σ. 102-103).
Τελικά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε στις 25.3. πως οι χώρες της Ε.Ε. είναι διατεθειμένες να διαθέσουν εν ανάγκη 22 δισ. στην Αθήνα, «υπό όρους» και σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ. Η υποδοχή της είδησης από τα ελληνικά ΜΜΕ ήταν διθυραμβική: «Μαξιλάρι ασφαλείας από την Ευρώπη» («Εθνος»), «Ουφ! Διπλή ανάσα. Στήριξη από ΕΕ και ΔΝΤ» («Νέα»), «Ανάσα για την Ελλάδα. Υπό έλεγχο η οικονομία μας» («Απογευματινή»), «Ευνοϊκή η απόφαση της ΕΕ. Δραματικό παρασκήνιο για τη στήριξη της Ελλάδας» («Αδέσμευτος Τύπος»). Ιδιαίτερο ενθουσιασμό προκάλεσε η (συμπληρωματική) απόφαση του τότε διοικητή της ΕΚΤ: «Δώρο Τρισέ – λύτρωση για τις ελληνικές τράπεζες. Και το 2011 η ΕΚΤ θα δέχεται ελληνικά ομόλογα ως εχέγγυα χορήγησης δανείων σε τράπεζες».
Καθοριστική για την επιβολή του μνημονίου σε μερίδα της κοινής γνώμης αποδείχτηκε η σταδιακή μετατόπιση του άξονα της δημόσιας συζήτησης από τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής στην «εθνική προσπάθεια» να διασφαλιστούν τα επίμαχα κονδύλια σε πείσμα κάθε λογής «ανθελλήνων». Μετατόπιση που βόλευε, άλλωστε, τους πάντες: «Μάχη για την Ελλάδα δίνει ο Σαμαράς», εξηγούσε λ.χ. πρωτοσέλιδα η αντιπολιτευόμενη «Απογευματινή» (16.3.). «Σχέδιο του Ολι Ρεν προβλέπει 20-25 δισ. € για τη στήριξη της χώρας μας αλλά συναντά τις επιφυλάξεις Γερμανίας, Αυστρίας, Ολλανδίας».
Η έλευση της τρόικας, μετά την τελική ψήφιση του πρώτου μνημονίου, απέτρεψε μια άλλη εξέλιξη που φέρεται να προωθούσε το Βερολίνο: τον διορισμό του Λουκά Παπαδήμου, αντιπροέδρου τότε της ΕΚΤ, που η θητεία του έληγε στις 31.5., ως μονοπρόσωπου «"επιτηρητή" της ΕΕ στην Αθήνα» («Βήμα Online», 15.2.). Παρά το άκαρπο της ζύμωσης, ο υποψήφιος επιτηρητής δεν πήγε βέβαια τελικά χαμένος.
Η κρίση ως ευκαιρία
Εκ των υστέρων, γνωρίζουμε πως η συνταγή της τρικέφαλης «διάσωσης» κι επιτήρησης υπήρξε η χειρότερη δυνατή για την ελληνική οικονομία, καθώς συνδύασε την παράδοση καταναγκασμών του ΔΝΤ με τους ακόμη αυστηρότερους όρους που επιθυμούσαν οι ιθύνοντες της ευρωζώνης. Μοναδική μέριμνα των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας, παραδέχεται εκ των υστέρων ο Ρουμελιώτης, υπήρξε η διάσωση των τραπεζών τους που ήταν εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος (σ. 135 κ.εξ.). Για τον σκοπό αυτό, και προκειμένου να καταστήσουν το μνημόνιο αποδεκτότερο από τα δικά τους κοινοβούλια, οι εκτιμήσεις των εντεταλμένων τεχνοκρατών για την αποτελεσματικότητά του έγιναν «περισσότερο αισιόδοξες» απ’ ό,τι επέτρεπε η πραγματικότητα (σ. 101). Ως επίσημος δε στόχος τέθηκε «η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα» (σ. 95). Οσο για την ελληνική κυβέρνηση, αυτή από ένα σημείο και μετά παραδόθηκε ουσιαστικά άνευ όρων, αρκούμενη να διαπραγματευτεί κάποιες ελάσσονες μόνο τεχνικές λεπτομέρειες (σ. 112-113).
Ψιλά γράμματα όλα αυτά για τους εγχώριους προασπιστές αυτού του άλματος στο (ορατό) κενό, που είδαν την κρίση -και το μνημόνιο- κυρίως ως μια θεόσταλτη ευκαιρία απαλλαγής των ντόπιων «αγορών» από τα βαρίδια των λαϊκών κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης. «Εδώ που φτάσαμε», έγραφε χαρακτηριστικά ο Στέφανος Κασιμάτης στην «Καθημερινή» (18.4.), «οι "βάρβαροι" του ΔΝΤ δεν είναι "μια κάποια λύσις". Είναι η μόνη που υπάρχει στον ορίζοντα. [...] Η πολυθρύλητη "Νέα Μεταπολίτευση" φαίνεται ότι θα ξεκινήσει με το ΔΝΤ. Γιατί όχι; Εδώ η ελληνική ανεξαρτησία κερδήθηκε χάρη στην παρέμβαση των ξένων –όσο κι αν δεν μας αρέσει να το θυμόμαστε...».
Συνταγές με γύψο
Πολύ προτού οι εθνοσωτήριες βλέψεις του καταλήξουν στο Ποτάμι, ο Σταύρος Θεοδωράκης και το πόρταλ του πρωταγωνίστησαν την άνοιξη του 2010 στις προσπάθειες επιβολής του μνημονίου σε μια τρομοκρατημένη κοινωνία. Τόσο με την προπαγάνδιση της αναγκαιότητάς του όσο και με κάποιες σαφώς προβληματικότερες εισηγήσεις.
Τον αυστηρό περιορισμό απεργιών και διαδηλώσεων κατά του μνημονίου απαιτούσε προληπτικά το protagon.gr | EUROKINISSI
Στις 16.2.2010, ενώ είχε αρχίσει να δρομολογείται η προσφυγή της κυβέρνησης Παπανδρέου στους «θεσμούς», ο Σ.Θ. συγκρίνει την Ελλάδα και την οικονομία της με μια φίλη του καρκινοπαθή, που έκανε εγχείρηση και βρήκε την υγειά της: «Το πρώτο λοιπόν είναι να δεχτούμε ότι έχουμε την ασθένεια. Μετά να σιγουρευτούμε ότι επιλέξαμε τον σωστό γιατρό (και αν κανείς έχει καμιά καλή ιδέα, να ξαναφέρουμε τον Καραμανλή ας πούμε ή να συγκυβερνήσουν η Αλέκα με τον Αλαβάνο, να το πει) και τέλος το σημαντικότερο όλων είναι να μάθουμε τι θα κερδίσουμε αν κάνουμε την θεραπεία. Πώς θα είναι “αύριο” η ζωή μας. Και επί αυτού η αλήθεια είναι ότι ο Παπανδρέου δεν έχει πει πολλά πράγματα. Και όμως πρέπει. Οι ασθενείς, τα μικρά παιδιά και οι λαοί πρέπει να ξέρουν τι θα κερδίσουν στο τέλος μιας προσπάθειας. Ας ξεκαθαριστεί λοιπόν για ποια χώρα προσπαθούμε. Ποια “νέα Μεγάλη ιδέα” έχουν αυτοί που μας κυβερνούν».
Η στάση αυτή της ευμενούς αναμονής μετατρέπεται σε καλαμπουρτζίδικο οίστρο αμέσως μετά την επίσημη προαναγγελία του μνημονίου από τον Παπανδρέου στο Καστελόριζο (23.4.). Υποδεχόμενος τη νέα εποχή, ο Σ.Θ. μας καλεί στις 26.4. να ξεχάσουμε διάφορες παθογένειες του παρελθόντος: «τα δεκάευρα στα πουρμπουάρ», «τα 3.500 κυβικά του άνεργου ανιψιού μας», «τα κολωνακιώτικα τακούνια των 485€», «τα ρολόγια των 13.970», «τα δίκλινα έναντι 199€ την βραδιά» κ.ο.κ. Ολα στο κλίμα της διατεταγμένης αυτοενοχοποίησης δικαίων και αδίκων, που θα αποκορυφωθεί λίγο αργότερα με τη διάσημη παγκάλειο ρήση «μαζί τα φάγαμε». Αρκούσε βέβαια να ξεφυλλίσει κανείς τις (δημοσιευμένες) εκθέσεις του ΔΝΤ για να διαπιστώσει ποιοι ακριβώς θα πλήρωναν το μάρμαρο της «εξυγίανσης». Ομως ο αρχηγός, κατά δήλωσή του, δεν ξέρει ξένες γλώσσες...
Πρακτικότερες ιδέες για την επιβολή της νέας Μεγάλης Ιδέας υπέβαλε δυο μέρες αργότερα στο ίδιο πόρταλ ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Τάσος Τέλλογλου: «Το ΠΑΣΟΚ δε διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση για τα μέτρα που θα ανακοινωθούν. Να κάνουμε εκλογές; Δεν είμαστε αυτόχειρες. Αρα τι μένει; Μια κυβέρνηση σαν κι εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974, από όλους τους πολιτικούς χώρους. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να έχει έκτακτες εξουσίες, για να το πω πιο απλά η χώρα είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία αλλά ορισμένα άρθρα του Συντάγματος πρέπει να βγουν "εκτός" ή να ερμηνευτούν ανάλογα. Εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά πρέπει να δίνεται η δυνατότητα [να] κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτόφωρου, πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς. [...] Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο κάθε λαός έχει τη δημοκρατία που του αξίζει».

Συντάκτης: 
Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *