Ο Ρομπέν των Δασών δεν ήταν απλώς ένας ληστής με κεϊνσιανές ανησυχίες. Ηταν το σύμβολο της προστασίας των δημόσιων αγαθών. Σήμερα θα έριχνε τα βέλη του σε όσους λυμαίνονται τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες.
Ποτέ δεν κλέβουμε. Δανειζόμαστε από αυτούς που έχουν
Ρομπέν των Δασών
Πριν από σχεδόν μισό αιώνα, τηλεθεατές στη Βρετανία και τις ΗΠΑ παρακολούθησαν με ενθουσιασμό το πρώτο επεισόδιο της σειράς «Οι περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών». Οι πιο προσεκτικοί ενδέχεται να παρατήρησαν ότι στα πρώτα έξι επεισόδια δεν αναγράφονταν τα ονόματα των σεναριογράφων. Και ο λόγος ήταν απλός: Ολοι ανήκαν στις μαύρες λίστες που είχε συντάξει το αμερικανικό καθεστώς κατ’ εντολή του γερουσιαστή Μακάρθι. Δεν ήταν φυσικά τυχαίο ότι τόσα θύματα της αντικομμουνιστικής υστερίας βρέθηκαν να συνεργάζονται στη συγκεκριμένη σειρά. Η παραγωγός του «Ρομπέν των Δασών», Χάνα Γουαϊνστάιν, τους είχε επιλέξει έναν προς έναν και συχνά συνεργαζόταν μαζί τους για να περνά δημοκρατικά μηνύματα σε εκατομμύρια θεατές. Ο Ρομπέν των Δασών ήταν το απόλυτο σύμβολο της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των φτωχών αλλά και της οικονομικής δικαιοσύνης, η οποία τρομοκρατεί όπως ο διάολος το λιβάνι όλα τα φιλελεύθερα καθεστώτα της αστικής δημοκρατίας. Σύμφωνα όμως με τον Νόαμ Τσόμσκι, ήταν κάτι περισσότερο…
Ο μύθος του Ρομπέν των Δασών αντικατοπτρίζει την τεράστια πολιτική και οικονομική διαμάχη που οδήγησε στη σύνταξη της περίφημης Χάρτας των Δασών – συμπληρωματικό κείμενο της Magna Carta, το οποίο «λησμονήθηκε» με το πέρασμα των αιώνων. Η Χάρτα των Δασών εξασφάλιζε ίση πρόσβαση όλων των ελεύθερων πολιτών στα σημαντικότερα δημόσια αγαθά της εποχής, δηλαδή το νερό, την τροφή (για ανθρώπους και ζώα) και την ξυλεία, που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση αλλά και για την κατασκευή κατοικιών.
Η δωρεάν πρόσβαση στα δημόσια αγαθά εγκαταλείφθηκε με την επικράτηση του καπιταλισμού και ακόμη και ο Ρομπέν των Δασών αποτυπώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο σαν ένα ληστής (με κεϊνσιανού τύπου ανησυχίες) και όχι σαν ένας σύγχρονος Προμηθέας.
Εκτοτε ο καπιταλισμός καταφέρνει να ιδιωτικοποιεί κάθε νέο δημόσιο αγαθό που δημιουργείται – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του 20ού αιώνα τον έλεγχο των δημόσιων συχνοτήτων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Η σχετική διαδικασία ξεκίνησε στις ΗΠΑ, στα μέσα της δεκαετίας του '20. Μέχρι τότε η κυβέρνηση παραχωρούσε ραδιοφωνικές συχνότητες σε όποιον το ζητούσε. Οταν όμως οι σταθμοί αυξήθηκαν και άρχισαν να παρεμβάλλονται ο ένας στη συχνότητα του άλλου, αποφασίστηκε να παραχωρηθεί το συγκεκριμένο δημόσιο αγαθό σε επιχειρηματικούς κολοσσούς όπως η RCA και η General Electric. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ομάδες εκπαιδευτικών, συνδικάτα, κόμματα, αλλά ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις κατέθεταν προτάσεις με τις οποίες ζητούσαν τουλάχιστον το δικαίωμα να αγοράζουν ραδιοφωνικό χρόνο από τις εταιρείες που διαχειρίζονταν τους ραδιοπομπούς. Η έκβαση της αντιπαράθεσης όμως, η οποία μάλιστα παρουσιάστηκε σαν «συμβιβαστική λύση», ήταν ότι οι ιδιώτες θα διαχειρίζονται τις ραδιοσυχνότητες, χωρίς ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με αντάλλαγμα να τις χρησιμοποιούν «για το δημόσιο συμφέρον». Κανένας νομοθέτης δεν μπήκε φυσικά στον κόπο να ορίσει έστω και τυπικά το «δημόσιο συμφέρον» και ποιες υποχρεώσεις πηγάζουν από αυτό για τους νέους κατόχους των ραδιοφωνικών και στη συνέχεια των τηλεοπτικών συχνοτήτων.
Προς το τέλος του 20ού αιώνα, το νεοφιλελεύθερο πνεύμα εξασφάλισε ότι η βιομηχανία του θεάματος θα αποκτήσει και την ιδιοκτησία των συχνοτήτων χωρίς πλέον καμία προϋπόθεση παροχής δημόσιων υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα είναι ότι από το 2000 αρκετά τηλεοπτικά δίκτυα στις ΗΠΑ σταμάτησαν να καλύπτουν ακόμη και τις βραδιές των προεδρικών ή των ενδιάμεσων εκλογών – καθώς έκριναν ότι δεν αποτελούν επικερδή δραστηριότητα.
Θα μπορούσε λοιπόν σήμερα να εμφανιστεί ένας Προμηθέας για να επαναφέρει τις δημόσιες συχνότητες υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών; Η Λατινική Αμερική των τελευταίων δεκαετιών είναι η μοναδική περιοχή του πλανήτη όπου κάποιοι διεκδίκησαν τον ρόλο του Ρομπέν των Συχνοτήτων. Στη Βενεζουέλα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα που συνδιοργάνωσαν το 2002 τμήματα του τοπικού ΣΕΒ και τα μεγαλύτερα ιδιωτικά ΜΜΕ, η κυβέρνηση Τσάβες αποφάσισε να μην ανανεώσει ορισμένες άδειες καναλιών και ραδιοσταθμών και να τις παραχωρήσει σε τοπικές κοινότητες. Αυτό που οι δυτικές κυβερνήσεις παρουσίαζαν σαν φίμωση του Τύπου (και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να εξυπηρετούσε πράγματι και μικροπολιτικές σκοπιμότητες) είχε σαν αποτέλεσμα την άνθηση μέσων ενημέρωσης που ελέγχονταν από τις τοπικές κοινωνίες. Κανένας επίσης δεν σημείωσε ότι αρκετές από τις άδειες αφαιρέθηκαν όχι για πολιτικούς λόγους αλλά γιατί οι σταθμοί είτε τις κατείχαν παράνομα είτε δεν είχαν πληρώσει τα απαιτούμενα τέλη.
Την περίοδο 2007-2009 αρκετές ακόμη αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις, από την Ουρουγουάη μέχρι την Αργεντινή και από τη Βραζιλία μέχρι τον Ισημερινό, προώθησαν νομοθεσίες που περιόριζαν τη συγκέντρωση συχνοτήτων στα χέρια λίγων επιχειρηματιών. Για τα δεδομένα του Ρομπέν των Δασών ήταν ίσως μια δειλή και καθυστερημένη αντίδραση, ενώ σε περιπτώσεις όπως της Αργεντινής ο νόμος έμεινε στα χαρτιά. Σε όλες τις χώρες με αριστερές κυβερνήσεις όμως υπήρξε τουλάχιστον μια ανάσχεση στα σχέδια των οικονομικών ελίτ να χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για την ανατροπή ανεπιθύμητων κυβερνήσεων, ενώ παράλληλα άνθησαν τοπικές πρωτοβουλίες που αμφισβητούσαν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.
Οσοι φιλοδοξούν πάντως να μιμηθούν το παράδειγμα των Ρομπέν των Συχνοτήτων θα πρέπει να θυμούνται ότι το «μιντιακό πραξικόπημα» στη Βενεζουέλα πραγματοποιήθηκε αφού ο Τσάβες πέρασε νομοθεσία που όριζε ότι η πρόσβαση των πολιτών στα ΜΜΕ αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα.
Άρης Χατζηστεφάνου
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου