Τα γεγονότα τα γνωρίζουμε. Τα αρχεία που υπεξαίρεσε ο μηχανικός υπολογιστών Ερβέ Φαλσιανί, ανήκαν στην HSBC Private Bank (ελβετική θυγατρική του βρετανικού πιστωτικού ιδρύματος). Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουμε, είναι ότι η υπόθεση παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη, κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της: όχι λιγότεροι από εξακόσιες χιλιάδες λογαριασμοί, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που εκτείνεται από το 2005 έως το 2007.
Ποιοί βρίσκονται σε αυτές τις λίστες, οι οποίες κατέληξαν στο γαλλικό υπουργείο Οικονομίας και στη συνέχεια διαβιβάστηκαν σε πολλές ξένες κυβερνήσεις; Μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί ηγέτες, μονάρχες (οι βασιλείς του Μαρόκου και της Ιορδανίας), αστέρια του θεάματος και του αθλητισμού, αλλά επίσης και έμποροι όπλων και ναρκωτικών, καθώς και χρηματιστές για τους οποίους υπάρχουν υποψίες για δοσοληψίες με τρομοκράτες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μία ήταν η κοινή επιδίωξη: η αποφυγή της φορολόγησης. Οι τελευταίες αποκαλύψεις, ντροπιαστικές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εγγράφονται στην ίδια κατηγορία με άλλες διαρροές, όπως τα Offshore Leaks (του 2013) και τα LuxLeaks (του 2014), οι οποίες ήδη αποκάλυπταν την έκταση της φοροδιαφυγής που κατευθύνεται προς φορολογικούς παραδείσους, ιδιαιτέρως προς το Λουξεμβούργο.
Προκειμένου να περιορίσει τη βλάβη, η HSBC, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο Λονδίνο, παρέταξε μία στρατιά ανθρώπων της επικοινωνίας που ασχολούνται αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης, τον Δεκέμβριο του 2009, με την απαξίωση των πληροφοριών του Φαλσιανί: αποτελούν προϊόν κλοπής, οι λίστες παραποιήθηκαν, ο μηχανικός υπολογιστών δεν είναι αξιόπιστος… Η εκστρατεία τους ήταν τόσο επιτυχημένη, που εκδόθηκε από την Ελβετία διεθνές ένταλμα σύλληψης για τον Φαλσιανί, για κλοπή και παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου.
Δεύτερο στην παγκόσμια λίστα των τραπεζών που κατέχουν τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία, πίσω από την Industrial and Commercial Bank of China, το βρετανικό τραπεζικό ίδρυμα διακρίνεται από την τάση του προς την υποτροπή και από τη σχετική ατιμωρησία που απολαμβάνει. Αγγλικανός πάστορας και κατά τα λεγόμενα ένθερμος υποστηρικτής της ηθικής, ο Στίβεν Γκριν ήταν πρόεδρος της HSBC μεταξύ του 2006 και του 2010, όταν συνέβαιναν οι εκτροπές που ήρθαν στο φως. Αντί να του επιβληθούν κυρώσεις, του απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας από τη βασίλισσα της Αγγλίας, τον Νοέμβριο του 2010. Δύο μήνες αργότερα, ο «βαρώνος Γκριν του Χερστπιρπόιντ» γινόταν υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον.
Ακόμα και όταν στην αξιοσέβαστη τράπεζα πέφτει ο πέλεκυς, οι επιπτώσεις παραμένουν περιορισμένες. Το 2012 λόγου χάρη, μία επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας την κατηγορεί για εμπλοκή σε διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές της επιβάλλουν πρόστιμο ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μία κύρωση σχεδόν συμβολική, μπροστά στα κέρδη που αποκομίστηκαν μέσω των καταδικαστέων αυτών μεθόδων. Έτσι ούτε οι πελάτες ούτε η «αγορά», δείχνουν να κλονίζονται μπροστά στις αναποδιές που αντιμετωπίζει η τράπεζά τους. Όπως παρατήρησαν οι «Financial Times», την επομένη των τελευταίων αποκαλύψεων: «Οι ηθικολόγοι και οι πολιτικοί δεν θα θελήσουν να το ακούσουν. Όμως η επίπτωση του σκανδάλου στη μετοχή της HSBC, μπορεί να συνοψιστεί σε μία λέξη: μηδενική» .
Λιγότερο επηρεασμένη από τους ανταγωνιστές της κατά τη διάρκεια της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (subprimes), η τράπεζα έχει καταφέρει για μεγάλο χρονικό διάστημα να διατηρήσει υψηλή κερδοφορία, καθώς και μία «εξυπηρέτηση πελατών» που ξεπερνά κάθε ανταγωνισμό. Για την υπόθεση SwissLeaks, όλα άρχισαν με την ευρωπαϊκή οδηγία για την επιβολή φορολόγησης στα εισοδήματα από αποταμιεύσεις (European Union Savings Directive, EUSD), που υιοθετήθηκε το 2003 και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιουλίου 2005. Επέβαλε στις ελβετικές τράπεζες μία παρακράτηση στην πηγή, της τάξης του 10% στα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να μεταφέρονται στις ενδιαφερόμενες χώρες, χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα των καταθετών.
Οι διαχειριστές των περιουσιών δεν χρειάστηκε να σκεφτούν πολύ πριν προτείνουν μία παράκαμψη στους πελάτες τους: ο φόρος επιβαλλόταν σε φυσικά πρόσωπα, αλλά όχι σε επιχειρήσεις. Αρκούσε άρα, να ιδρύσουν εξωχώριες εταιρείες –στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, στον Παναμά ή στις Μπαχάμες– και μέσω αυτών να ανοίξουν λογαριασμούς μη υποκείμενους σε φόρο στην HSBC. Πρόκειται για μία στρατηγική, από την οποία όλοι επωφελούνταν: όχι μόνο οι πελάτες δεν πλήρωναν φόρους, αλλά και η τράπεζα γέμιζε τα ταμεία της χάρη στις δαπάνες λειτουργίας που της κατέβαλλαν αυτές οι εταιρείες. Οι εκατομμυριούχοι που ενδιαφέρονταν για ακόμα μεγαλύτερη διακριτικότητα, μπορούσαν επίσης να θολώσουν τα ίχνη τους χάρη σε εικονικές χρεώσεις ή σε μη αποστολή των αντιγράφων κίνησης λογαριασμού.
Προκειμένου να προσελκύσει αυξημένο αριθμό πελατών, η HSBC επιπλέον χρειάστηκε να αναπτύξει επιθετικό μάρκετινγκ. Σύμφωνα με τις λίστες του Φαλσιανί, μέσα σε λιγότερους από πέντε μήνες (από τις 9 Νοεμβρίου 2006 έως τις 31 Μαρτίου 2007), 180 δισεκατομμύρια δολάρια μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς της HSBC Γενεύης, ενώ κλείστηκαν 1.645 ραντεβού με εκπροσώπους της τράπεζας σε 25 χώρες. Σε πολλές χώρες όμως, το να προσελκύει μία ξένη τράπεζα προσωπικά πελάτες, είναι παράνομο. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον πέντε από αυτές (η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Αργεντινή, η Ισπανία και το Βέλγιο), ξεκίνησαν έρευνες κατά της HSBC Ελβετίας για ξέπλυμα προϊόντων φοροδιαφυγής και προσωπική προσέλκυση πελατών εντός της επικράτειάς τους. Η βρετανική τράπεζα δεν είναι η μόνη που έχει διαπράξει τέτοια αδικήματα και η υπόθεση SwissLeaks δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου: και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συγκεκριμένα ο ελβετικός γίγαντας UBS, βρίσκονται στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης.
Όσο και αν εξετάζουμε τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της φορολόγησης των προϊόντων που προέρχονται από απάτη, φορολογική «βελτιστοποίηση» ή «χρηματοοικονομική μηχανική», το πολιτικό πρόβλημα παραμένει ακέραιο. Μέσα σε ένα πλαίσιο όπου οι ανισότητες μεγεθύνονται, οι κυβερνήσεις επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας με πρόσχημα την έλλειψη χρήματος. Και την ίδια στιγμή, οι έχοντες –ιδιώτες και επιχειρήσεις– αναζητούν τρόπους ώστε τα περιουσιακά στοιχεία τους να μην φορολογούνται. Έτσι, οι γίγαντες του ψηφιακού κόσμου –η Apple, η Google, η Amazon…– εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους τον ανταγωνισμό φορολόγησης στον οποίο επιδίδονται τα κράτη, ώστε οι εταιρείες να πληρώνουν απολύτως νόμιμα, μηδαμινούς φόρους.
Παντού βασιλεύει η αμφισημία. Ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεσμεύτηκε να κάνει τον αγώνα εναντίον της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης, μία εκ των προτεραιοτήτων του. Όμως, μέσα στα δεκαεννέα χρόνια που βρισκόταν επικεφαλής της κυβέρνησης του Λουξεμβούργου, δεν έπαψε να ενθαρρύνει τις πολυεθνικές να καταβάλλουν στη χώρα του μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια σε φόρους, αποστερώντας από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη εκατοντάδες δισεκατομμύρια από φορολογικά έσοδα, που διαφορετικά θα έπρεπε να τους αποδοθούν. Ένα μικρό συμβάν, αρκεί για να κατανοήσουμε το εύρος της απάτης. Τον Αύγουστο του 2009, ο Ερίκ Βερτ, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, ανακοίνωνε πως είχε στη διάθεσή του μία λίστα τριών χιλιάδων ενδεχόμενων φοροφυγάδων. Με την ελπίδα να αποφύγουν τις κυρώσεις, 4.725 φορολογούμενοι παρουσιάστηκαν στις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, προκειμένου να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Ανάμεσά τους, μόλις 68 εμφανίζονταν στη λίστα του υπουργείου.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου