γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Πώς καταλαβαίνεις ότι μεγάλωσες;
Δύσκολη ερώτηση, αλλά έρχεται μια μέρα που το ξέρεις. Δεν είναι τα μαλλιά, που
πλέον τα βάφεις τακτικά - η έρμη η κληρονομικότητα το ’θελε και από 25 ετών
είχες περισσότερες λευκές από τον μέσο μεσήλικα. Ούτε το έτος γέννησης που
γράφει η ταυτότητα.
Θα μπορούσε να είναι ότι δεν
ενθουσιάζεσαι εύκολα, ούτε με τα γεγονότα ούτε με τις ιδέες ούτε με τις
γνωριμίες. Αλλά ούτε αυτό το είχες ποτέ πολύ, ίσως μόνο στη μετανηπιακή ηλικία.
Ούτε ότι δεν γελάς εύκολα με τα αστεία. Κι ας εκτιμούσες το έξυπνο χιούμορ,
ειδικά αυτό που έκρυβε μια ιδέα θλίψης.
Αρα, η σοφία που έρχεται με την
ηλικία δεν μπορούσε να είναι δικαιολογία. Σοβαρό παιδί σε έλεγαν από μικρή. Κι
εσύ μερικές φορές αισθανόσουν ξενέρωτη, που δεν μπορούσες να βουτήξεις στις
ευκολίες και στην πλάκα χωρίς λόγο και αιτία. Είχες προσπαθήσει, δεν τα
κατάφερνες.
Το χτύπημα όμως ήταν μεγάλο. Και
μπροστά στη θάλασσα, αυτήν που δεν φοβήθηκες ποτέ, ούτε όταν την έβλεπες
αγριεμένη και γκρίζα, με κύματα δυο μέτρα. Οχι γιατί ήξερες καλό κολύμπι
-ευτυχώς επέμειναν σ’ αυτό οι γονείς σου- αλλά γιατί την εμπιστευόσουν. Εμπιστευόσουν
πάντα το νερό και την αέναη κίνησή του, νερό ήσουν κι εσύ. Ετσι δεν λένε; Οτι
πάνω από το 70% του ανθρώπινου οργανισμού είναι νερό;
Λίγες ημέρες διακοπές, εκεί στον
τόπο των παιδικών διακοπών, σε μια ακτή που κάποτε την ήξερες καλύτερα από την
παλάμη σου. Τώρα έχει βέβαια ομπρέλες και ξαπλώστρες, αλλά όχι τόσες ώστε να
είναι ενοχλητικές. Αλλωστε, κι εσύ σε ξαπλώστρα καθόσουν, με ψάθινη ομπρέλα και
πλαστικό τραπεζάκι για τον καφέ.
Εβγαλες το φόρεμά σου, τα γυαλιά
σου, τακτοποίησες τα πράγματά σου, παρήγγειλες καφέ και νερό κρύο και
ετοιμάστηκες.
Το νερό ήταν λίγο παραπάνω
δροσερό από όσο θα ήθελες, αλλά εντάξει. Εβρεξες πλάτη, νεφρά και καρδιά -αυτό
σ’ το είχαν μάθει στο κολυμβητήριο- και ετοιμάστηκες για το μεγάλο μακροβούτι.
Εκείνο που ξεκινάει από τα μαλλιά, περνάει το δέρμα και φτάνει ώς τα τρίσβαθα,
εκεί που δεν ορίζει το αίμα ή η καρδιά, αλλά κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο δυνατό:
η ψυχή. Εκεί που κρύβονται όλα όσα αγαπάς, όσα επιθυμείς και όσα τρέμεις -
κυρίως αυτά.
Βούτηξες, με τα μάτια κλειστά.
Πρώτα βράχηκαν τα ακροδάχτυλά σου, ύστερα το κεφάλι σου, η πλάτη σου, το
στήθος, η κοιλιά, οι μηροί, τα πόδια. Ολόκληρη μέσα στο νερό, μια τορπίλη που
φεύγει για έναν στόχο που δεν υπάρχει.
Πόσο χρόνο κύλησες κάτω από το
νερό; Πόση ώρα κράτησες την αναπνοή σου; Πόσα μέτρα πήγες; Πολύ σου φάνηκε,
αλλά δεν μπορούσες να το υπολογίσεις. Το μόνο που θυμάσαι είναι να βγαίνεις
στην επιφάνεια με βαριά αναπνοή και ζαλισμένη, σαν να έχεις δεχθεί χτύπημα στο
κεφάλι. Αφέθηκες να επιπλεύσεις ανάσκελα στο νερό ώσπου να ηρεμήσεις και να
συνέλθεις. Δεν εμπιστευόσουν τα πόδια σου.
Κολύμπησες αργά στα ρηχά. «Πάει,
έχω μεγαλώσει», είπες. Γιατί; Γιατί φοβήθηκες χωρίς να ξέρεις γιατί. Ετσι όπως
στεκόσουν μέσα στο νερό μέχρι τα γόνατα, κοίταξες γύρω σου: ο κόσμος συνέχιζε
να γυρίζει γύρω από τον ήλιο, παιδιά έπαιζαν στα ρηχά, δυο νέες γυναίκες
βρέχονταν για να βγουν να κάνουν ηλιοθεραπεία, μια αντροπαρέα κάτω από μια
ομπρέλα έπινε μπίρες κάνοντας φασαρία και γελώντας δυνατά.
Η κοπέλα σού έφερνε τον καφέ σου.
Βγήκες για να την πληρώσεις, να πιεις δυο γουλιές νερό. Εχεις συνέλθει.
Γυρίζεις ξανά προς τη θάλασσα. «Οχι, δεν φοβάμαι», λες και νομίζεις ότι το
άκουσε όλη η παραλία. Τίποτα δεν έχει συμβεί. Οι κοπέλες απλώνουν αντηλιακό
λάδι, οι άντρες πίνουν μπίρα και γελάνε και τα παιδάκια τσαλαβουτάνε στα ρηχά.
Οι φίλοι σου μέσα στο νερό, στα
βαθιά, σου φωνάζουν: «Τι κάνεις; Θα έρθεις επιτέλους;».
Τους γελάς και πηγαίνεις πάλι στο
νερό. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάνεις μια δεύτερη βουτιά και βγαίνεις αλώβητη
στην επιφάνεια, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Μπορεί και όλα αυτά να ήταν τυχαία…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου