γράφει η Κλειώ Βλαχάκη
Πεθύμησα να πάω σε ένα πανηγύρι,
από εκείνα που γίνονται σε χωριά, στις μεγάλες πλατείες, με καρέκλες άβολες,
χάρτινα τραπεζομάντηλα, πλαστικά μαχαίρια, που δεν κατάλαβα ποτέ τη
χρησιμότητα, ούτε το χέρι σου δε μπορείς να κόψεις, έλεγε ο συγχωρεμενος ο παππούς
μου, κι έβγαζε το σουγιαδακι από την τσέπη κι έκοβε μικρά κομμάτια το κρέας και
το βαζε στα πιάτα μας.
Πεθύμησα να πάω σε ένα πανηγύρι,
να γιορτάζουν έναν Άγιο γλεντζέ και πότη, με αμαρτίες, να μη ζητά άφεση, να του
τη δίνουν οι άνθρωποι, να συμμερίζονται τα πάθη του, να τραγουδά ο λυράρης, να
δίνουν μπαξισι, να γεμίζει η πίστα κόσμο, κύκλο μέσα στον κύκλο, να πετούν τα
παπούτσια τα κορίτσια, να κάνουν νάζια, τσαλιμια στα αγόρια, να κοιτάζονται στα
μάτια, να μη μιλούν και να τα λένε όλα, να λένε κέρασε μια ρακή, να πεθαίνει ο
θάνατος, να σκάει από το κακό του.
Πεθύμησα ένα πανηγύρι, με μαλλί
της γριάς και ρεβύθια φρέσκα, να φτύνεις το απέξω, να φτύνεις τα ζόρια που μας
κύκλωσαν, να φτύνεις τις απώλειες, ανάθεμα τις, να παίζει ο Ψαραντώνης, να
είσαι κι εσύ σε μιαν άκρη, να είσαι κάποιος άλλος, καλύτερος, πιο αληθινός, πιο
ατοφιος, να ξέρεις τι δε θέλεις σ αυτή τη ζωή, το τι θέλουμε δε θα το μάθουμε
ποτέ, να κρυφτούμε κάτω από το τραπέζι, να κοροϊδεύουμε τα αστεία παπούτσια, να
γελάμε, κι εκεί που θα ακούγεται το αγαπημένο μας τραγούδι, να βγάζεις μια
χτένα από την τσέπη και να μου χτενίζεις τα μαλλιά, κι εγώ να σε πιστέψω για
μια φορά…
Πεθύμησα εκείνη τη μαντινάδα που
πάντα με συγκλονίζει.
Η μόνη κόντρα που μπορείς
Να κάμεις του θανάτου
Είναι σαν έρθει να σε βρει
Να σαι του πεταματου.
Πεθύμησα να πάμε κόντρα στο
θάνατο, αγαπημένε…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου