Της Μαρίνας Ακαρέπη
Οι ειδήσεις των τελευταίων ημερών
έχουν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και έχουν διχάσει τόσο τους πολίτες του
Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και τους πολιτικούς. Σύμφωνα με τις απρόσμενες και, για
πολλούς, ανεύθυνες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, η χώρα από αυτή την εβδομάδα
επιχειρεί να χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα για τον Covid-19, και να ανοίξει
σταδιακά επιχειρήσεις και σχολεία.
Από αυτή την εβδομάδα, λοιπόν,
επιτρέπονται οι συναθροίσεις σε υπαίθριους χώρους και σε κήπους κατοικιών, για
ομάδες έως και 6 ατόμων. Ακόμη, οι αθλητές καλούνται να επιστρέψουν στους
επαγγελματικούς χώρους προπόνησης, και οι γονείς καλούνται να στείλουν τα
παιδιά τους στο νηπιαγωγείο ή τον παιδικό σταθμό, τηρώντας πάντα 2 μέτρα
απόσταση, ακόμη και στην ύπαιθρο.
Όλα αυτά βέβαια ισχύουν για τους
κοινούς θνητούς. Οι πολιτικοί, απ’ότι φαίνεται μπορούν να κάνουν ο,τι τους
κάνει κέφι. Γιατί αυτή η ξαφνική ανακοίνωση νέων μέτρων μια ωραία πρωία δεν
είναι τυχαία.
Δεν είναι ότι ο πρωθυπουργός
Boris Johnson πλέει σε πελάγη ευτυχίας και αισιοδοξίας για την κατάσταση της
υγείας των πολιτών του, ίσα ίσα που επιχειρεί να τους σωπάσει και να τους
προσφέρει ένα θετικό αντιπερισπασμό, ενώ εκείνος καλύπτει το μεγαλύτερο σκάνδαλο
στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Covid-19.
Όχι πως κάτι τέτοιο καλύπτεται,
απλά ίσως λίγο επισκιάζεται από μία θετική είδηση. Γιατί η ελπίδα, όσο μικρή
και να είναι, πάντα επισκιάζει το φόβο. Τον πόνο. Το θάνατο.
Και οι πολίτες του Ηνωμένο
Βασιλείου τα έχουν βιώσει αυτά και με το παραπάνω: Τους τελευταίους δύο μήνες
οι ίδιοι άνθρωποι που κοπανήθηκαν στους ήχους του “Anarchy in the U.K.”
κλείστηκαν στα σπίτια τους. Κλείδωσαν τα μαγαζιά τους. Γέμισαν τα ψυγεία τους
με προμήθειες και άρχισαν να περιμένουν. Τον ιό; Τη θεραπεία; Το θάνατο; Ούτε
κι οι ίδιοι δεν ήξεραν. Κι όμως περίμεναν υπομονετικά. Και ο Τζόνσον τους
έγραψε μια επιστολή. Και τους ζήτησε μόνο ένα πράγμα. Να μείνουν σπίτι. Πάση
θυσία. Και εκείνοι υπάκουσαν. Και έμειναν μακριά από τις οικογένειες και τους
φίλους τους. Μόνοι. Και άκουσαν τους δικούς τους ανθρώπους να τους λένε από το
τηλέφωνο πως προσβλήθηκαν από τον ιό. Και παρόλα αυτά έμειναν σπίτι. Υπάκουσαν.
Πολλοί είπαν αντίο στους συγγενείς τους μέσω Skype. Και δεν τους επετράπη να
πάνε στην κηδεία. Και εκείνοι υπάκουσαν. Βίωσαν την κατάθλιψη, την απόλυτη
απομόνωση. Και υπάκουσαν…
Μέχρι που μια μέρα ξέσπασε η
θύελλα. Η ίδια κυβέρνηση που τους υπαγόρευε τι να κάνουν, τους πρόδωσε.
Συγκεκριμένα, ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας υπέρ του Brexit
και νυν βασικός σύμβουλος του Johnson, Dominic Cummings, ο άνθρωπος που
σχεδίασε τα μέτρα του lockdown τα έσπασε. Μια και δυο φορές.
Τον έπιασαν να ταξιδεύει με τη
σύζυγό και το γιο του από το Λονδίνο, μέχρι το Durham της Βόρειας Αγγλίας, το
οποίο βρίσκεται 260 μίλια μακριά. Μάλιστα, και οι δύο γονείς εμφάνιζαν
συμπτώματα του Covid-19. Όταν ο Cummings ρωτήθηκε γιατί πήρε το αυτοκίνητο και
ταξίδεψε τόσο μακριά, εκείνος είπε πως φοβήθηκε για την υγεία του γιου του και
έτσι αποφάσισε να τον πάει στην κατοικία των γονιών του. Όταν ρωτήθηκε γιατί
δεν έψαξε να βρει κάποιον να φροντίσει το γιο του στο Λονδίνο, είπε πως δεν το
σκέφτηκε. Και όταν ρωτήθηκε γιατί αργότερα ταξίδεψε και δεύτερη φορά, ενώ το
θέμα είχε λυθεί είπε πως δεν ήξερε αν η όρασή του ήταν αρκετά καλή για να
οδηγήσει και μπήκε στο αμάξι για να το τσεκάρει.
Οι περισσότεροι Βρετανοί
πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος του
Johnson τέθηκαν κατά των πράξεών του, τον αποκάλεσαν υποκριτή, και μάλιστα ο
υφυπουργός για τη Σκωτία Douglas Ross, αναγνωρίζοντας τις θυσίες του λαού,
αρνήθηκε να υποστηρίξει τον Cummings και παραιτήθηκε. ‘Όπως όλοι περίμεναν,
φυσικά, να κάνει και ο ίδιος ο Cummings.
Εκείνος, αντιθέτως, συνέχισε να
επαναλαμβάνει τις ίδιες δικαιολογίες. Ο Johnson, ανίκανος να αναλάβει την
ευθύνη, δήλωσε πως ο Cummings έδρασε “νόμιμα, υπεύθυνα και με ακεραιότητα’’
φτύνοντας στο πρόσωπο τον κάθε Βρετανό γονιό που δεν αψήφησε τα περιοριστικά
μέτρα και δεν έτρεξε μέχρι την άλλη άκρη της Αγγλίας για “το καλό του παιδιού
του” και αποδεικνύοντας το ότι η υποκρισία είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της
πολιτικής, που το επικροτεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον
του Συντηρητικού Κόμματος, χαρακτηρίζοντάς τον Johnson ως όμηρο του Cummings
και συνεπώς ανίκανο να κυβερνήσει τη χώρα χωρίς αυτόν.
Κάτι τέτοιες στιγμές θυμίζουν τις
διαμαρτυρίες κατά του Brexit, κατά τη διάρκεια των οποίων ένα μεγάλο ομοίωμα
του Cummings τον απεικόνιζε ως δαιμονικό Ναζί που κινούσε τη μαριονέτα Boris
Johnson.
Τι σημαίνουν όλα αυτά σήμερα;
Σημαίνουν ότι η χώρα που καθυστέρησε να αντιληφθεί τις διαστάσεις της επιδημίας
και που εμφάνισε το μεγαλύτερο αριθμό εξάπλωσης του ιού στην Ευρώπη, τώρα δε θα
έχει ούτε καν την ικανότητα να ελέγξει τους κατοίκους της, οι οποίοι ήδη έχουν
αρχίσει να αγνοούν τους κανόνες του lockdown και να μαζεύονται σε μεγάλες
ομάδες για μπάνιο ή για μπάρμπεκιου.
Τι ήθελαν; Όχι μια ακόμη
δικαιολογία. Ίσως όχι απαραίτητα και μια ακόμη παραίτηση. Αυτό που ήθελαν ήταν
μια συγγνώμη. Μια ειλικρινής αναγνώριση της καταπίεσης και της προδοσίας που
τους επέφερε το ίδιο πρόσωπο. Μια επιβεβαίωση ότι η δυστυχία τους δεν ήταν
ανευθυνότητα. Μια μικρή λέξη που θα τους έδινε μεγάλη δικαίωση: Συγγνώμη.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου