Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Οταν φουσκώσει το ποτάμι

 


γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου

 

Μέρες τώρα σκέφτομαι το ποτάμι που φούσκωσε τόσο μετά την τελευταία κακοκαιρία, ώστε να πάρει μαζί του γέφυρες, σπίτια, δέντρα, ανθρώπους και ζώα. Μέρες τώρα σκέφτομαι τα μαύρα ποτάμια. Τον Πάμισο, τον Καράμπαλη, τον Καλέντζη. «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι, αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων…» (Γ. Σεφέρης)

 

Σκέφτομαι κυρίως τους ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στον ποταμό που έπαιζαν μικροί και πλάι του περνούσαν θαυμάζοντας την ομορφιά και τη γαλήνη του. Δεν είναι ο ποταμός που τους πήρε. Είναι τα έργα των ανθρώπων, που, αφού πίστεψαν πως δάμασαν τη φύση, δεν ήταν έτοιμοι για μια τέτοια καταστροφή, για μια τέτοια οργή. Πλημμυρισμένοι ποταμοί, βυθισμένες πολιτείες. Εικόνες σκληρές. Και έρχεται πάλι να φουσκώσει μέσα μας ένα άλλο ποτάμι, το ποτάμι της συνείδησης. Το ποτάμι της επίγνωσης πως οι κοινωνίες των ανθρώπων, προσπαθώντας να χτίσουμε για να επιβιώσουμε, έχουμε κάνει καταστροφικά λάθη που οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα.

 

Ενα παρόν που δεν μαθαίνει από τα σφάλματα του παρελθόντος είναι σίγουρο πως δημιουργεί ένα ανασφαλές αύριο σε έναν πλανήτη που, τώρα τελευταία και στη χώρα μας, δείχνει πως αλλάζει κλιματική συμπεριφορά. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν γυρίζουν πίσω. Αφήνουν μόνο ουλές στους δικούς τους ανθρώπους και στην τοπική κοινωνία. Στα παιδιά θα λένε ιστορίες για εκείνη τη μαύρη μέρα και εκείνα για λίγο θα αποφεύγουν το ποτάμι. Οι υπόλοιποι θα ξεχάσουμε γρήγορα. Μέχρι την επόμενη φορά που το ποτάμι της συνείδησης θα μας πλημμυρίσει.

 

Το κορίτσι με τα όμορφα μεγάλα μάτια, κορίτσι δικό μας, κορίτσι αγαπημένο αγαπημένων ανθρώπων, δεν θα γυρίσει πίσω. Το κορίτσι δεν ήταν μόνο η φαρμακοποιός. Ηταν η Μυρτώ-Ευδοκία. Ηταν κόρη, αδερφή, φίλη. Και πολλά άλλα. Και τα παιδικά της όνειρα τα βάφτισε σ’ αυτό το ποτάμι που «τώρα το σκέπασε η σκιά. Ολα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν. / Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της. Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει / και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί» (Χ. Λ. Μπόρχες).

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *