γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου
Λένε ότι αν το «κακό» συμβεί μια
φορά, δικαιολογείται. Αν όμως συμβαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, έχεις
σοβαρό πρόβλημα.
Στη δεύτερη κατηγορία φαίνεται
ότι βρίσκεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ιταλίας, η οποία προετοιμάζεται
να ορκίσει έναν ακόμη μη εκλεγμένο πρωθυπουργό σε λιγότερο από τρείς δεκαετίες.
Ο Μάριο Ντράγκι, τέως πρόεδρος της ΕΚΤ και πρώην υπάλληλος της Goldman Sachs,
θα είναι ο τέταρτος τεχνοκράτης στην ηγεσία της χώρας, μετά το πρώην στέλεχος
του ΔΝΤ Λαμπέρτο Ντίνι (1995), τον κεντρικό τραπεζίτη Κάρλο Ατσέλιο Τσάμπι
(1993) και τον επίσης πρώην υπάλληλο της Goldman Sachs Μάριο Μόντι.
Φαινομενικά η ανάθεση σε ένα
ακόμη τραπεζικό στέλεχος της απόλυτης εξουσίας της χώρας είναι το αποτέλεσμα
της διαφωνίας στο εσωτερικό του κυβερνώντος συνασπισμού για το πώς πρέπει να
διατεθούν τα 209 δισ. ευρώ που αναμένεται να λάβει η χώρα από την ΕΕ για την
αντιμετώπιση της πανδημίας. Τόσο όμως το βιογραφικό του Ντράγκι όσο και η
δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το πολιτικό σκηνικό της χώρας
μαρτυρούν ότι η Ιταλία βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου.
Ο πιστός υπηρέτης των τραπεζών
Αν πρέπει να αναγνωρίσουμε κάτι
στον Μάριο Ντράγκι είναι ότι ποτέ δεν προσπάθησε να συγκαλύψει τη βαθιά
εξάρτησή του από τα μεγαλύτερα τραπεζικά μεγαθήρια του πλανήτη. Οι διασυνδέσεις
του με τη βιομηχανία του χρήματος, όσο βρισκόταν στο τιμόνι της ΕΚΤ, ήταν τόσο
εξόφθαλμες ώστε η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια (αντίστοιχο του Συνηγόρου του
Πολίτη) Έμιλυ Ο Ράιλι ξεκίνησε εσωτερική έρευνα για τη συμμετοχή του στην
περίφημη «Ομάδα των 30». Πρόκειται για ένα πανίσχυρο λόμπι που αποτελείται από
εκπροσώπους κεντρικών, αλλά και ιδιωτικών τραπεζών, όπως JP Morgan, η UBS και η
(πρώην εργοδότρια του Ντράγκι) Goldman Sachs. Η έρευνα απέδειξε ότι η συμμετοχή
του στην «Ομάδα των 30» παραβίαζε τους κανόνες της ΕΚΤ, καθώς ανάμεσα στις αρμοδιότητες
της κεντρικής τράπεζας της ΕΕ είναι και ο έλεγχος της χρηματοπιστωτικής
βιομηχανίας. Ουσιαστικά ο Ντράγκι λειτουργούσε σαν εκπρόσωπος των τραπεζών ενώ
βρισκόταν στην ηγεσία ενός ιδρύματος που έπρεπε να ελέγχει τις τράπεζες.
Επί της προεδρίας Ντράγκι, η ΕΚΤ
λειτουργούσε σαν «κράτος εν κράτει» στο εσωτερικό της ΕΕ λαμβάνοντας αποφάσεις
για την ανακεφαλαιοποίηση και διάσωση ιδιωτικών τραπεζών χωρίς να δίνει
λογαριασμό σε κανέναν. Είχα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι αρμόδιοι
αξιωματούχοι από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έβρισκαν κλειστές τις πόρτες
της ΕΚΤ όταν ζητούσαν πληροφορίες για τα στοιχεία στα οποία βάσιζε τις
αποφάσεις της. Με αυτό το καθεστώς μυστικότητας, η ΕΚΤ του Ντράγκι καθόριζε το
μέλλον ολόκληρων χωρών, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Κύπρος. Αποκορύφωμα
ήταν φυσικά η ωμή παρέμβαση στη χώρα μας, την εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα
του 2015, όταν διέκοψε τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με
προφανή στόχο να επηρεάσει το αποτέλεσμα στις κάλπες. Είναι χαρακτηριστικό ότι
τόσο απέναντι στην απόφαση της Ευρωπαίας διαμεσολαβήτριας, η οποία τον καλούσε
να παραιτηθεί από την «Ομάδα των 30», όσο και στις συνεχείς εκκλήσεις του
Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου να παράσχει στοιχεία για τις κινήσεις του σε
σχέση με την Ελλάδα, ο Ντράγκι αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Συχνά μάλιστα απαντούσε
με αλαζονεία – την οποία προφανώς αντλούσε από την πολιτική και οικονομική ισχύ
των τραπεζιτών με τους συναγελάζονταν.
Το ερώτημα που προκύπτει όμως
στην περίπτωση της Ιταλίας είναι γιατί κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής κρίσης,
πρέπει να αναλάβει την ηγεσία της χώρας ένας οικονομικός παράγοντας;
Η επερχόμενη έκρηξη
Η Ιταλία είναι μια από τις χώρες
που πλήρωσαν το βαρύτερο αντίτιμο από την εξάπλωση της πανδημίας. Το ανθρώπινο
κόστος δεν μετριέται μόνο στα 83.000 θύματα και τα περίπου 2,4 εκατομμύρια
κρούσματα, αλλά στις συνθήκες απόλυτης φτωχοποίησης πολύ μεγάλου μέρους του
πληθυσμού – ανθρώπων, που όπως αποκάλυπτε ρεπορτάζ των «Financial Times»,
καλούνται να επιβιώσουν σε τριτοκοσμικές συνθήκες με τρία ευρώ την ημέρα. Ήδη
από το τέλος του 2020, ένας στους τρείς Ιταλούς βίωσε σημαντική μείωση του
εισοδήματός του, ενώ στη νότια Ιταλία μόνο δύο στους πέντε είχαν εργασία. Η
κατάσταση, όμως, ήταν τραγική ακόμη και πριν την έλευση του κορονοϊού, καθώς το
2019 περίπου 4,6 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 7,7% του πληθυσμού, ζούσε σε
συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Οι συνθήκες αυτές αποτελούν έκφανση και της
αποβιομηχανοποίησης που αντιμετωπίζει η χώρα, καθώς στο εσωτερικό της ευρωζώνης
έχει χάσει την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τη Γερμανία.
Με αίσθημα εγκατάλειψης από το
πολιτικό κέντρο και με την αδυναμία της Αριστεράς να παρουσιάσει εναλλακτικές
λύσεις, έξω από το πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης, ένα συνεχώς διευρυνόμενο
τμήμα του πληθυσμού στρέφεται στην άκρα (ή ακόμη και στη φασίζουσα) Δεξιά. Οι
τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν 24% στην ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά του Ματέο
Σαλβίνι και 17% στο κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας, το οποίο θεωρείται ως η συνέχεια
της πολιτικής παράταξης του φασίστα Μουσολίνι.
Ο Μάριο Ντράγκι λοιπόν δεν
έρχεται στην εξουσία για να δώσει λύση σε ένα πολιτικό αδιέξοδο, αλλά για να
ελέγξει με σιδηρά πυγμή τις κοινωνικές εκρήξεις που βρίσκονται προ των πυλών –
ένας ρόλος τον οποίο μόνο ένας μη εκλεγμένος πολιτικός θα τολμούσε να αναλάβει
χωρίς να φοβάται το πολιτικό κόστος.
Όσο και αν συνθήκες αυτές
φαντάζουν μακρινές και ξένες για την Ελλάδα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η
χώρα μας ακολουθούσε πάντα κατά πόδας τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις
της Ιταλίας – έστω και σε επίπεδο μικρογραφίας ή φάρσας. Από τον Μεταξά που
αντέγραφε τον Μουσολίνι την εποχή του μεσοπολέμου μέχρι τον Λουκά Παπαδήμο που
ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά τον Μάριο Μόντι, στα χρόνια του μνημονίου, οι
δυο χώρες επιβεβαιώνουν εδώ και έναν αιώνα τη ρήση… «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου