γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Περπατούσε και τραγουδούσε,
τραγουδούσε δυνατά: «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά να την ξεμοναχιάσει μες
στη νύχτα;» Αντηχούσε στους άδειους δρόμους της πόλης, ώρα πολύ πρωινή, θα ’ταν
δε θα ’ταν πέντε. Μόνος θόρυβος, ενοχλητικός, τα ροδάκια της βαλίτσας μου, που
μου θύμιζαν το αναγκαστικό βάρος που κουβαλάμε στα ταξίδια. Εκείνος ήταν
αφοσιωμένος στο σκούπισμα των φύλλων του φθινοπώρου.
Μα δουλεύουν τόσο πρωί οι
οδοκαθαριστές; Τον ρώτησα και σταμάτησε το τραγούδι. Ηθελα πιο πολύ να δω το
σκυμμένο του πρόσωπο που με αφοσίωση κοιτούσε τώρα μια στοίβα από γόπες να
μπαίνει στο φαράσι του. «Πάντα δουλεύουν οι οδοκαθαριστές», μου απάντησε πολύ
σοβαρά, «μόνο που δεν τους βλέπετε. Είμαστε αόρατοι μέσα στην πολύβουη μέρα
σας, εσείς πώς και σταματήσατε;» «Ακουσα το τραγούδι», ομολογώ με ειλικρίνεια.
«Ναι, τέτοια ώρα ο δρόμος είναι η σκηνή μου, ήθελα να γίνω τραγουδιστής αλλά η
ζωή τα ’φερε έτσι που μου πρόσφεραν τη θέση τούτη του οδοκαθαριστή, έγινα και
μόνιμος ξέρετε. Πού καιρός για όνειρα...».
Πού καιρός για όνειρα;
«Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά / σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα…»
Καλή συνέχεια λέω, πρέπει να τρέξω θα χάσω το αεροπλάνο. «Καλό ταξίδι», απαντά,
«κυνηγήστε εσείς τα όνειρα και για μένα». Χάνομαι στο βάθος του λεωφορείου που
με πάει στο αεροδρόμιο. Η μέρα χαρίζει τις πρώτες ακτίνες της. Κι έτσι στη
διαδρομή ώς το αεροδρόμιο παρατηρώ την Αθήνα να ξυπνάει. Νυσταγμένες νυχτερινές
βάρδιες δίνουν σκυτάλη στις επίσης νυσταγμένες πρωινές, σαν κανείς να μην
ευχαριστήθηκε ποτέ τη γαλήνη ενός ξεκούραστου ύπνου δίχως έγνοιες. Τα
αυτοκίνητα που βγαίνουν στον δρόμο έχουν στα τζάμια ένα ελαφρύ στρώμα από
πρωινό αγιάζι που κάνει τους οδηγούς μυστηριώδεις φιγούρες που έχουν βγει από
κάποιο όνειρο. Υαλοκαθαριστήρες δουλεύουν εντατικά, ό,τι πιο «ζωντανό» αυτή την
ώρα.
Ενα αδιάκοπο τικ τακ που
καθαρίζει το τζάμι, που προσφέρει ορατότητα. Παρατηρώ κι άλλους οδοκαθαριστές,
τους μετράω αυτή τη φορά προσεκτικά. Τους βλέπω. Μοιάζουν με πρωινό στρατό
υπερασπιστών της πόλης. Σκούπες, φαράσια και μαύρες σακούλες. Δεν τους ακούω,
αλλά έχω το τραγούδι του ανθρώπου που συνάντησα στο μυαλό. Ενα
επαναλαμβανόμενο: «για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά, ποιος τη ζωή μου,
ποιος την κυνηγά...» Αναρωτιέμαι πόσα όνειρα και πόσες επιθυμίες θα εκπληρωθούν
μέσα στη μέρα που έρχεται. Κάνω μια ευχή να είναι πολλά. Μα πιο πολύ θα ’θελα
να γίνουν ορατοί μέσα στη μέρα οι αφανείς αυτοί που μας φροντίζουν, που
τακτοποιούν αθόρυβα, ή έστω τραγουδώντας, την καθημερινότητά μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου