γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Το μονόλεπτο βιντεάκι το είδα σε
τρία-τέσσερα κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά, στο δελτίο των μεσημβρινών και
απογευματινών ειδήσεών τους. Στο Διαδίκτυο έπαιζε παντού. Κι έχω την αίσθηση
ότι, αν προλάβαινα ή αν άντεχα να δω τις ειδήσεις σε περισσότερους διαύλους, το
φιλμάκι θα με περίμενε κι εκεί, ενοχλητικό μέχρις αγανακτήσεως. Ενοχλητικό
επειδή το αφηγηματικό του ήθος, ο τρόπος δηλαδή που επέλεξε για να δείξει ένα
γεγονός, ένα δραματικό γεγονός, εμφανίζεται και επιβάλλεται πάντοτε σαν
απολύτως φυσικός. Και κυρίως σαν απολύτως αθώος.
Το βιντεάκι κατέγραφε την πρώτη
αντίδραση των Κρητικών, στα ανατολικά του νησιού, μετά τον υποθαλάσσιο σεισμό
των 6,3 Ρίχτερ, την Τρίτη 12 Οκτωβρίου. Ο φακός λοιπόν απαθανατίζει ό,τι συμβαίνει
σε κάποιον δρόμο. Ποια η πόλη, άγνωστο. Αγνωστη επίσης η πατρότητα του βίντεο.
Τίποτε δεν αναγραφόταν πάνω του, κανένα στοιχείο. Αυτό μετατρέπει την
περιστασιακή μαρτυρία σε σύμβολο μόνιμου χαρακτήρα: θα μπορούσε να έχει συμβεί
παντού, άλλωστε όντως συμβαίνει παντού, μονίμως, και πάντοτε σαν να πρόκειται
για κατιτίς απολύτως αθώο. Βλέπουμε αλαφιασμένους γονείς έξω από κάποιο
σχολείο, έχουν τρέξει να δουν αν είναι καλά τα παιδιά τους. Μέσα σε μια τάξη,
λίγα θρανία και καθίσματα πεσμένα. Στον δρόμο οι άνθρωποι μοιρασμένοι σε
ανήσυχες παρέες ή καρφωμένοι στο κινητό, να μάθουν για τους δικούς τους. Και
κάποιοι, μοναχικοί, έχουν ήδη ξεπεράσει το συμβάν, που άλλωστε δεν ήταν
καταστροφικό, και συνεχίζουν να βαδίζουν ήρεμοι.
Σ’ έναν από αυτούς τους μοναχικούς
επιλέγει να εστιάσει η κάμερα. Τι περίεργο. Είναι γυναίκα. Κοπέλα. Λιγνή. Τα
μαλλιά της μακριά, σκεπάζουν την πλάτη της. Χωρίς τίποτε το «προκλητικό» στο
ντύσιμό της. Ξέρετε, σαν κι αυτά τα «προκλητικά», μίνι, έξωμα, κολάν κτλ., που
χρησιμοποιούνται στα οικιακά κουτσομπολευτήρια, ενίοτε δε και στα δικαστήρια,
σαν πειστήριο ότι «το θύμα πήγαινε γυρεύοντας», άρα είναι και ολίγον δράστης, ο
δε κατηγορούμενος ως δράστης είναι κι αυτός ολίγον δράστης, σχεδόν αθώος.
Ο φακός κυνηγάει την κοπέλα. Αυτή
είναι το θέμα του, το έκθεμα μάλλον. Οχι ο σεισμός. Την παρακολουθεί με
επιμονή. Με πείσμα προκλητικό, ή μάλλον προσβλητικό. Σαν να το διαισθάνεται ο
χειριστής της κάποια στιγμή ότι το παρακάνει, επιστρέφει στους υπόλοιπους.
Δείχνει μια παρέα, άλλους διαβάτες, ένα αδέσποτο σκυλί που πίνει ήλιο ξαπλωμένο
στη μέση του δρόμου. Επειδή όμως η συνήθεια είναι συνήθεια και η αρρώστια
αρρώστια, γυρνάει γρήγορα στην κοπέλα, που συνεχίζει αμέριμνη τον δρόμο της,
δίχως να γνωρίζει πως έχει μεταβληθεί σε αντικείμενο. Τη δείχνει από τα δέκα
μέτρα στην αρχή, στα πέντε, στα δύο. Σχεδόν την ακουμπάει. Τη γυμνώνει.
Τίποτε πρωτότυπο. Και στις
παρελάσεις της 25ης Μαρτίου ή της 28ης Οκτωβρίου, το ίδιο κάνει ο φακός. Αυτό
έμαθε, αυτό ξέρει, αυτό επαναλαμβάνει. Είναι μια μηχανική απασχόληση των
δακτύλων –σαν το κάπνισμα, ας πούμε, και το τελετουργικό του–, που δρουν σαν να
μην παίρνουν εντολή από το μυαλό, γιατί πια είναι δέσμια μιας τοξικοεξάρτησης.
Και στις διαδηλώσεις έτσι φέρεται ο φακός, οφθαλμολαγνικά. Και στα γήπεδα όλου
του κόσμου, όχι μόνο τα ελληνικά. Λειτουργώντας σαν βλέμμα του συνόλου, του
άρρενος συνόλου, σαν ένας Κύκλωπας που μας εκπροσωπεί, επικεντρώνεται εμμονικά
σε «όμορφες, χαριτωμένες παρουσίες», όπως συχνά πυκνά ακούμε να λένε οι
σπορτκάστερ μας (όχι, δεν το έχουν πει ποτέ για άντρες, «θα τους έβγαινε κακό
όνομα»). Αυτό καταγράφει και αυτό αναμεταδίδει. Για να επικυρώσει την παμπάλαιη
αντίληψη ότι οι γυναίκες, εκτός από υποχρεωτικά πρόθυμη λεία, είναι ένα στολίδι
για να ξεκουράζεται πάνω του ο αρσενικός οφθαλμός. Ο δρόμος από το θηρευτικό,
απογυμνωτικό βλέμμα στο προσβλητικό πείραγμα δεν είναι μεγάλος. Κι αν η γυναίκα
αντιδράσει στην παρενόχληση, αν διαολοστείλει τον κυνηγό της, ψύχραιμα ή
θυμωμένα, τότε είναι ακόμα πιο μικρός ο δρόμος από την «ιερή αγανάκτηση» του
καμακιού, που αισθάνεται ότι πληγώνεται ο ανδρισμός του, έως τη σφαλιάρα ή και
τη γροθιά στην κεφαλή της γυναίκας που αρνείται τον ρόλο του πειθήνιου
θηράματος.
Τα ξέρει αυτά ο φακός, δεν μπορεί
να μην τα ξέρει, τόση συζήτηση γίνεται τα τελευταία χρόνια για την έμφυλη βία,
που δεν είναι ανάγκη να είναι φυσική, χειρωνακτική. Αλλά με τον ίδιο τρόπο θα
φερθεί και την άλλη φορά. Κάθε φορά.Ναι, είναι μια συνήθεια η γυναικοθηρία
αυτού του είδους. Είναι μια μορφή έμφυλης βίας και –σχεδόν– ένας φυσικός νόμος,
πάνω κάτω ο ίδιος νόμος που παράγει άθλια θεάματα σαν το «Μπάτσελορ», που
επιβεβαιώνουν ότι στου κακού τη σκάλα δεν υπάρχει πάτος, ούτε και όριο στο
εικονικό εμπόριο θηλυκής σαρκός.
Ο κάμεραμαν του σεισμού,
επαγγελματίας ή ιδιώτης, δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι παράδοξο ή κάτι
αντικανονικό. Ισα ίσα, τον κανόνα ακολουθούσε. Είδε μια «χαριτωμένη παρουσία»
και σκέφτηκε να τη γράψει, να την προβάλει σαν αντίδοτο στη μετασεισμική
ταραχή. Ή μάλλον, δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί καν. Οπως δεν χρειάζεται να το
σκεφτεί ο εργοδότης, στην Ελλάδα και παντού, πριν ορίσει μικρότερο μισθό για τη
γυναίκα. Θα το πράξει αυτόματα, υπακούοντας στο «φυσικό». Δηλαδή στις
εδραιωμένες αντιλήψεις που θέλουν τη γυναίκα περισσότερο ευάλωτη, λιγότερο
τολμηρή και λιγότερο επίμονη, γιατί, πώς να το κάνουμε, δεν μαθαίνει από τα
γεννοφάσκια της πώς να κυριαρχεί και να εξουσιάζει, όπως καλή ώρα εμείς, τα
ευλογημένα αρσενικά. Κάπως έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου
Οικονομικού Φόρουμ για το 2020, πέρυσι το παγκόσμιο μισθολογικό χάσμα έφτανε το
23% υπέρ των ανδρών. Κι αν τα πράγματα δεν αλλάξουν ριζικά, θα χρειαστούν,
λέει, δυόμισι αιώνες ώσπου να επιτευχθεί η οικονομική εξίσωση των δύο φύλων –
257 χρόνια για την ακρίβεια.
Η χώρα μας; Θα μπορούσε –ή μάλλον
θα ’πρεπε– να τα πάει καλύτερα, πολύ καλύτερα, τίποτε όμως δεν αποκλείει να τα
πάει και χειρότερα, άλλωστε η κρίση ζημιώνει κατεξοχήν τις γυναίκες. Σύμφωνα
λοιπόν με τον ετήσιο Δείκτη Ισότητας των Φύλων, όπως τον προσδιορίζει το
Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, η χώρα μας κατατάσσεται
τελευταία ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ, σε οικουμενικό
πλέον επίπεδο και σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, το
2021 η Ελλάδα βρίσκεται στην 98η θέση ανάμεσα σε 156 χώρες. Ακριβώς μία θέση
κάτω από την Αιθιοπία, 92 θέσεις κάτω από τη Ναμίμπια, 60 κάτω από τη Βουλγαρία
και 73 θέσεις κάτω από την 25η Αλβανία. Το 2020 η χώρα μας ήταν 84η, το δε
2018, 78η. Σε ένα χρόνο δηλαδή κατρακυλήσαμε 14 σκαλοπάτια, ενώ αν μετρήσουμε
από το 2006, τα σκαλοπάτια φτάνουν τα 29.
Πώς προκύπτει ο δείκτης; Με την
κατάταξη των χωρών σε τέσσερις τομείς: υγεία, εκπαίδευση, οικονομία και
πολιτική. Στην Ελλάδα το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι μεγαλύτερο όσον
αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική και στην οικονομία. Και είναι
κάπως μακριά η 8η Μαρτίου, για να ψευτοπαρηγορηθούμε με κίβδηλα διαγγέλματα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου