γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το πρωινό ξύπνημα δεν
προοιωνιζόταν τίποτα καλό. Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα ήταν όλα
βρεγμένα. Σκούρα γκρίζα και απειλητικά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Μέρες τώρα
έβρεχε και η πρόγνωση παρέμενε εξίσου απειλητική. Η μία κακοκαιρία τελείωνε, λέει,
και ερχόταν η επόμενη. Είχαν και ονόματα οι κακοκαιρίες τα τελευταία χρόνια,
«αμαυρώνοντας» ιστορικά πρόσωπα ή ήρωες της μυθολογίας, αρχαίους θεούς και
τόπους.
Κοίταζε τα εισιτήρια της βραδινής
συναυλίας με μεικτά συναισθήματα. Είχαν αγοραστεί με τόση λαχτάρα, ένα μήνα
πριν, με μια επιθυμία που συνδύαζε την απόγνωση μηνών εγκλεισμού και απουσίας
μεγάλων γεγονότων, με το όνειρο μιας βραδιάς από τα παλιά, σαν εκείνο το παλιό
τραγούδι που λέει «Τραγούδια, στάδια, συγκροτήματα / Καρδιά μου αγάπη μου γλυκιά
/ Μας φάγαν όλα μας τα χρήματα / Αλλά μας έμεινε η ροκιά».*
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: Ροκ δεν
θα την έλεγες, ούτε σε εκείνη την ηλικία που πήγε στην πρώτη της συναυλία.
Ακόμη και όταν φορούσε το πιο σκισμένο τζιν της και τα πάνινα αθλητικά
παπούτσια της και έβαφε τα μάτια της με μαύρο κολ. Αλλά το ένιωθε αυτό το
τραγούδι μέσα από το δέρμα της. Για κείνη ροκ είναι να είσαι ο εαυτός σου
-ακόμη και αν καμιά φορά πονάει, γιατί ο δρόμος σου μπορεί να γίνει πιο
δύσκολος από των άλλων. Ροκ είναι να επιτρέπεις στον εαυτό σου να γελάσει
δυνατά ή να κλάψει χωρίς να ντρέπεσαι γι’ αυτό. Να αποδέχεσαι αυτό που
αισθάνεσαι, γιατί η ευτυχία δεν έχει συνταγή, ούτε σημαίνει το ίδιο πράγμα για
όλους.
Η πρόγνωση του καιρού άλλαζε ανά
μία ώρα. Η ώρα της συναυλίας ήταν 9 το βράδυ, στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα από
τα ωραιότερα μνημεία που έχει να επιδείξει η χώρα. Εως το μεσημέρι τα πράγματα
ήταν δυσοίωνα: η βροχή γινόταν καταιγίδα και η καταιγίδα ξανά βροχή.
Τα μηνύματα με την παρέα έπαιρναν
και έδιναν: «Θα βρέχει. Θα αναβληθεί». «Ας γίνει ένα θαύμα. Ας σταματήσει για
λίγες ώρες. Να προλάβουμε». «Ναι, λίγες ώρες καθαρού ουρανού ζητάμε. Μετά ας
κάνει ό,τι θέλει».
Κάποια στιγμή έδειξε ότι στις 6
το απόγευμα ο καιρός θα άνοιγε. Ενας ήλιος με δόντια θα έβγαινε πίσω από τα
σύννεφα λίγο πριν νυχτώσει και η υπόλοιπη μέρα και νύχτα θα ήταν υγρές. Αλλά,
τουλάχιστον, ο ουρανός θα καθάριζε.
Απευθύνθηκε στη σελίδα με τις
πληροφορίες για τη συναυλία: εκεί υπήρχε αυτό που έψαχνε. Με κόκκινα έντονα
γράμματα έλεγε: «Σχετικά με τις καιρικές συνθήκες». Συνέχιζε με κανονικά μαύρα
γράμματα: «Σύμφωνα με την πρόγνωση του καιρού, από το απόγευμα οι καιρικές
συνθήκες στο κέντρο της πόλης θα είναι καλές. Συνεπώς η παράσταση θα
πραγματοποιηθεί κανονικά!» Οι τελευταίες τέσσερις λέξεις, σκούρες για έμφαση.
Αναψαν οι τηλεφωνικές γραμμές και
τα μηνύματα στα κινητά τηλέφωνα πήραν φωτιά: Η συναυλία θα γίνει! Και παρά την
μπόρα που ξέσπασε γύρω στις τρεις το μεσημέρι, τίποτα δεν άλλαξε.
Στις 6 το απόγευμα ο ήλιος άρχισε
να πέφτει πίσω από κάτι αραιά σύννεφα χρώματος ροδακινί. Και την ώρα που έφευγε
από το σπίτι είχαν χαθεί κι αυτά. Η συναυλία θα γινόταν.
Και πράγματι έγινε. Το αρχαίο
θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, από ανθρώπους οπλισμένους με μάσκες και
πανωφόρια, αλλά αποφασισμένους να απολαύσουν αυτό που οι συνθήκες προμήνυαν:
την υλοποίηση μιας επιθυμίας κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Και δεν διαψεύστηκαν.
Λίγο η μαγεία στίχων και μουσικής, σίγουρα παραπάνω η γάργαρη φωνή της Τάνιας
Τσανακλίδου, η βραδιά εξελίχθηκε σε μαγεία. Μια-δυο φορές κύλησαν δάκρυα από τα
μάτια τους. Για τα τραγούδια που τους χαρίστηκαν με τόση γενναιοδωρία, για τα
γεγονότα της ζωής που είχαν ντύσει και θα συνεχίσουν να ντύνουν, για τις
ιστορίες που διηγούνται, αλλά και γιατί τους έμαθαν να αναγνωρίζουν τον εαυτό
τους και όσα ομολογημένα ή μη έχουν αισθανθεί.
Και ναι, ήταν μια νύχτα από αυτές
που θα θυμούνται πάντα.
* «Συναυλία», στίχοι: Λίνα
Νικολακοπούλου, Μουσική: Νίκος Αντύπας, πρώτη εκτέλεση: Χάρις Αλεξίου
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου