Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας. Οι πολιτικοί τους όχι


Η εμπλοκή των Γερμανών πολιτικών στα εσωτερικά της Ελλάδας κρατάει πολλές δεκαετίες, όμως από το 2011 και μετά οι κινήσεις της γερμανικής ηγεσίας γίνονται με τον πλέον απροκάλυπτο, άγαρμπο αλλά και προκλητικό τρόπο.
Σε συνέντευξή του, ο Γερμανός πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, ζήτησε από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα «να βάλει τέλος στη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες στην κυβέρνηση», χαρακτηρίζοντας «λάθος» τη συνεργασία των δυο κομμάτων. Επίσης, ο Μάρτιν Σουλτς είπε πως «σε σύγκριση με τον κ. Καμμένο, ο ελέφαντας στο κατάστημα με τις πορσελάνες μοιάζει με διπλωμάτη που ξέρει να ελίσσεται».
Η κόντρα του Πάνου Καμμένου με τους Γερμανούς ξεκίνησε από την ημέρα που ο ίδιος ανακοίνωσε τις διαδικασίες ερευνών για τα εξοπλιστικά προγράμματα μέσω του νεοσύστατου –αλλά εδώ και καιρό νομοθετημένο- τμήματος εσωτερικών υποθέσεων του υπουργείου Άμυνας. Μάλιστα σε συνέντευξή του δήλωσε ξεκάθαρα ότι έχουν ήδη βρεθεί τα στοιχεία για μίζες εκατομμυρίων για πολεμικά ελικόπτερα, καθώς και για πληρωμές χωρίς τιμολόγια και εγγυητικές τραπεζών, εμπλέκοντας κυρίως γερμανικές εταιρείες κατασκευής κι εμπορίας οπλικών συστημάτων.
Ο Πάνος Καμμένος βρέθηκε στο στόχαστρο της γερμανικής κυβέρνησης κι επειδή δήλωσε στην εφημερίδα Bild στις 14/3/2015 κάτι πασίγνωστο σε όλους: ότι ο ίδιος ο Σόιμπλε είχε δεχτεί 100.000 γερμανικά μάρκα από έμπορο όπλων, κατηγορία για την οποία καθαιρέθηκε πρόωρα από το σχεδόν βέβαιο ανώτατο αξίωμα του στους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες μετά το σκάνδαλο που χτύπησε τον ίδιο τον Χέλμουτ Κολ και το κόμμα του, στο επίκεντρο του οποίου ήταν το τεράστιο «πάρτι» που στήθηκε με τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ανατολική Γερμανία και τη διάλυση του παραγωγικού της ιστού μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (περισσότερα για τον Σόιμπλε στην εκπομπή της 27ης Μαρτίου 2013 στο Radiobubble).
Αυτό που οφείλει να κατανοήσει οποιοσδήποτε ασχολείται με τις κινήσεις της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας τα χρόνια της ελληνικής κρίσης, είναι ότι ανεξαρτήτων κομμάτων, ιδεολογιών, ατομικών συμφερόντων κι επιρροών, τα μέλη της ενεργούν στο εξωτερικό συντεταγμένα, και με μια κοινή γραμμή που γνώμονα έχει την εξυπηρέτηση των γερμανικών συμφερόντων μέσω της εμπορικής, οικονομικής και «δημοσιοσχετίστικης» διπλωματίας.
Όσοι γνωρίζουν περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα, έχουν ήδη κάνει πολύ σημαντικές αναφορές για την κεντροποιημένη δράση της γερμανικής πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από το 2013 και μετά. Όπως ανέφερε σε ρεπορτάζ της η δημοσιογράφος Βίκυ Σαμαρά στην Ελευθεροτυπία στις 3 Φεβρουαρίου 2013, στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε μια «Γερμανική απόβαση […] Όχι με στρατό ή με ακόμη ένα Μνημόνιο, αλλά και μέσω των δεξαμενών σκέψης των γερμανικών κομμάτων, τα οποία τον τελευταίο χρόνο άνοιξαν εκ νέου γραφεία στην Αθήνα […]».
Από τις αρχές του 2013 τα γερμανικά κόμματα «μεταναστεύουν» στην Ελλάδα μέσω του ανοίγματος γραφείων, παραρτημάτων και think tanks, με επίσημο σκοπό τη στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, την ανταλλαγή απόψεων, την παροχή τεχνογνωσίας και την αποτελεσματικότερη πολιτική συνεννόηση με τα αντίστοιχης πολιτικής ατζέντας κόμματα στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών των κομμάτων περιλαμβάνεται και το Die Linke, το αδερφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ στη Γερμανία, καθώς και όλα τα υπόλοιπα μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας που συνεργάστηκαν στην προηγούμενη αλλά και την παρούσα κυβέρνηση συνασπισμού του Βερολίνου.
Πληροφορία – κλειδί σε αυτήν την πολιτική επέκταση των γερμανικών κομμάτων στην ελληνική πρωτεύουσα (και όχι μόνο) είναι το γεγονός πως όλες αυτές οι δραστηριότητες χρηματοδοτούνται από την κεντρική κυβέρνηση της Γερμανίας, με τα συγκεκριμένα κονδύλια να αυξάνονται μάλιστα εν μέσω κρίσης, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την παρουσία της γερμανικής πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα.
Η υποχρεωτική «συνεργασία» μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας μπήκε σε αυτή τη νέα «τάση» από το 2010, όταν ερχόταν για πρώτη φορά στην Αθήνα ως εντεταλμένος της καγκελαρίου Μέρκελ ο τότε υφυπουργός Εργασίας της Γερμανίας Χανς-Γιοαχιμ Φούχτελ. Σκοπός της παραμονής του στην Ελλάδα ήταν η άμεση εμπλοκή του στα εσωτερικά ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μάλιστα, στα τέλη του 2012 η ΠΟΕ-ΟΤΑ ανακοίνωνε πως ο κ. Φούχτελ βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία με αιρετούς άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα (αναφέροντας και κάποια ονόματα) κατηγορώντας τον Γερμανό και τους Έλληνες συνομιλητές του για κατάστρωση σχεδίων με σκοπό την ιδιωτικοποίηση («ξεπούλημα») υπηρεσιών όπως τη διαχείριση απορριμάτων, την καθαριότητα κ.ά. σε ντόπιους και ξένους εργολάβους.
Ο μόνιμος παρατηρητής των ελληνικών ΟΤΑ, Χανς-Γιοαχιμ Φούχτελ, δεν ήταν μόνος του. Στις συχνές συγκεντρώσεις που διοργάνωνε συμμετείχαν πολλοί δήμαρχοι κι άλλοι επικεφαλής δήμων, χωρίς όμως τις περισσότερες φορές να παρευρίσκονται κι εκπρόσωποι της κεντρικής ελληνικής κυβέρνησης. Ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, ο κ. Φούχτελ αποτέλεσε προνομιακό συνομιλητή πολλών δημάρχων. «Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ένας θησαυρός που πρέπει να εκμεταλλευτούμε γιατί μέχρι τώρα το καθεστώς των ΟΤΑ και της Ευρώπης ήταν μόνο για θέματα χρηματοδοτήσεων. Τώρα η Τοπική Αυτοδιοίκηση καλείται να παίξει άλλο ρόλο», είχε πει στις 12/11/2012 ο Γερμανός υπουργός.
Αξιοσημείωτο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι το επιχείρημα των υπερ-χρεοκοπημένων ελληνικών δήμων δεν ευσταθούσε, καθώς με βάση τα στοιχεία του 2011 που απέστειλε ο ίδιος ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών, Όλι Ρεν, μετά από ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Χουντή, οι ελληνικοί ΟΤΑ ήταν οι λιγότερο χρεωμένοι σε ολόκληρη την ΕΕ. Σύμφωνα με τον πίνακα που προώθησε ο κ. Ρεν, τα υψηλότερα ποσοστά χρέους ΟΤΑ επί ΑΕΠ το 2011 παρουσίαζαν η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες με ποσοστό 8,6%. Ακολουθούσαν η Γαλλία με χρέος 8,4% του ΑΕΠ, η Δανία με 7,3%, η Σουηδία με 7%. Στα άλλα κράτη το ποσοστό χρέους των ΟΤΑ είναι μικρότερο. Το μικρότερο χρέος μεταξύ των 27 παρουσιάζουν η Ελλάδα με χρέος της Τ.Α. 0,9% του ΑΕΠ και η Μάλτα με χρέος 0,1% του ΑΕΠ.
Εκτός όμως από τα γερμανικά κόμματα και τον Φούχτελ, στην Ελλάδα αποβιβάστηκε και η λεγόμενη «Ομάδα Δράσης», ή αλλιώς Task Force. Επικεφαλής αυτής της Ομάδας είναι ο επίσης Γερμανός, Χορστ Ράιχενμπαχ. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «Η Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα (European Commission Task Force for Greece – TFGR) δημιουργήθηκε για να βοηθήσει την Ελλάδα να εφαρμόσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και να θέσει γερά θεμέλια για την επιστροφή στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα μέλη της Task Force ήρθαν από το καλοκαίρι του 2011 στην Ελλάδα κουβαλώντας μαζί τους όχι μόνο τις αποσκευές τους, αλλά και αρκετές ασυλίες. Όπως έγραψε ο Τύπος της Κυριακής στις 17/7/2013, και τα 28 μέλη της Ομάδας στην Ελλάδα χαίρουν πλήρους φοροασυλίας (όπως και τα μέλη της τρόικας). Σύμφωνα με την εφημερίδα, προβλέφθηκε νέα διάταξη για το θέμα αυτό. Έγραφε τότε ο Τύπος της Κυριακής: «Με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις των άρθρων 31-34 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες αφορούν στον προσδιορισμό των εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν ισχύουν για «κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνούς Οργανισμού που έχει εγκατασταθεί βάσει διεθνούς συνθήκης την οποία εφαρμόζει η Ελλάδα».
«Πρακτικά», παρατηρεί η εφημερίδα, «όλοι αυτοί οι ξένοι μόνιμοι τοποτηρητές της Τρόικα και της Ομάδας Δράσης θα μπορούν να αγοράζουν βίλες, πολυτελή ΙΧ, υπερπολυτελή σκάφη, ακόμα και μετοχές στο ελληνικό Χρηματιστήριο ή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου χωρίς να έχουν την υποχρέωση να δηλώσουν στην εφορία που βρήκαν τα χρήματα γι’ αυτές τις αγορές. Γενικότερα, οι ελληνικές φορολογικές αρχές δεν θα έχουν κανένα δικαίωμα να ελέγξουν το επίπεδο διαβίωσης των ξένων ελεγκτών και τοποτηρητών ή, την προέλευση των χρημάτων που τυχόν δαπανούν για την απόκτηση περιουσίας στη Ελλάδα».
Ο Χορστ Ράιχενμπαχ παρεμβαίνει στο νομοθετικό και κυβερνητικό έργο των κυβερνήσεων ως άλλος (μη) εκλεγμένος άρχοντας, χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμιά σχεδόν αντίδραση στο εσωτερικό των κυβερνώντων κομμάτων. Μάλιστα, με παρεμβάσεις του υποσκάπτει ακόμη και το έργο κυβέρνησης Σαμαρά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συνέντευξής του τον Απρίλιο του 2014 στο περιοδικό Spiegel (11/4/2014). Εν μέσω κυβερνητικής ευφορίας για την τότε έξοδο της Ελλάδας στις αγορές –δανειζόμενη υπό την απόλυτη προστασία της ΕΚΤ και της ΕΕ ένα σχετικά μικρό ποσό- ο επικεφαλής της Task Force στέλνει το δικό του μήνυμα λέγοντας ότι «η χώρα βρίσκεται ακόμη στα μισά του δρόμου», και πως οι ιδιωτικοποιήσεις «βρίσκονται ακόμη στην αρχή».
«Το χρήμα είναι ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας. Kανένας δεν μπορεί να πει εάν η Ελλάδα θα είχε αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να βγει μόνη της στις αγορές χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των χωρών της ευρωζώνης», συμπληρώνει ο, από την πρώτη στιγμή αρνούμενος τον χαρακτηρισμό «γκαουλάιτερ», κ. Ράιχενμπαχ, προκαλώντας νέους πονοκεφάλους στην κυβέρνηση Σαμαρά. «Δεν συνυπογράφω, ούτε επικυρώνω αποφάσεις υπουργών, βρίσκομαι εδώ μετά το αίτημα του Έλληνα πρωθυπουργού προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεισφέρει τεχνοκρατικά στην υλοποίηση του προγράμματος. Δεν είμαι γκαουλάιτερ», είχε πει λίγο μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, στις 26 Οκτωβρίου του 2011. Λίγοι τον πίστεψαν τότε. Ακόμη λιγότεροι τώρα.
Εκτός όμως από τους πολιτικούς απεσταλμένους της γερμανικής καγκελαρίας, τα κόμματα σύσσωμης της γερμανικής πολιτικής σκηνής, και τους τοποτηρητές των εσωτερικών θεμάτων της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης, ένα τρίτο «φαινόμενο», ίσως σημαντικότερο των δύο προηγουμένων, συμβαίνει στην Ελλάδα. Είναι το ξαφνικό κι έντονο ενδιαφέρον της γερμανικής διπλωματίας και της ίδιας της κεντρικής κυβέρνησης για την ελληνική δημοσιογραφία.
Από την έναρξη της ελληνικής κρίσης και την υπαγωγή της χώρας στα προγράμματα της τρόικας τον Μάιο του 2010, Έλληνες δημοσιογράφοι παρακολουθούν σε Ελλάδα και Γερμανία σειρά σεμιναρίων του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και γερμανικών κομματικών ιδρυμάτων. Όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της για την εφημερίδα «Επενδυτής» η δημοσιογράφος Βασιλική Σιούτη, «[…] σε ένα από τα έγγραφα του ΥΠΕΞ, η Ελλάδα και η Γερμανία συμφώνησαν να πραγματοποιήσουν σεμινάριο για δημοσιογράφους στο Βερολίνο, τον Οκτώβριο του 2010 με σκοπό «την ενίσχυση των διμερών σχέσεων στον τομέα των ΜΜΕ». Μάλιστα όπως ανέφερε ρητά, η έμφαση θα δινόταν κυρίως σε χρηματοοικονομικά θέματα».
Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται ακόμη ότι σε συνεννόηση μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών αρχών, πραγματοποιούνται σειρά εκπαιδευτικών προγραμμάτων ακόμη και σε σχολικό επίπεδο, με ιδιαιτέρως σημαντικό περιεχόμενο όπως η «διεθνής πολιτική, ο ρόλος της Ελλάδας και της Γερμανίας στην Ε.Ε και οι τρόποι αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεων της στη θεώρηση των διμερών σχέσεων».
Κάποιες από τις επαφές των δημοσιογράφων με τις γερμανικές αρχές κρατούνται κρυφές. Άλλες όχι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επίσκεψης οκτώ Ελλήνων δημοσιογράφων στη Γερμανία μεταξύ 9 και 13 Δεκεμβρίου 2012 μετά από πρόσκληση της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας στην Αθήνα, «στα πλαίσια της ετήσιας διεθνούς ενημερωτικής επίσκεψης δημοσιογράφων που διοργανώνεται από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών και την Ευρωπαϊκή Ακαδημία του Βερολίνου». Οι δημοσιογράφοι, μάλιστα, περιγράφουν στην ιστοσελίδα των γερμανικών αποστολών στην Ελλάδα τις εμπειρίες τους από το ταξίδι τους στη Γερμανία. Πρόκειται για τους Αντώνη Φουρλή (Mega Channel, protagon.gr), Γιώργο Φελλίδη (ΣΚΑΪ), Νατάσα Ρουγγέρη (Εφημερίδα «6 Μέρες»), Νικόλα Βαφειάδη (ΑΝΤ1), Βασίλη Διαλιάνη (Πρώτο Θέμα), Γιάννη Μανδαλίδη (ΔΟΛ) κι ακόμη έναν ο οποίος δεν αναφέρεται στην ιστοσελίδα.
Σε ένα ακόμη ρεπορτάζ της, η Βασιλική Σιούτη αναφέρει τη δράση των γερμανικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα και το ενδιαφέρον τους για την εκπαίδευση των Ελλήνων δημοσιογράφων. Αυτή τη φορά πρόκειται για το πολιτικό ίδρυμα KAS (Konrad – Adenauer Stiftung) του κόμματος της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελας Μέρκελ (CDU) βασικοί εκπαιδευτές του οποίου είναι ο Γερμανός πρέσβης  Wolfgang Dold και το μέλος της Task Force Jens Bastian ενώ ο συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ Γιώργος Τζογόπουλος και ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» και του «Σκάι» Τάσος Τέλογλου συμμετέχουν ως ομιλητές.
Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «από τον Μάιο του 2011 ήρθε στην Αθήνα ένα κλιμάκιο έμπειρων στελεχών κι εγκαταστάθηκαν στην οδό Μουρούζη 8, όπου βρίσκεται  η έδρα του Konrad – Adenauer Stiftung. Από τότε έχουν “σηκώσει τα μανίκια” κι έχουν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Στο μεταξύ έχουν αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με το “Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής” της Ν.Δ καθώς και με το ΕΛΙΑΜΕΠ». Μάλιστα, τονίζεται ότι, «η πρόσκληση συμμετοχής Ελλήνων δημοσιογράφων (μέχρι 33 ετών) στο σεμινάριο/εργαστήριο (workshop) έγινε τον περασμένο Αύγουστο και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» και στην ιστοσελίδα του KAS».
Εκεί ανέφεραν, γράφει το ρεπορτάζ, ότι «το εν λόγω workshop “θα εστιάσει στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις στην εποχή της κρίσης και θα φέρει σε επικοινωνία οκτώ νέους δημοσιογράφους από την Ελλάδα με οκτώ ομολόγους τους από τη Γερμανία” για να εργαστούν μαζί σε διάφορα θέματα, πέραν των θεωρητικών σεμιναρίων». Τέλος, η Βασιλική Σιούτη σημειώνει ότι «στην τελευταία παράγραφο της πρόσκλησης ενδιαφέροντος αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να κάνουν σχετική αίτηση περιγράφοντας τα κίνητρά τους, για ποιο λόγο ενδιαφέρονται για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, και ποια θα είναι η συγκεκριμένη συνεισφορά τους».
«Σύμφωνα με τον Ιάκωβο Δημητρίου, υπεύθυνο του workshop», αναφέρει το ίδιο ρεπορτάζ του The Press Project, «για τα σεμινάρια αυτά επελέγησαν οχτώ Έλληνες δημοσιογράφοι ανάμεσα σε περίπου 30 που έκαναν αίτηση. Το βασικό κριτήριο, όπως είπε στο The Press Project, ήταν η απάντηση που έδωσαν σχετικά με το κίνητρό τους και το ενδιαφέρον τους για τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Σε ερώτηση για το εάν τα σεμινάρια αυτά ανοίγουν κάποιους δρόμους επαγγελματικής αποκατάστασης για τους συμμετέχοντες, ο κ. Δημητρίου απάντησε ότι “άμεσα όχι, αλλά δημιουργείται μία ομάδα συνεργατών του ιδρύματος”».
Εφόσον η προκήρυξη αναζητούσε δημοσιογράφους άνω των 33 ετών, οι περισσότεροι (εάν όχι όλοι) εκ των προαναφερθέντων που ταξίδεψαν στο Βερολίνο, αποκλείονται.
Τα δημοσιεύματα για τη συνεργασία Ελλήνων δημοσιογράφων αλλά και εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης με τις γερμανικές αρχές, είναι πάρα πολλά. Οι αντιδράσεις ορισμένων εξ αυτών ακόμη και για τις δίκαιες διεκδικήσεις των αποζημιώσεων για τις ναζιστικές θηριωδίες του Διστόμου που πρόσφατα επανήλθε ως θέμα, αλλά και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, καταδεικνύουν ότι η δουλειά που γίνεται από τη γερμανική πλευρά τα πέντε τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μεθοδική, επίμονη, και –απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα ως τώρα- άκρως αποτελεσματική.
(Ο Μάρτιν Σουλτς αποτελεί προνομιακό συνομιλητή, θαυμαστή αλλά και ένθερμο υποστηρικτή του Σταύρου Θεοδωράκη και της άποψης ότι Το Ποτάμι θα έπρεπε να είναι στη θέση των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί άραγε;)
(Μετά την πληροφόρηση της γερμανικής ηγεσίας ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να υπογράψει -σε πρώτη φάση- την εκτέλεση της οικονομικής αποκατάστασης των θυμάτων του Διστόμου, σύσσωμο το δημοσιογραφικό επιτελείο της εφημερίδας Bild έχει κυριολεκτικά εγκατασταθεί στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας απανωτά ρεπορτάζ. Όπως, μάλιστα, ανέφερε η ανταποκρίτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ στη Γερμανία, Φαίη Καραβίτη, για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης τα γερμανικά ΜΜΕ παίζουν διαρκώς θέματα για τον τρόπο με τον οποίο τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν το θέμα, αλλά και το γενικότερο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Από την άλλη, το site του περιοδικού Spiegel έχει σπάσει κάθε ρεκόρ αριθμού πρωτοσέλιδων θεμάτων που αφορούν την Ελλάδα. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι τυχαίο)
(Οι Γερμανοί κυβερνώνται από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Πρέπει να το καταλάβουν γρήγορα και να απαλλαγούν από αυτό γιατί δεν απειλεί μόνο την Ελλάδα. Απειλεί και τους ίδιους)

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *