γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Δεν λέει να ομορφύνει η πόλη κι ας ρέει στις φλέβες των παιδιών άφθονη η λαχτάρα για την αναμονή -με παιχνιδίζοντα ρουν-... τίνος; Τι, αλήθεια, αναμένουν τα παιδιά της κρίσης; Μόνο αυτά και η παιδικότητά τους ξέρουν.
Ολοι οι άλλοι πάμε στρέκλα - δίπλα, θολωμένοι και κουρασμένοι· κατάκοποι θα ’λεγε κανείς από την υπερπροσπάθεια της επιβίωσης, βαρύθυμοι και ημιπαραιτημένοι από τη χαρά, ψάχνοντας το γούστο μες στην ένδεια υλικών, σωμάτων και συναισθημάτων.
Τέκνα του σκοτεινού χειμώνα χαμένων ψευδαισθήσεων· ρεαλιστές. Τι να το κάνεις τέτοιο ιδεολογικό όπλο όταν είναι άσφαιρο, άσχημο, απωθητικό, ενώ σε άλλους πανίσχυρο, «ρωμαλέο» και κατακτητικό;
Οι άλλοι είναι οι μακάριοι και οι ελίτ, αυτοί που δεν χαμπαριάζουν από κρύα και χιόνια. Χοντρόπετσοι αλλά τόσο βέβαιοι. Τόσο πεπεισμένοι ότι είναι οι νικητές σε τούτο το παλαβό κυβερνητικό συνονθύλευμα, στο αλλοπρόσαλλο άνω κάτω της έως τούδε ύπαρξης.
Αχαμνό και το φως των εορτών διότι όλα από μέσα ξεκινάνε. Μόνη πηγή φωτός οι εστίες της παλιάς κοινότητας, που κι αυτή είναι δυσπρόσιτη και όσο πάει και απομακρύνεται στον ψυχικό και πνευματικό ορίζοντα.
Να τα μας· το κρύο περονιάζει ακόμη και το μυαλουδάκι μας, το οποίο αρνείται να κατανοήσει τα ουρλιαχτά επιδοκιμασίας κεντροδεξιών και φιλελεύθερων (αυτοί μας μάραναν...). Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κομματική παλιλλογία, από το ουρανόμηκες μινύρισμα (πώς να κραυγάσεις την έκπτωση, τη διολίσθηση, την απελπισία;).
Από απελπισίαν υπάρχουν οι άνθρωποι, γράφουν κάποιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από λύπην, τότε, σκοτωνόμαστε; Πού είναι η δύναμη της γλώσσας να φωνάξει την ισότητα, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, το φτερούγισμα, τον έρωτα, τον θυμό; Καλά, φέξε μου και γλίστρησα...
Τσαλακωμένα πεζοδρόμια, κατειλημμένα από πρόσφυγες και άστεγους, ποτισμένα με δάκρυα και αίμα, τρυπημένα από μολυσμένες σύριγγες και σκεπασμένα από αμέτρητες σκιές που ψάχνουν τ’ αφεντικά τους (τα καημένα). Και τι να καταλάβεις χωρίς αφή και με ισχνή όραση, μ’ ελαφρά ακοή και τυραννισμένο σώμα;
Σώμα που, αντί να μαθαίνει να χορεύει, μυείται στο να υπακούει σε «ανωτέρους» του; Κάτι δηλαδή σαν ξένο προς τη διανόηση, που τι θα ήταν κι αυτή χωρίς αυτό; Μπα, δεν μας έμαθαν να εκθέτουμε καλά το σώμα μας στον κόσμο, στον χώρο των ιδεών.
Τώρα με την κρίση το σώμα γίνεται άσχημο κι ας το καλλωπίζουμε τάχα οι πλείστοι με δήθεν ανθρωπιστικούς επαγγελματισμούς. Κλαίει το σώμα - κι ούτ’ ένα χαρτομάντιλο στις τσέπες μας...
Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος για να είναι καλά· όμως, μόνος του τα λέει, μόνος του τ’ ακούει. Ο άλλος αντί για φίλος γίνεται εχθρός. Ε, μέσα σε τούτη τη δίνη πώς να εμπιστευτείς τόσα σώματα που περιτριγυρίζουν την «ασφάλειά» μας;
Θεωρούσαμε τις γιορτές κάτι σαν εκεχειρία, κάπως να παύαμε να σκοτωνόμαστε κι ας μην αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Κούραση και των δολοφόνων. Κούραση του αιώνα (κι ακόμη δεν άρχισε). Λιγοστό το ζεστό φαΐ, όχι για όλους. Δεν αρκεί, λέμε, αλλά δεν ντρεπόμαστε. Δεν γεννιούνται θεάνθρωποι πια· παντού κούραση.
Αλλά, να, κάτι κινείται μες στην άβυσσο της κρίσης. Οι φτωχοί «ανώνυμοι» εξακολουθούν να δίνουν, να προσφέρουν κι ας κρύβονται οι πλούσιοι· είναι καταδικασμένοι ετούτοι, ούτως ή άλλως. Αργεί η αγάπη, που διαρκεί. Ετσι, κάπως τα χρόνια πολλά.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου