γράφει ο Αριστείδης Καλάργαλης
Μερικά παλαιά, αθησαύριστα κείμενα δεν χρειάζονται εισαγωγή για την αναδημοσίευσή τους. Τέτοιο είναι και το χρονογράφημα «Χριστούγεννα» του Τάκη Κόντου, που δημοσιεύθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1931 στην εφημερίδα Ταχυδρόμος της Λέσβου. Το διαχρονικό περιεχόμενό του ίσως μας προκαλέσει κλαυσίγελο και ο σκεπτικισμός τού χρονογράφου είτε θα μας ταυτίσει μαζί του είτε θα μας κάνει να τον αμφισβητήσουμε.
Ο Τάκης Κόντος (1898-1989) είναι από τους λιγότερο, εκτός νησιού, γνωστούς συντελεστές της Λεσβιακής Άνοιξης· ποιητής, χρονογράφος, συνεργάτης πολλών εφημερίδων του νησιού, αριστερός διανοούμενος που φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες. Τα γραπτά του βρίσκονται σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά. Τύπωσε σε διασκευή τα Παραμύθια του Αισώπου (1932) και την ποιητική συλλογή Δουλεύοντας τ’ ατσάλι (1978).
Χριστούγεννα, του Τάκη Κόντου
Κουράγιο που τόχεις, Κύριε!
Μονάχα από το κουράγιο σου μπορεί να καταλάβει κανείς, πως είσαι από ράτσα θεοτικιά.
Κάθεσαι, εκεί ψηλά –πού;– μέσα στα παραδεισένια σου παλάτια και κοιτάς το ρολόι το Ήλιου και ,σαν δεις πως ήρθε η ώρα, κατεβαίνεις στη γης απ’ την ανεμόσκαλα των άστρων.
Ποτές σου δεν κάνεις λάθος, Παντογνώστα. 25 του Δεκέμβρη, με το παλιό ή με το καινούργιο ημερολόγιο, κι αν βρέχει κι αν χιονίζει.
Χίλια εννιακόσια τριάντα ένα χρόνια κάνεις την ίδια δουλειά, γεμάτος υπομονετικά χαμόγελα και χάδια στοργικά.
Έρχεσαι και μας φέρνεις σωρό τα ουράνια δώρα σου. Την καλοσύνη, την αγάπη, την ειρήνη, την παρηγοριά, την ελπίδα.
Μας τα φέρνεις και μας τα χαρίζεις, μ’ όλο που ξέρεις πως λίγες μέρες θα βαστάξουν στα παιδιάστικα μας χέρια. Να! Όσο να βαστάξουν οι γιορτές, ίσως κι όχι τόσο.
Ύστερα ο μικρός διαβολάκος, που χορεύει μέσα μας, θ’ αρχίσει πάλι να μας γαργαλά και να μας σκανταλίζει. Τα δώρα σου μας γίνουνται βαρετά και σαχλά τα παιξίματά τους. […]
Πριν περάσουν οι γιορτές, τα ουράνια παιχνίδια σου θα καταντήσουν για τον τενεκέ των σκουπιδιών. Μα εσύ είσαι καλός κι ανοιχτοχέρης και στοργικός, σαν πατέρας.
Μας φέρνεις τόσα, κι άλλα τόσα μας τάζεις, Κύριε. Όμως εκείνο το φραγγέλιο σου τι να το ’κανες αλήθεια;
Το παράτησες μέσα στο ναό της Ιερουσαλήμ ή το κρέμασες σε κανένα ουράνιο μουσείο; Γιατί δεν ακούσαμε, ως τα τώρα, να βρίσκεται κι αυτό σε κάποιαν εκκλησιά ή μοναστήρι, μέσα σε καμιά μαλαματένια, σμαλτωμένη, άγια λειψανοθήκη. Φέρε μας το, Χριστούλη, μαζί με την «Επί του όρους ομιλίαν» σου! Φέρ’ το και θα σου χρειαστεί.
Κουράγιο, που τόχεις, όμως, Κύριε, να θέλεις, σώνει και καλά, να κατεβείς και φέτος, με τέτοια κρίση!
Ή μήπως ακόμα δεν έφθασε ως τα θεϊκά αυτιά σου το κατρακύλισμα της λίρας και το τρέκλισμα της δραχμής; Ή μήπως και συ θ’ ανασκουμπωθείς να βοηθήσεις στο νταγιάντισμα του εθνικού μας νομίσματος, μαζί με τον Πατέρα — όχι τον δικό σου– της Φυλής, Κύριε;
Και πού θα κατασταλάξεις πάλι; Στη Βηθλεέμ;
Το ξέρεις δα πως εκεί πέρα είναι εγγλέζικο προτεκτοράτο και δεν είναι απίθανο η εγγλέζικια συντηρητικότητα να σε πάρει για κομμουνιστή, με κείνα τα λόγια που ξεστόμισες κάποια φορά: «Ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην». Βέβαια για τους Εγγλέζους δε μίλησες, μα το ίδιο κάνει, γιατί, με την εξέλιξη του κόσμου, οι Ιουδαίοι γεννήκανε Αγγλοεβραίοι.
Ως τόσο κι αν ακόμα τα καταφέρεις να εγκατασταθείς πάλι στα ίδια παλιά λημέρια, δε θα τα καλοπεράσεις.
Μια ξερή φάτνη θα σου μείνει, αν βρεθεί κι αυτή με την έλλειψη στέγης και με το πλήθος των ζωντανών. Οι μάγοι δεν είναι σίγουρο πως φέτος θα ’ρθούνε. Η κρίση, βλέπεις, Κύριε, και τα ταξίδια είναι πολυξόδιαστα, κι οι καιροί στενοί κι οι διατυπώσεις των διαβατηρίων ατέλειωτες.
Κι έπειτα πώς να ’ρθουν; Αστέρες δε θα βρεθούν να τους οδηγήσουν, γιατί –το ξέρεις βέβαια– από καιρό δουλεύουν στον ομιλούντα κινηματογράφο.
Μα κι αν οι Μάγοι έρθουν «εξ Ανατολών» θα ’ναι φτωχοί και μίζεροι. Πάνε πια τα παλιά μπερεκέτια. Και να μη λογαριάζεις καθόλου για τα παραδοσιακά κανίσκια — «χρυσόν και λίβανον και σμύρναν».
Ο χρυσός πάει πια, μπατάλεψε, θα σου ’ρθε βέβαια το ραδιογράφημα περί της καταργήσεως της «χρυσής βάσεως» απ’ όλα τα κράτη σχεδόν. Κι έπειτα, εκείνο το «ως βασιλέα» δεν είναι πια καθόλου της εποχής μας. Οι βασιλείες και οι βασιλιάδες έχουν από καιρό ρεζιλευτεί κι έχουν «τεθεί εκτός νόμου». Σίγουρα θα ’μαθες τα παθήματα εκείνου του ρεζίλη του Αλφόνσου.
Και «λίβανον» να μην περιμένεις. Τον έχουν κάψει όλον στα θυμιατά τους οι βουλευτές, γερουσιαστές, και ψηφοφόροι του κυρίου Ελευθερίου.
Όσο για τη «σμύρνα» να μην είσαι σίγουρος και για δαύτη. Γιατί δεν είναι ντόπιο πράμα και θα πήρες είδηση «περί του συλλόγου προστασίας των εγχωρίων προϊόντων». Κι έπειτα, πάει πια καιρός, που αλείβανε τους πεθαμένους με μυρωδικά. Τώρα δεν περισσεύουνε από τους ζωντανούς.
Μιζέρια, λοιπόν, Κύριε. Και μονάχα που θα βάνεις πάλι σε μπελάδες κι αδιαφόρετα τρεξίματα τους κακομοίρηδες τους τσομπάνηδες.
Τι σου φταίνε, Κύριε; Δε φτάνει ο καημός τους, που ψοφάν της πείνας κι αυτοί και τα ζωντανά τους, γιατί ο μπαμπακόσπορος και τα πίτουρα είναι θεάκριβα κι η γης έπαψε να βγάζει χορτάρι;
Όσο για τους αγγέλους, δουλειά τους είναι ν’ ανεβοκατεβαίνουν τις ουράνιες σκάλες. Μα οι δόλιοι «ποιμένες» τι φταίνε Κύριε;
Χριστούγεννα. Σ’ άλλους καιρούς γιορτάζαμε όλοι «εν χορδαίς και οργάνοις, εν ψυχή και σώματι». Σήμερα, απ’ όλα τα όργανα, απόμεινε μονάχα ο ταμπουράς της κοιλιάς μας. Τι θες και κατεβαίνεις αλήθεια, Κύριε; […]
Θες πάλι να μας ξαναπείς το «Αγαπάτε αλλήλους» σου; Μα δεν εβούλωσαν ακόμα τ’ αυτιά σου, πιο τρομεροί κι απ’ τις βροντές του Πατέρα σου, οι βρόντοι των κανονιών μας και δεν εμπούχτισε τον καταπιόνα σου ο στυφός καπνός των ασφυξιογόνων μας; Ή μήπως ήρθες να συνεδριάσεις μαζί με την Κοινωνία των Εθνών και το ανεκδιήγητον Πανευρώπιον για την ειρήνη του κόσμου;
Τι θες και κατεβαίνεις; Έχεις όρεξη να δεις τη βρώμικια μιζέρια μας, ν’ ακούσεις τη φαρμακωμένη μας βλαστήμια και να χαρείς με την «επί ταις εορταίς» πρόθυμη φιλανθρωπία της Μυτιληνιάς πλουτοκρατίας;
Κουράγιο, που τόχεις, αλήθεια Κύριε! Έρχεσαι και γεννιέσαι και βαφτίζεσαι και παιδεύεσαι, και θες και σώνει και καλά να μας κάνεις καλούς κι ακόμα πιο πολύ. «Εγώ είπον, θεοί εστέ!»
Έτσι και φέτος θα χαλάσεις και πάλι τη ζαχαρένια σου και θα τυρραγνιστείς για να μας μπάσεις στο δρόμο του «καλού», αφού ξέρεις πολύ καλά πως και φέτος για «τριάκοντα αργύρια» θα σε πουλήσουμε και θα σε σταυρώσουμε και φέτος, θα σε σταυρώσουμε πάλι, Κύριε!
* ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ. ΛΕΣΒΟΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2015. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ALESSANDRO PENSO
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου