γράφει η Νόρα Ράλλη
Νιώθω να ’χω μια τρύπα στο κεφάλι μου. Το καλοκαίρι γίνεται λίμνη με ψάρια και τον χειμώνα γεμίζει εξόριστα μυρμήγκια. Ξέρετε, αυτά που δεν πολυδούλευαν το καλοκαίρι. Που προτίμησαν να δουν ένα ηλιοβασίλεμα και μια ανατολή, από το να κουβαλάνε αενάως καρπούς και σπόρους. Και τον χειμώνα, όμως, δεν κάθονται ήσυχα. Γυρνοβολάνε στο κεφάλι μου και με ζαλίζουν.
Δεν χαμπαριάζουν ούτε από προγράμματα ούτε από κανόνες. Έχουν φτιάξει τη δική τους Κριστιάνια (όταν ήταν στις δόξες της, όχι τώρα). Δεν έχουν ηγέτες, δεν θέλουν σωτήρες και μου τριβελίζουν το μυαλό συνέχεια με μακροσκελείς μονολόγους: «Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη από πρότυπα. Αυτή η κοινωνία είναι σάπια, ανόητη, γκροτέσκα, απάνθρωπη. Πάντα έτσι ήταν η κοινωνία. Δεν υπήρξε ποτέ αθώα...
Οπως αυτή έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μας χειραγωγήσει, κι εμείς, οι μικροί, κάναμε τα αδύνατα δυνατά για να την ξεγελάσουμε».
«Είμαι ασκημένος στην εξαπάτηση από πάρα πολύ μικρός», μου λέει κάθε τόσο ένας μεγαλομέρμηγκας. «Κορόιδεψα τους γονείς μου, τους δασκάλους μου, γκόμενες, τα πάντα... Γιατί; Για να επιβιώσω. Για να τη βγάλω καθαρή. Για να μην παίξω το παιχνίδι τους.
Διαπίστωσα από νωρίς πως παράλληλα με αυτό το απαισιούργημα, μπορεί να στηθεί μια κοινωνία με μια φυλή μυρμηγκιών (ευτυχώς διαπίστωσα πως δεν είμαι μόνος), που πιστεύουμε στη φιλία, που πιστεύουμε στον έρωτα, που ακούμε τις ίδιες μουσικές, που πιστεύουμε στην αξιοκρατία... όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που δεν τα βρήκαμε πουθενά αλλού. Ολα αυτά είναι άγραφη κοινωνία. Δεν υπάρχει κάπου.
Δεν ψηφίζει κανέναν. Δεν έχει ηγέτη. Κινείται από μόνη της. Το θεωρεί δεδομένο και δεν έχει την ανάγκη κανενός θεού. Διότι, αφ’ ενός ο θεός δεν υπάρχει, διότι αν υπήρχε θα είχε μαθευτεί, και αφ’ ετέρου διότι επιχειρούμε... κάπως σαν ένα στοίχημα που μπήκε ερήμην μας... μια αγιοσύνη χωρίς θεό.
Θέλω ν’ αγιάσω, το καταλαβαίνετε; Δεν θέλω να έχω σχέση με τα μίζερα προβλήματά σας. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καραβοτσακισμένη ύπαρξη. Δεν μ’ ενδιαφέρει κανένας σωτήρας.
Οσοι διαθέτουν στοιχειώδες γούστο, χιούμορ, γνώση και μια απόσταση, τέλος πάντων, από τη χυδαιότητα, δηλαδή μια αριστοκρατικότητα, όλοι αυτοί ασχολούνται με χαμένες υποθέσεις. Με ουτοπίες. Δεν ασχολούνται ποτέ με πράγματα όπως τι θα γίνει όταν γεράσουν, πότε θα πάρουν σύνταξη και πότε “επιτέλους” θα ξεκουραστούν.
Δεν θέλω να ζω την κατάντια της δυτικής κουλτούρας, που έχει ξεχάσει ανθρωπισμούς και μαρξισμούς και κυριαρχείται από καθάρματα. Είναι γοητευτικά και γενναιόδωρα τα καθάρματα. Εγώ δεν χαμπαριάζω όμως. Καμία σχέση δεν θέλω να έχω μαζί τους.
Κόντρα σε ένα αυτιστικό σύστημα, που συμπεριφέρεται σαν να έχει καθίσει ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι του, κόντρα στους συνομήλικούς σου που σχολιάζουν τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, χαϊδεύοντας τον καβάλο στο γνωστό σημείο.
Αυτός ο κόσμος μού είναι αφόρητος. Είναι ένας γελοίος κόσμος, χρεοκοπημένος οριστικά. Βρε δεν πάτε μια βόλτα, να πάρετε λίγο καθαρό αέρα και να μας αφήσετε ήσυχους, λέω εγώ;».
Μ’ έχει αποτρελάνει αυτός ο μέρμηγκας. Μα πού τη βρήκε τόση δύναμη να με εξευτελίζει; Δεν ξέρει πως «με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών», με αυτά πορευόμαστε, αθώοι και καθάρματα μαζί;
Με ποια «αγιοσύνη» με ξεμπροστιάζει, άγιες μέρες Χριστουγέννων;... Μα τώρα, τι να κάνω πια; Εχει τρυπώσει για τα καλά μες στο μυαλό μου.
*Εμπνευστές του κειμένου είναι οι φίλοι, που με το έργο και τα λόγια τους, στ’ αλήθεια μού τριβελίζουν τη σκέψη: η Εύα Στεφανή, ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο τρισμέγιστος Κωνσταντίνος Καβάφης.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου