γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου
Ο Σπιτζ καυτηριάζει τη λιτότητα λέγοντας ότι είναι ένα μέσο για την εξυπηρέτηση ενός ανομολόγητου στόχου, δηλαδή της διάλυσης του κοινωνικού κράτους.
Αναφορικά με το υπερβολικό δημόσιο χρέος, υποστηρίζει ότι δεν οφείλεται στις κοινωνικές δαπάνες, αλλά στα εξωφρενικά επιτόκια που χρησιμοποιούνται από τις χρηματιστηριακές αγορές, ενώ θεωρεί τις ανισότητες απολύτως υπονομευτικές της κοινωνικής συνοχής.
• Σύμφωνα με μια νέα έκθεση της Μόργκαν Στάνλεϊ, οι πλέον άνισες οικονομίες του αναπτυγμένου κόσμου βρίσκονται στη χειμαζόμενη Νότια Ευρώπη. Οι δείκτες περιλαμβάνουν το χάσμα αμοιβών ανάλογα με το φύλο, την ακούσια μερική απασχόληση και την πρόσβαση στο Ιντερνετ. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα ευρήματα και την εφαρμογή τα τελευταία χρόνια των πολιτικών λιτότητας;
Υπάρχει άμεση σχέση. Το προφανές κίνητρο πίσω από τη λιτότητα είναι η μείωση του δημόσιου χρέους, αλλά το πραγματικό κίνητρο είναι η διάλυση του κοινωνικού κράτους, το οποίο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέστησε δυνατό έναν σημαντικό βαθμό ισότητας ευκαιριών στη Δυτική Ευρώπη, μέσω της μεταφοράς κοινωνικών πόρων, προοδευτικής φορολογίας και αναδιανομής.
Σήμερα, οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές δαπάνες αποτελούν την αιτία του δημόσιου χρέους και, επιπλέον, ότι το ίδιο το κοινωνικό κράτος είναι ένα είδος αντιφελελεύθερης κοινωνικής ρύθμισης, στον βαθμό που τείνει να παρεμποδίσει την ιδιωτική πρωτοβουλία και να θέσει προσκόμματα στη δημιουργία πλούτου.
Θέλουν να επιστρέψουμε στην καθαρή αγορά, η οποία γι’ αυτούς είναι το μόνο είδος κοινωνικής οργάνωσης ικανής να συνδυάσει την ατομική ελευθερία με τον μοναδικό τύπο ισότητας που δεν οδηγεί στην καταστροφή αυτής της ελευθερίας, και συγκεκριμένα της κυριαρχίας του νόμου, της ισότητας των δικαιωμάτων με τον αποκλεισμό οποιασδήποτε κοινωνικής ή υλικής ισότητας.
• Ισχύει αυτό;
Το υπερβολικό δημόσιο χρέος δεν οφείλεται στις κοινωνικές δαπάνες, αλλά στα εξωφρενικά επιτόκια που χρησιμοποιούνται από τις χρηματιστηριακές αγορές.
Επιπρόσθετα, οι λειτουργίες του κοινωνικού κράτους -και πάνω απ’ όλες η Παιδεία και η Υγεία- δεν αποτελούν δαπάνες, αλλά επένδυση για το μέλλον.
Είναι επίσης εντελώς λάθος να υποστηρίζουμε ότι η κοινωνία της καθαρής αγοράς είναι το μόνο είδος κοινωνικής συνεργασίας, το οποίο επιτρέπει την πραγματική ατομική ελευθερία.
Αντίθετα, τα λιγότερο ευνοημένα μέλη μιας τέτοιας κοινωνίας -εκείνα που ξεκινούν τη ζωή τους χωρίς περιουσία και χωρίς μόρφωση ή εκείνα που συναντούν κακοτυχίες στη συνέχεια- δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πραγματική ελευθερία, αφού τα λεγόμενα ίσα πολιτικά και αστικά δικαιώματα χάνουν την πραγματική τους αξία, καθώς οι ανισότητες μεγαλώνουν και, το σημαντικότερο, καθώς αυτές οι ανισότητες επιφέρουν διαφόρων μορφών προσωπική εξάρτηση και υποταγή στους τόπους δουλειάς και παντού στην κοινωνία των πολιτών.
• Η μόνιμη ανισότητα πλήττει την οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, ενώ, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση στις ευκαιρίες, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Ποια είναι η επιρροή των ανισοτήτων στην κοινωνική συνοχή και στην άνοδο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του φασισμού;
Οι πιο πρόσφατες έρευνες στις κοινωνικές επιστήμες τείνουν να αποδείξουν ότι οι αναπτυγμένες κοινωνίες υποφέρουν από μεγαλύτερες παθολογίες, καθώς αναπτύσσονται πιο άνισα.
Ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον και η Κέιτ Πίκετ έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι η ανισότητα -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η φτώχεια- ήταν υπεύθυνη για τις κοινωνικές δυσλειτουργίες, οι οποίες, με την πρώτη ματιά, φαινόταν να μην έχουν σχέση μ’ αυτήν, όπως η κακή υγεία, η παχυσαρκία, η κακή διατροφή κ.λπ.
Είναι γενικό φαινόμενο ότι όλοι, περιλαμβανομένων και των πλέον προνομιούχων, είναι σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση όταν η κοινωνία είναι πιο ίση και ότι η ανισότητα, και όχι η φτώχεια ως τέτοια, είναι ο κύριος λόγος ανησυχίας.
Καθώς οι κοινωνίες γίνονται περισσότερο άνισες, χάνουν τη συνοχή τους, παράγουν ξενοφοβία και πρέπει να ξοδεύουν ένα ακόμα μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους για να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αναταραχή.
Είναι πολύ καλά γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι δαπάνες που προκλήθηκαν στις ΗΠΑ από τον πόλεμο κατά του εγκλήματος και από την αύξηση του πληθυσμού των φυλακών έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη από τότε που, επί προεδρίας Ρίγκαν, ξεκίνησε η διάλυση του κοινωνικού κράτους και η συνακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων.
• Οι προηγούμενες γενιές των οικογενειών της μεσαίας τάξης (μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) μπορούσαν να έχουν την προσδοκία βελτίωσης του επιπέδου ζωής τους. Τώρα αυτές οι προσδοκίες σκοντάφτουν στα εμπόδια της εργασιακής και συνταξιοδοτικής ανασφάλειας. Ποιες είναι οι συνέπειες;
Στο βιβλίο του «Θεωρία της Δικαιοσύνης», ο πολιτικός φιλόσοφος Τζον Ρολς υποστήριζε ότι το πιο σημαντικό κριτήριο μιας δίκαιης κοινωνικής συνεργασίας είναι ότι δεν πρέπει να είναι υπερβολική η πίεση της δέσμευσης.
Η κοινωνική σταθερότητα είναι δυνατή μόνο εάν όλα τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτήν μπορούν να θεωρήσουν ότι οι αρχές που διέπουν τη βασική κοινωνική δομή είναι θεμελιωμένες σε λόγους που κανείς δεν μπορεί να απορρίψει ορθολογικά.
Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές ανισότητες πρέπει να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφέρουν τα ίδια πλεονεκτήματα σε όλους, περιλαμβανομένων και των λιγότερο ευνοημένων μελών της κοινωνικής συνεργασίας.
Αυτό αποτελεί μια αρχή πραγματικής αμοιβαιότητας. Ομως, όταν γίνεται αδύνατο να αναρριχηθείς στη σκάλα της κοινωνικής κινητικότητας, αυτή η αρχή της αμοιβαιότητας δεν λειτουργεί πλέον.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται στον πάτο βλέπουν ότι η κατάστασή τους επιδεινώνεται, τόσο απόλυτα όσο και σχετικά, και ότι η κορυφή του 1% προσπορίζεται ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος. Οταν συμβαίνει αυτό, οι αιτίες της κοινωνικής αναταραχής και του ατομικισμού κυριαρχούν.
• Πιστεύετε ότι οι χρηματιστηριακές φούσκες και η αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας παίζουν έναν ρόλο-κλειδί στην αύξηση των ανισοτήτων;
Φυσικά. Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας είναι ένας φαύλος μηχανισμός, ο οποίος, σε αντίθεση με τον κλασικό φιλελεύθερο ανταγωνισμό, αυξάνει τον πλούτο όχι εκείνων που εισάγουν καλύτερα προϊόντα στην αγορά σε χαμηλότερη τιμή, αλλά εκείνων που μπορούν να εκμεταλλευτούν τυχαία πλεονεκτήματα ή να κερδοσκοπούν πάνω σε ορισμένους κινδύνους, για τους οποίους όμως υπαίτιοι είναι οι ίδιοι.
Εχει υπάρξει ένας μετασχηματισμός από μια οικονομία που επιβραβεύει την πραγματική χρησιμότητα σε μια οικονομία που επαινεί την πονηριά και άλλα ηθικά αμφιλεγόμενα δήθεν ταλέντα.
Αυτή η οικονομία επιφυλάσσει μια εξέχουσα θέση σε ανθρώπους που, συνολικά, είναι περισσότερο επιβλαβείς απ’ ό,τι χρήσιμοι, αφού απειλούν την επιβίωση του συστήματος.
Σ’ αυτή τη σύγχρονη οικονομία, οι ανισότητες είναι όλο και λιγότερο αποδεκτές, ώστε να έχει γίνει απολύτως αδύνατο να ισχυριστείς ότι ο πλούτος κατευθύνεται σε κοινωνικά χρήσιμους ανθρώπους.
• Σήμερα, έχουμε ένα διπλό επίπεδο ανισοτήτων: ανισότητες μέσα στα κράτη και ανισότητες μεταξύ των κρατών. Οπως το θέτει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «φαίνεται ότι τελικά ανακαλύψαμε το περίφημο “αεικίνητο”, δηλαδή τις ανισότητες. Αυξάνονται σχεδόν χωρίς καμία εξωτερική ώθηση». Τελικά, γιατί πρέπει να αγωνιζόμαστε κατά των ανισοτήτων;
Ναι, είναι αλήθεια ότι η αύξηση των ανισοτήτων είναι μια αυτοτροφοδοτούμενη κίνηση. Οσο περισσότερο συγκεντροποιημένος είναι ο πλούτος τόσο περισσότερο αποκτά τη δυνατότητα να προσελκύει επιπρόσθετους πόρους και να βαθαίνει την ανισότητα.
Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ορισμένες σκόπιμες πολιτικές αποφάσεις -οι οποίες ελήφθησαν στη Δύση τη δεκαετία του 1980- βρίσκονται στις πηγές αυτής της αύξησης.
Ο Βρετανός οικονομολόγος Αντονι Ατκινσον είναι πολύ θετικός σ’ αυτό το σημείο στο πρόσφατο βιβλίο του: Η ανισότητα, υποστηρίζει, δεν είναι καμία φυσική συνέπεια κάποιου χαρακτηριστικού της σύγχρονης οικονομίας, αλλά είναι συνέπεια συνειδητών επιλογών, οι οποίες μπορούν κάλλιστα να αντιστραφούν. Θα έλεγα ότι έχουμε δύο πολύ καλούς λόγους να επιθυμούμε μια τέτοια αντιστροφή.
Ο ένας είναι ότι η ανισότητα απειλεί τη δημοκρατία, δημιουργώντας μια παρωδία ίσων πολιτικών δικαιωμάτων. Ολοι ξέρουν ότι, εξαιτίας των λόμπι, τη σημερινή νομοθεσία την επεξεργάζονται και τη φτιάχνουν οι αφέντες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής εξουσίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, μακριά από το να αποτελούν ένα κύμα που σηκώνει όλες τις βάρκες, συμπεριλαμβανομένων και των μικρότερων, οι αυξανόμενες ανισότητες προκαλούν την παρακμή της υλικής κατάστασης του φτωχότερου τμήματος των δυτικών κοινωνιών.
Πώς μπορούμε να οραματιστούμε ένα ειρηνικό μέλλον εάν, τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών, η ευημερία ορισμένων θυσιάζεται μονίμως, προκειμένου οι πλουσιότεροι να μπορούν να συνεχίζουν να ξοδεύουν και να ζουν άσωτα;
Ποιος είναι
Γεννημένος το 1952, ο Σπιτζ είναι σήμερα καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris I). Αντικείμενό του είναι η θεωρία της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων, αλλά και η ιστορία της πολιτικής σκέψης.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Γιατί πρέπει να αγωνιζόμαστε κατά των ανισοτήτων;» εκδόσεις Πόλις, 2015.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου