Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Στα 12 χρόνια μου, μια άνοιξη
λίγο πιο ζεστή και πιο φωτεινή από αυτή, μου χάρισαν ένα ποδήλατο: σκούρο ροζ
με γυαλιστερές ακτίνες και καφετιά σέλα από δέρμα, καλαθάκι πάνω από την πίσω
ρόδα, κουδουνάκι για κόρνα και δυνατό φρένο. Δεν ήταν καινούργιο, ανήκε πριν σε
ένα άλλο κορίτσι, που το βαρέθηκε και ήθελε να αγοράσει ένα άλλο.
Ημουν πολύ χαρούμενη, γιατί ήταν
ένα πραγματικό ποδήλατο, όχι παιδικό, δεν είχε βοηθητικές ρόδες. Ηταν όσο
έπρεπε ψηλό για το μπόι μου -δεν ψήλωσα πολύ έκτοτε- και, επιτέλους, θα μου
χάριζε ένα βαθμό ελευθερίας που δεν είχα μέχρι τότε: θα μπορούσα να πηγαίνω
όπου θέλω γρήγορα, ακόμη και στο σχολείο, να κάνω βόλτες.
Σκεφτόμουν εκδρομές με τους
φίλους μου σε κοντινές αποστάσεις: έως το δάσος του Διονύσου ή απογεύματα στους
ήσυχους δρόμους με τα πλατάνια στην Κηφισιά, όπως στις μαυρόασπρες ελληνικές
ταινίες. Ολα φάνταζαν τέλεια.
Αλλά μόλις άρχισα κάπως να
μαθαίνω καλά, να αποκτώ ισορροπία, το ποδήλατο χάθηκε. Για την ακρίβεια, μου το
έκλεψαν. Κάποιος «ποντικός» σκαρφάλωσε τη νύχτα στο μπαλκόνι και το πήρε.
Ακόμη θυμάμαι την απογοήτευση και
τη στενοχώρια μου. Πάνε τα μεγάλα σχέδια και τα όνειρα για βόλτες και
περιπέτειες πέρα από τη γειτονιά μου. Ημουν απαρηγόρητη.
Φτηνά μού φαίνονταν τα λόγια των
δικών μου: «Μη στενοχωριέσαι, θα πάρουμε άλλο». Ή, «σε λίγα χρόνια θα μπορείς
να οδηγείς αυτοκίνητο, για το ποδήλατο κλαις;» Ή ακόμα, «συμβαίνουν αυτά, τι να
κάνουμε, άδικα στενοχωριέσαι. Ολα διορθώνονται».
Με τον καιρό το ξέχασα. Οταν με
ρωτούσαν αν θέλω κάτι για δώρο, ποτέ δεν ζητούσα ποδήλατο. Ούτε το έμαθα ποτέ
σωστά. Τα μεγάλα αθλητικά ποδήλατα με τις ταχύτητες που είχαν τα αδέλφια μου
δεν με συγκινούσαν.
Μαζί με μένα μεγάλωνε και η πόλη
μου, πολλαπλασιάζονταν τα αυτοκίνητα, στένευαν οι δρόμοι, δυσκόλευε η
μετακίνηση. Ωσπου έγινε κι αυτή απροσπέλαστη. Αργότερα έγινα και οδηγός όπως
πολύ καλά είχε προβλέψει η γιαγιά μου, που με εμπιστευόταν τυφλά όταν την είχα
συνοδηγό, κι έτσι το σκούρο ροζ ποδήλατο πήγε και κάθισε σε ένα κλειστό κουτάκι
σε μια γωνιά της μνήμης.
Ωσπου βρέθηκα σε μια μικρή
ευρωπαϊκή πόλη με ανοιχτούς δρόμους, μεγάλες πλατείες, ειδικές λωρίδες
κυκλοφορίας για ποδήλατα, άνετα πεζοδρόμια, λίγα αυτοκίνητα και ελάχιστο
κυκλοφοριακό φόρτο. Μητέρες με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα έκαναν βόλτες και
ψώνια με τα ποδήλατα, άλλοι πήγαιναν στη δουλειά τους, ενώ υπήρχαν παντού
ποδήλατα προς ενοικίαση για όποιον επιθυμεί να τα χρησιμοποιήσει.
Και τότε ζήλεψα ή στενοχωρήθηκα.
Πρώτη φορά με πείραξε τόσο που δεν ήξερα ποδήλατο, που δεν μπορούσα να ταξιδέψω
μέσα στην πόλη, να κερδίσω χρόνο και να προλάβω να την απολαύσω σαν τους
κατοίκους της.
Ηθελα να περάσω κουδουνίζοντας
πάνω από τα γεφύρια της, πιο γρήγορη από το ποτάμι που τη διατρέχει, να κάνω
βόλτα στο πάρκο της και στα κοντινά περίχωρα, να βάλω ψώνια στο καλαθάκι μου
-λουλούδια από τους πλανόδιους πωλητές, σοκολάτες και καρτ ποστάλ για την
οικογένεια και τους φίλους μου. Να μπορέσω να δω και να φωτογραφίσω ό,τι δεν μπορούσα
περπατώντας.
Οταν επέστρεψα πάντως, η λαχτάρα
μου υποχώρησε. Εδώ οι δρόμοι δεν επιτρέπουν βόλτες με ποδήλατα, πολλώ δε μάλλον
μετακινήσεις από και προς τη δουλειά ή το σχολείο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Πάντα ανησυχώ για τους συμπολίτες μου ποδηλάτες όταν τους συναντώ στους
δρόμους. Χρειάζεται αρκετό ηρωισμό -οι λόγοι ορατοί διά γυμνού οφθαλμού.
Το μόνο που σου επιβάλλει η πόλη
είναι η ζωή ποδήλατο: να τρέχεις από υποχρέωση σε υποχρέωση, να μην
προλαβαίνεις μερικές φορές να χαρείς ούτε τα μικρά. Ευτυχώς, υπάρχουν κι εκείνα
τα κουτάκια της μνήμης που σου θυμίζουν πώς ήσουν στην εφηβεία και κάπου
στηρίζεσαι για να συνεχίσεις. Αλλά πάντα αναρωτιέσαι: μπορεί κάτι να αλλάξει,
αν όχι για σένα, για τους επόμενους;
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου