Γράφει ο Πέτρος Μανταίος
Ξημέρωμα Πάσχα στο χωριό.
Ψυχρούλα αλλά υποφερτή. Εβρεχε το βράδυ της Ανάστασης. Ο,τι έχεις γυρίσει από
βόλτα με τη σκύλα. Καφές, πολυθρόνα, θέα στο χωριό, ρέμβη. Ησυχία απέραντη.
Δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει τον
ανήφορο οι καπνοί από τις θράκες του οβελία. Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή, αλήθεια;
Τι λέξεις της βάζεις; Εχεις ακόμα στ’ αυτιά σου κρότους από τα χθεσινά
βαρελότα. Μόνο που αυτά συνέβησαν άλλη μέρα. Με την Ανάσταση. Τώρα σιωπή. Της
Ανάπαυσης ίσως; Λίγο προτού ξεκινήσουν οι ετοιμασίες της μεγάλης γιορτής της
Λαμπρής και της Ανοιξης; Το γλέντι;
Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Δυο κοκόρια, ένα στη μια, τ’ άλλο στην άλλη
άκρη του χωριού. Ξύπνησαν και θέλουν να ξυπνήσουν το χωριό ή τα λένε μεταξύ
τους; Ανταλλάσσουν μηνύματα; Οι καρδερίνες στη ρεματιά. Πρωτύτερα, προτού
ξημερώσει, ήταν τ’ αηδόνια, τώρα που ξημέρωσε έπιασαν βάρδια οι καρδερίνες.
Κοκόρια, αηδόνια, καρδερίνες,
ανάμεσα και κάποιος κότσυφας… Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Δεν ησυχάζει η φύση.
Κοινότοπο, αλλά δεν ησυχάζει, μέρα-νύχτα. Πρόσφατα, έβλεπες σε ντοκιμαντέρ πόσο
από το ζωικό βασίλειο ζει τη νύχτα και πόσο τη μέρα. Οι άνθρωποι μετράμε με τα
μέτρα μας· το είπε ο Πρωταγόρας από τότε… Αν μετρούσαμε, κατά φύσιν, είναι
απίστευτα πιο πολλά τα έμβια που δεν κοιμούνται νύχτα και εργάζονται για τον
επιούσιο.
Πώς συλλαβίζεις τη σιωπή; Υπάρχει
και ο εσωτερικός συλλαβισμός, της μνήμης. Θυμάσαι, προηγούμενα Πάσχα στο ίδιο
χωριό, κοντεύουν τα τριάντα. Περνάνε τα χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Ονόματα·
κάθε όνομα και η θέση του στον χώρο και τον χρόνο: Χριστίνα, Αντώνης, Γιώργος,
Αλέκος, Λάκης, τόσοι και τόσοι. Ηταν και δεν είναι. Ετοιμασίες, κληματόβεργες,
θράκα, χώνεμα, από τα χαράματα. Τώρα, όλο και κάπου είσαι καλεσμένος…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου