Ανάλογος συγχρωτισμός ανθρώπων σε έναν τόπο δεν έχει σημειωθεί
ποτέ ξανά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κάθε μήνα περίπου 2,3 δισεκατομμύρια
άνθρωποι, το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού, χρησιμοποιούν το Facebook.
Οικονομολόγοι αναγνωρίζουν πως οι χρήστες του αποκομίζουν οφέλη αξίας
δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις υπηρεσίες που προσφέρει το κατεξοχήν μέσο
κοινωνικής δικτύωσης.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, το Facebook κατηγορείται για πλήθος
κοινωνικών δεινών είτε πρόκειται για τον εθισμό εκατομμυρίων ανθρώπων και
προώθηση της ρητορικής του μίσους είτε για τη διάβρωση του εμπεριστατωμένου
πολιτικού διαλόγου, ακόμα και την υποκίνηση εθνοκαθάρσεων. Σύμφωνα με ολοένα
περισσότερες μελέτες οι κατηγορίες αυτές σίγουρα δεν είναι εντελώς αβάσιμες.
Οπότε «ενδέχεται να ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε πώς θα ήταν η ζωή χωρίς το
Facebook», επισημαίνεται σε πρόσφατο άρθρο του Economist.
Μάλιστα διάφορες
επιστημονικές ομάδες έχουν πραγματοποιήσει ήδη κάποια σχετικά πειράματα,
εξοστρακίζοντας (παροδικά φυσικά) κάποιους από τους δισεκατομμύρια πολίτες
αυτής της παγκόσμιας διαδικτυακής κοινότητας. Το περασμένο Ιανουάριο ομάδα
ειδικών από το Στάνφορντ και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης δημοσιοποίησαν τα
αποτελέσματα του μεγαλύτερου ανάλογου πειράματος που έχει διεξαχθεί έως σήμερα.
Λίγο πριν από το τέλος του 2018 επιστράτευσαν μερικές χιλιάδες χρήστες του
Facebook και τους ζήτησαν να απενεργοποιήσουν τους λογαριασμούς τους για
διάστημα τεσσάρων εβδομάδων. Οι ερευνητές, αφότου σιγουρεύτηκαν πως οι
εθελοντές απείχαν όντως από το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ξεκίνησαν να μελετούν
τις συνέπειες της απομάκρυνσής τους.
Αποδείχτηκε, τελικά, πως ο αντίκτυπος στις
ζωές τους ήταν ιδιαίτερα θετικός. Καταρχάς κέρδισαν μια επιπλέον ώρα ελεύθερου
χρόνου κατά μέσο όρο και οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποιούσαν αυτά τα
έξτρα λεπτά της ημέρας τους όχι για να επισκεφθούν άλλους ιστότοπους ή μέσα
κοινωνικής δικτύωσης αλλά για να δουν τηλεόραση και να περάσουν χρόνο με φίλους
ή συγγενείς τους. Ήταν λιγότερο ενημερωμένοι σε σχέση με το παρελθόν αλλά και
λιγότερο δογματικοί στις απόψεις τους συγκριτικά με όσους συνέχιζαν να
χρησιμοποιούν το Facebook. Δήλωσαν επίσης πως αισθάνονταν πιο ευτυχισμένοι και
λιγότερο αγχωμένοι.
Το πείραμα συνέβαλε επίσης στο να μετριάσουν, ακόμα και να
αποβάλουν, κάποιοι τη συνήθεια να εισέρχονται ψυχαναγκαστικά στο Facebook.
Αρκετές εβδομάδες μετά την περίοδο αναγκαστικής αποχής, οι συμμετέχοντες στο
πείραμα ξόδευαν κατά 23% λιγότερο χρόνο συγκριτικά με όσους δεν το εγκατέλειψαν
ποτέ ενώ το 5% εξ αυτών δεν είχε ακόμα επανενεργοποιήσει τον λογαριασμό του.
Και το χρηματικό ποσό που οι χρήστες θα ήταν πρόθυμοι να δεχτούν για να
απενεργοποιήσουν τους λογαριασμούς τους για ακόμη τέσσερις εβδομάδες, ήταν μειωμένο
κατά 13% σε σχέση με το παρελθόν. «Με άλλα λόγια, οι χρήστες υπερεκτιμούν το
πόσο εκτιμούν την υπηρεσία», σημειώνουν οι συντάκτες του Economist, κάνοντας
λόγο για μια «εσφαλμένη αντίληψη που διορθώθηκε μετά από έναν μήνα αποχής».
Οι
περισσότεροι, ωστόσο, εξακολουθούν να διστάζουν να εγκαταλείψουν οριστικά το
μέσο κοινωνικής δικτύωσης, γεγονός που υποδεικνύει πως το Facebook, παρά τα
πολλά προβλήματά του, προσφέρει αρκετά στους χρήστες του, τα οποία θεωρητικά θα
εξαφανίζονταν εάν ξαφνικά σταματούσε η λειτουργία του.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του Economist «οι χρήστες υπερεκτιμούν το πόσο εκτιμούν την υπηρεσία» |
Το εν λόγω συμπέρασμα, ωστόσο, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο. Για τους
συμμετέχοντες στο πείραμα το δίλημμα έγκειτο στο να επανενταχθούν ή όχι στην
παγκόσμια κοινότητα του Facebook ενόσω όλοι οι υπόλοιποι χρήστες θα συνέχιζαν
να το χρησιμοποιούν κανονικά. Οπότε είναι πολύ πιθανό ένας χρήστης να μην θέλει
να εγκαταλείψει μια υπηρεσία που χρησιμοποιούν 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Αλλά ενδέχεται επίσης ο κόσμος μας να ήταν όντως καλύτερος εάν το Facebook δεν
υπήρχε.
Πώς θα ήταν, όμως, ο κόσμος αυτός; Ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης
αναπτύσσεται χάρη στις αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας. Όσο περισσότεροι
άνθρωποι το χρησιμοποιούν, τόσο περισσότερες διασυνδέσεις εξυπηρετεί αυτό,
αυξάνοντας έτσι την αξία του για κάθε χρήστη.
Αυτός είναι ο τρόπος χάρη στον
οποίο γιγαντώθηκε το Facebook. Ιδρύθηκε το 2004, σε μια περίοδο που το ποσοστό
του παγκόσμιου πληθυσμού που χρησιμοποιούσε το Διαδίκτυο αυξανόταν ραγδαία. Νέοι
χρήστες ελκύονταν σχεδόν αναγκαστικά από το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που
χρησιμοποιούσαν ολοένα περισσότεροι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί τους, γεγονός
που ενίσχυσε τα πλεονεκτήματα του Facebook – «με τον ίδιο τρόπο που μια
ακμάζουσα πόλη προσελκύει νέους κατοίκους εξαιτίας των ευκαιριών που έχει
δημιουργήσει ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που βρίσκονται ήδη εκεί. Θα μπορούσε να
ειπωθεί πως το Facebook είναι η πρώτη ψηφιακή μεγαπόλη στον κόσμο, που
κατακλύζεται από ανθρώπους, διευκολύνοντας τις ανθρώπινες επαφές, θετικές και
αρνητικές».
Για να γίνει κατανοητή η ισχύς που κατέληξε να διαθέτει το
Facebook, ο Economist επιστρέφει στον 19ο αιώνα και στις βιομηχανικές
μεγαλουπόλεις που ξεφύτρωσαν και άκμασαν κατά μήκος των Μεγάλων Λιμνών της
Βόρειας Αμερικής χάρη στις λιμναίες μεταφορές, ειδικά όταν κατασκευάστηκαν τα
πρώτα κανάλια που συνέδεαν τις λίμνες με τον Ατλαντικό Ωκεανό. «Οι μεταφορές
μέσω των Μεγάλων Λιμνών δεν είναι πλέον τόσο κερδοφόρες όσο ήταν στο παρελθόν,
αλλά εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μένουν σε πόλεις όπως το Σικάγο και
το Ντιτρόιτ, το Κλίβελαντ και το Μπάφαλο».
Η ερμηνεία του γεγονός αυτού είναι
σύνθετη. Γιατί εάν μερικές χιλιάδες άνθρωποι μετακόμιζαν σήμερα για έναν μήνα
στη Νότια Καλιφόρνια, συμμετέχοντας σε κάποιο υποθετικό πείραμα, πολύ πιθανώς
να αξιολογούσαν την εμπειρία τους άκρως θετικά. Ωστόσο θα επέστρεφαν στις
πόλεις και στα σπίτια τους εξαιτίας των
φίλων, των συγγενών και των επαγγελματικών τους επαφών. Η επιλογή τους θα
αντικατόπτριζε την προστιθέμενη αξία των πόλεων των Μεσοδυτικών Πολιτειών. Θα
μπορούσε, όμως, να υποδηλώνει επίσης πως οι κάτοικοι των εν λόγω πόλεων είναι
εγκλωβισμένοι σε μια αρνητική ισορροπία: οι ζωές τους θα άλλαζαν προς το
καλύτερο, μόνο εάν συμφωνούσαν συλλογικά να αποδημήσουν όλοι μαζί σε θερμότερα
κλίματα.
Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται ωστόσο και στην πραγματική ζωή. Δύο
βρετανοί επιστήμονες, ένας από το London School of Economics και ένας από το
πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μελέτησαν την ιστορία των πόλεων της ρωμαϊκής εποχής
στη Βρετανία και στη Γαλλία. Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει,
οι γαλλικές πόλεις αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικές από τις πόλεις της Βρετανίας και
συνέχισαν να λειτουργούν όπως κατά το παρελθόν. Όταν, όμως, κατά τους επόμενους
αιώνες, τα πλεονεκτήματα της εγγύτητας σε πλεύσιμα ύδατα ήταν πλέον δεδομένα,
οι βρετανικές νέες πόλεις που ιδρύθηκαν μετά την πτώση των Ρωμαίων, ήταν
καλύτερα προετοιμασμένες με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν περισσότερο από τις
γαλλικές. Από το 1200 έως το 1700, ο πληθυσμός αυξήθηκε ταχύτερα στις πόλεις
που διέθεταν ακτές. «Οι Βρετανοί επωφελήθηκαν από την επαναρρύθμιση του αστικού
δικτύου τους, ενώ οι Γάλλοι εξακολουθούσαν να μοιράζονται τις πόλεις στις
οποίες κατοικούσαν οι ρωμαίοι πρόγονοί τους».
Στην περίπτωση που ο Μαρκ
Ζάκερμπεργκ επέλεγε να βγάλει από την πρίζα το δημιούργημά του, κάποια άλλη,
παρόμοια πλατφόρμα, θα καταλάμβανε τη θέση του. Αλλά η εποχή του Facebook θα
μπορούσε να αποτελεί το αποτέλεσμα μοναδικών, εφήμερων ιστορικών συνθηκών. «Σε
αυτήν την περίπτωση, ενδέχεται να είναι εφικτή η ανάπτυξη μιας θετικότερης
οικολογίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – αρκεί οι πολίτες του Facebook να
παροτρυνθούν να αναζητήσουν κάτι καλύτερο», καταλήγει το λονδρέζικο περιοδικό.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου