γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Τρεις μέρες συνεχόμενα έβρεχε.
Για την ακρίβεια έβρεχε τρεις νύχτες. Μετά τις 11 το βράδυ και έως τα
ξημερώματα.
Ενιωθε μεγάλη κούραση, αυτή την
κούραση που φέρνει η άνοιξη: βαριά μάτια, βαριά πόδια, βαριά καρδιά, καμία
διάθεση για πολλές πολλές κουβέντες, νύσταζε διαρκώς και πολύ. Αλλά αυτή τη
βροχή δεν την άντεχε. Ολα ανάποδα, σαν να είχε αλλάξει ημισφαίριο, να είχε
μετοικήσει στην Αυστραλία, και τέλη Μαΐου να περίμεναν πια τον χειμώνα.
Εκείνο το πρώτο βράδυ της βροχής
είχε βραχεί. Ξεκίνησε το πρωί από το σπίτι καλοκαιρινή: ελαφρά ρούχα και
παπούτσια και έναν λαμπρό ήλιο γεμάτο υποσχέσεις. Μόνο ένα ζακετάκι είχε μαζί
της, έτσι, από συνήθεια. Στενοχωριόταν που έπρεπε να πάει στη δουλειά, να
κλειστεί στο ανήλιαγο γραφείο.
Το βράδυ όμως, επιστρέφοντας στο
σπίτι, βράχηκε για τα καλά. Ευτυχώς, το ζακετάκι προστάτεψε την μπλούζα της
ώσπου να μπει στο μετρό. «Ομπρέλα αύριο. Να μην την ξεχάσω», σκέφτηκε.
Είχε προηγηθεί ένας αλλόκοτος
καύσωνας, που έλιωνε και την άσφαλτο, και ύστερα πτώση της θερμοκρασίας και
φθινόπωρο - ή μήπως χειμώνας; Δεν πρόλαβε να μαζέψει τα μάλλινα και τώρα τα
βράδια έριχνε κουβέρτα στο κρεβάτι για να ζεσταθεί.
Αισθανόταν θηρίο στο κλουβί.
Κοίταζε το ημερολόγιο και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο καιρός έκανε
αλλόκοτους κύκλους από την αρχή του χρόνου. Ηπιος χειμώνας, μαρτυρική άνοιξη,
ξαφνικά καλοκαίρι και μετά αυτό: βροχές και κρύο.
Ο καιρός τής είχε υποσχεθεί ένα
καλοκαίρι και μετά της το πήρε πίσω. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Πώς να
τα βάλεις με τον καιρό…
Νύσταζε, αλλά δεν ήθελε να
κοιμηθεί. Ηθελε να κοιμηθεί, αλλά δεν νύσταζε. Εβλεπε εικόνες φύλλων να τρέχουν
μαζί με το νερό στον δρόμο. Αλλη φορά θα σκεφτόταν ότι θέλει να τα ζωγραφίσει,
αλλά τώρα ήθελε να τους φωνάξει: «Πού πάτε; Η θέση σας είναι εκεί ψηλά, στο
δέντρο».
Κρύωνε, αλλά άνοιξε την
μπαλκονόπορτα για να μυρίσει τη βροχή. Επεφτε ήσυχα, με μια ήρεμη σιγουριά,
ήξερε τι έκανε αυτή. «Εγώ δεν ξέρω τι να κάνω», σκεφτόταν. Εβαλε σε ένα
ποτηράκι λικέρ πικραμύγδαλο - το τελευταίο από αυτό που είχε φτιάξει η μάνα
της. Στράγγιξε καλά την «κεντητή» καράφα και την έβαλε στον νεροχύτη.
«Αν κάπνιζα, θα άναβα κι ένα
τσιγάρο», σκέφτηκε και πάλι τη μάνα της συλλογίστηκε. «Μην τον βάλεις ποτέ στο
στόμα σου αυτόν τον διάολο. Κανένα καλό δεν θα σου κάνει». Χαμογέλασε κι ας
ήθελε να κλάψει ξαφνικά.
Στεκόταν εκεί, μισή καλοκαιρινή
-με σαγιονάρες και καλοκαιρινές πιτζάμες- και μισή χειμωνιάτικη - με βαριά
ζακέτα. Μισή μέσα στο σπίτι και μισή στο μπαλκόνι και έπινε γουλιά γουλιά το
σώσμα από το λικέρ. Τι ωραία που τη ζέσταινε… Θα μπορούσε να πει ότι ήταν
παλαιωμένο. Τουλάχιστον έξι χρόνια παλιό, ίσως εφτά.
«Επρεπε να μάθω τη συνταγή.
Σπασμένα κουκούτσια από βερίκοκα, κανέλα, γαρίφαλα, κονιάκ, ζάχαρη. Ναι, αλλά
πόσο από το καθένα…», μονολόγησε.
Θυμόταν τη μεγάλη γυάλα με το
κονιάκ και τα αμυγδαλάκια από τα κουκούτσια του βερίκοκου στη γωνία στο
μπαλκόνι, εκεί που χτυπούσε περισσότερες ώρες ο ήλιος. Δύο μήνες, τρεις; Μαζί
με τη ζάχαρη ή χωρίς; Ούτε αυτό θυμόταν καλά.
Κάπου έπεσε μια αστραπή,
δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε μια εκκωφαντική βροντή. Στη γειτονιά έσβησαν τα
φώτα και άρχισαν να χτυπάνε οι συναγερμοί. Διακοπή ρεύματος.
Μπήκε στο σπίτι να ανάψει κεριά
αλλά δεν έκλεισε την πόρτα. Επέστρεψε στο παράθυρο και αποτέλειωσε το λικέρ
της. Εκεί στην τελευταία γουλιά θυμήθηκε τα βερίκοκα στο ψυγείο.
Ακόμη μια αστραπή και μια πιο
δυνατή βροντή. Ολη η γειτονιά στο σκοτάδι, μόνο κανένα αυτοκίνητο που περνούσε
στον δρόμο έριχνε πότε πότε λίγο φως.
Επρεπε να κάνει λικέρ
πικραμύγδαλο, σκέφτηκε. Θα έβρισκε συνταγή. Πήγε στο ψυγείο και έπλυνε τρία
βερίκοκα. Σε ένα παλιό πιάτο έστρωσε χαρτί και έβαλε τα κουκούτσια να
στεγνώσουν. Μετά βγήκε ξανά στο μπαλκόνι. Ωσπου ήρθε το φως.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου