Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Βουτιά με έναν λαθραίο


Το ’63 βγήκα λαθραίος στη Αυστραλία και πήγα και βρήκα τον θείο σου τον Γιάννη, που είχε μαγαζί και βοηθούσε τους λαθρομετανάστες, έτσι μου ‘πε πρωί πρωί ένας άνθρωπος σήμερα.
Μες στη θάλασσα ήμουνα κι αυτός απέξω, τυλιγμένος με μια πετσέτα, μονάχοι στην παραλία, οι δυο μας, βοριαδάκι είχε και τα νερά ήτανε πάγος. Αντί να κολυμπάω να ζεσταθώ, στάθηκα και τον άκουγα, μου τράβηξε το ενδιαφέρον ο λαθραίος Έλληνας.
Ο θείος σου είχε βγει κι αυτός λαθραίος κάποτε, μου πε, ήξερε τι είναι να είσαι λαθρομετανάστης, να μην έχεις πού να πας και τι να κάνεις, να μην έχεις άνθρωπο να ‘κουμπήσεις. Γι αυτό τους βοηθούσε όλους, τους στήριζε. Είχε κάτι δώματα πάνω από το μαγαζί και μας έβαζε εκεί. Μας φιλοξενούσε. Τρώγαμε και κοιμόμασταν εκεί μέχρι να βρούμε την άκρη μας, μια δουλειά κι ένα δρόμο.
Οι Αυστραλοί μάς φωνάζανε “μικρόβια” και εμείς, οι Έλληνες, δουλεύαμε σε μαγαζιά, στη λάντζα, δώδεκα ώρες τη μέρα, δεκατέσσερις…
Στα βαπόρια παίρναμε έντεκα λίρες και δέκα σέντσια το μήνα, στο μαγαζί που έπιασα δουλειά πήρα 14 λίρες βδομαδιάτικο και πήγα το βράδυ στο στρώμα μου, μέσα στο μαγαζί κοιμόμουνα, μέσα έτρωγα, μέσα όλα, εκεί μέσα ζούσα, και πήγα να κοιμηθώ το βράδυ και βαστούσα τις λίρες σφιχτά στο χέρι μου και το βαλα κάτω από το μαξιλάρι και κοιμόμουνα με τις λίρες κάτω από το κεφάλι μου. Μες στη νύχτα ξυπνούσα για να βεβαιωθώ ότι βαστούσα τις λίρες, αυτά μου λεγε ο άνθρωπος σήμερα στο πρωινό μας συναπάντημα κι εγώ χαμογελούσα πικρά μες απ’ το παγωμένο νερό.
Τότε όλα τα ελληνικά βαπόρια που πιάνανε Αυστραλία, κατεβάζανε λαθραίους. Το μισό πλήρωμα έβγαινε έξω κι έφευγε. Το ξέρανε αυτό οι εταιρίες και δεν τους γυρεύανε καθόλου. Σήκωνε το βαπόρι άγκυρα μόλις τέλειωνε τη δουλειά του στον ντόκο και έφευγε, τους παρατούσε εκεί όσους είχανε εξαφανιστεί. Κι έτσι γέμισε η Αυστραλία Έλληνες λαθρομετανάστες. Μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε ήμασταν όλοι, αυτή ήτανε η μόνη μας περιουσία, διότι τίποτα άλλο να πάρομε μέσα από το βαπόρι δε μπορούσαμε, κι όσα μας χρωστούσε η εταιρία μέχρι εκείνη τη μέρα, τα χάναμε, αλλά ήξερες πως θα βγεις έξω στην Αυστραλία και θα δουλέψεις, αν ήσουνα τυχερός θα βρισκες το δρόμο σου γρήγορα. Εκεί δεν κυνηγούσε η αστυνομία, ούτε τα ιμιγκρέσια μας γυρεύανε. Ήτανε εποχές που η Αυστραλία ήθελε χέρια και μας αφήνανε ήσυχους. Μονάχα άμα έκανες φασαρίες σε πιάνανε και σε διώχνανε.
Έκανε μια μεγάλη παύση, ο Θεός να τον αναπαύει τον θείο σου τον Γιάννη που με στήριξε σαν πρωτοβγήκα όξω στο Σίδνεϋ, είπε κατόπιν, το 63 ήτανε, 16 χρονώ παιδάκι ήμουνα, και δεν είχα πού την κεφαλή κλίνει, για σκέψου, αναπολούσε κι ετοιμαζότανε να αναχωρήσει από την παραλία…
Τώρα που σε είδα, τον θυμήθηκα τον μπάρμπα σου, μου είπε χαμογελαστός, πήρε την πετσέτα του κι έφυγε, κουνούσε ακόμα το κεφάλι του κι αναθυμότανε
Βούτηξα κι εγώ το δικό μου κεφάλι στην παγωμένη θάλασσα, να συνέλθει, όχι από την προσωπική αυτή μαρτυρία που άκουσα πρωί πρωί αλλά από την κατάντια μας, που γίναμε και ρατσιστές, τρομάρα μας..

Πηγή: yiannismakridakis.gr

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *