του Χρήστου Λάσκου*
Πριν μερικές μέρες ο Adam Posen, πρόεδρος του Peterson Institute of International Studies, στουςFinancial Times («Λάθος το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας»· μεταφρασμένο στο:http://goo.gl/LNgR73) σημείωνε πως η Γερμανία αποτελεί ένα πλούσιο κράτος, που ακολουθεί μοντέλο αναπτυσσόμενης οικονομίας, και προέβλεπε πως η εξάρτηση του γερμανικού καπιταλισμού από τους χαμηλούς μισθούς θα αποδειχτεί συνταγή καταστροφικής αποτυχίας. Την ίδια εποχή ο πολύς Άσμουσεν, ο Γερμανός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τη δική του οπτική γωνία, διαπίστωνε ότι «τα επόμενα 5 με 10 χρόνια η Γερμανία θα ξαναγίνει ο ευρωπαίος ασθενής», όπως και στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.
Περίεργες προγνώσεις για όσους –και η ελληνική «κοινή γνώμη» ανήκει κατεξοχήν σε αυτούς– έχουν μια εικόνα της Γερμανίας ως πανίσχυρης, πλούσιας, υγιούς και, κυρίως, εξαιρετικά παραγωγικής οικονομίας. Ας δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα.
Οι γερμανικές επιτυχίες. Εκεί που οι επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας εμφανίζονται πραγματικά εντυπωσιακές είναι στους τομείς των εξαγωγών και της απασχόλησης. Πολλές φορές, μάλιστα, οι θετικές εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς παρουσιάζονται ως ισχυρά συνδεδεμένες μεταξύ τους: η εξαγωγική επιτυχία των γερμανικών επιχειρήσεων εξηγεί και τα καλά νέα σε ό,τι αφορά την συνολική απασχόληση.
Πράγματι, με το εμπορικό πλεόνασμά της να αντιπροσωπεύει το 6% του ΑΕΠ, η Γερμανία είναι το ακραίο παράδειγμα εξαγωγικής οικονομίας στον κόσμο. Πάντοτε, βέβαια, οι εξαγωγές αποτελούσαν μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της. Έτσι, στην προηγούμενη της ενοποίησης δεκαετία αντιστοιχούσαν στο 23-25% του ΑΕΠ, από το 1990 έως το 1999 συρρικνώθηκαν ελάχιστα, για να εκτιναχθούν τη δεκαετία του ευρώ στο ασύλληπτο ποσοστό του 38%, αφήνοντας πίσω την Κίνα και καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στον κόσμο. Επιπλέον, η μεγάλη αυτή έκρηξη των εξαγωγών φαίνεται να συμβαδίζει με μια εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας: από 12% σχεδόν το 2005 κινήθηκε έκτοτε πτωτικά και, παρόλη την παγκόσμια οικονομική κρίση, έπεσε σε επίπεδα κάτω του 6%.
Οι σκοτεινές όψεις… Η ανεργία βρίσκεται σε πτώση, αλλά η Γερμανία διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών στην Ευρώπη. Σε σύνολο ενεργού πληθυσμού 42 εκατομμυρίων, τα 8 εκ. απασχολούνται ελαστικά λιγότερες από 20 ώρες την εβδομάδα σε minijobs και midijobs για 400-800 ευρώ τον μήνα. Αυτά αποτελούν συνέπειες της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Σρέντερ και, κυρίως, των δυσώνυμων «μεταρρυθμίσεων» Hartz στην αγορά εργασίας, που έκανε πραγματικά αγνώριστη την «κοινωνική οικονομία της αγοράς», που αποτελούσε το ρηνανικό μοντέλο καπιταλισμού κόντρα στο υπερφιλελεύθερο αγγλοσαξωνικό. Η μείωση, συνεπώς, του ποσοστού ανεργίας βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στη μεγάλη συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων από εργασία. Έτσι, η πραγματική αμοιβή βρίσκεται σήμερα κάτω από το επίπεδο του 1990, ενώ το κατά κεφαλήν προϊόν αυξήθηκε στη διάρκεια της περιόδου του ευρώ, από το 2001 κι έπειτα, κατά 30%. Το σύνολο αυτής της διαφοράς το εισέπραξε η γερμανική εργοδοσία.
Οι εξαγωγικές επιδόσεις του γερμανικού καπιταλισμού ορθώς συνδέονται με τα προηγούμενα. Αυτό σημαίνει πως η ανταγωνιστική θέση του εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συγκράτηση των εργατικών μισθών σε χαμηλά επίπεδα, και έτσι ο μόνος τρόπος για τη διατήρηση του μοντέλου είναι να το αποδέχεται (ή να εξαναγκάζεται να το κάνει) ο κόσμος της εργασίας. Τόσο οι εκβιασμοί για έξοδο του κεφαλαίου, αν δεν διατηρηθούν αυτά τα δεδομένα, όσο και ο φόβος που αντιπροσωπεύει ο «αποτυχημένος» Νότος της Ευρώπης φαίνεται πως είναι, προς το παρόν, αποτελεσματικοί.
…και τα ακόμη χειρότερα. Για να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί πρέπει να αξιοποιήσουμε τον δείκτη που κατέχει τον κεντρικό ρόλο στην κίνηση μιας καπιταλιστικής οικονομίας: το ποσοστό κέρδους. Φαίνεται, λοιπόν, βάσει των στοιχείων της AMECO, πως η καθαρή απόδοση του κεφαλαίου σχεδόν διπλασιάστηκε στη Γερμανία σε σχέση με το ιστορικό χαμηλό του 1982. Το μισό, επιπλέον, αυτής της αύξησης πραγματοποιήθηκε μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης, η οποία φαίνεται να ευνόησε τη γερμανική οικονομία, καθώς απορροφούσε πάνω από τα δύο τρίτα των γερμανικών εξαγωγών. Αυτό αναδεικνύεται ανάγλυφα και από τους συγκριτικούς δείκτες: στα χρόνια της Ευρωζώνης και μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το ποσοστό κέρδους μειώθηκε στη Γαλλία κατά 3,8%, στην Ισπανία κατά 4,2% και στην Ιταλία κατά 9,5%, ενώ στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 17,7%.
Το Διάγραμμα[1] καταδεικνύει με μαρξιστικούς όρους την ουσία του νέου «γερμανικού θαύματος». Η πολύ μεγάλη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης διαχρονικά αποτελούσε τον αποκλειστικό σχεδόν παράγοντα της ανάκαμψης του ποσοστού κέρδους. Από το 1982 η παραγόμενη υπεραξία αυξήθηκε κατά 40%, την ίδια στιγμή που, όπως επισημαίνει ο Roberts, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μεγεθύνθηκε μόλις κατά 5%. Ενώ, δηλαδή, παρά τον διαδεδομένο μύθο, το σταθερό κεφάλαιο ελάχιστα αυξανόταν ενισχύοντας την καινοτομία και τις επενδύσεις σε νέα τεχνολογία, είχαμε μια εκτόξευση της υπεραξίας βασισμένη, μεταξύ άλλων, και στη χρήση μεγάλου αριθμού αλλοδαπών (κυρίως Τούρκων) εργαζομένων, καθώς και στην εκμετάλλευση της εργασίας σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, με απευθείας εξαγωγή εγκαταστάσεων και κεφαλαίων εκεί.
Η πραγματική δε εκτίναξη του ποσοστού κέρδους επέρχεται την περίοδο του ευρώ, άμεσα συνδεδεμένη με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στους θεσμούς διαχείρισης της ανεργίας, οι οποίες, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, θεμελίωσαν την πρόσφατη ισχύ του γερμανικού καπιταλισμού. Συνεπώς, η δυνατότητα υπεράντλησης υπεραξίας από την εργατική τάξη και, μαζί, η διατήρηση του κόστους του σταθερού κεφαλαίου αποτελεί ουσιαστικά την πρόσφατη ιστορία του γερμανικού καπιταλισμού.[2]
Παρά τα νομιζόμενα, λοιπόν, ο γερμανικός καπιταλισμός δεν βασίζει την σημερινή ισχύ του σε πραγματικά δυναμικά χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει ο Posen στο άρθρο που προαναφέρθηκε, «ιδανικά, μία πλούσια χώρα διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της μέσω έρευνας και ανάπτυξης και κεφαλαιουχικών επενδύσεων. Αντιθέτως, οι συνολικές σταθερές επενδύσεις μειώνονται σταθερά στη Γερμανία, από 24% του ΑΕΠ το 1991, σε λιγότερο από 18%».[3] Οι γερμανικές επενδύσεις είναι σταθερά πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του G7, όπως δείχνει η πρόσφατη Οικονομική Έκθεση για τη Γερμανία του ΟΟΣΑ.
Από την άλλη, η Γερμανία παρουσιάζει μεγάλη υστέρηση και σε ό,τι αφορά την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, όντας μία από τις δύο μόλις προηγμένες οικονομίες όπου το ποσοστό των νέων πτυχιούχων 25-34 ετών δεν αυξάνεται συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές (η άλλη είναι οι ΗΠΑ). Έτσι, το ποσοστό νέων εργαζομένων με ανώτατες σπουδές είναι κατά 10 έως 20% χαμηλότερο από ό,τι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, έχουν δραματικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα η ετήσια αύξησή της μεταξύ 2001-2010 να είναι μόλις 0,6%, έναντι 1,4% για τις ανεπτυγμένες χώρες. Την ίδια περίοδο –και πάλι παρά τα θρυλούμενα– η απασχόληση στη μεταποίηση συρρικνώνεται με παρόμοιο τρόπο, όπως και στις άλλες οικονομίες του ΟΟΣΑ, ενώ και οι όροι εμπορίου στη μεταποίηση δεν δείχνουν κάτι ιδιαίτερο.
Συμπερασματικά, τα νέα για τον γερμανικό καπιταλισμό δεν είναι τα καλύτερα — και χωρίς να προσθέσουμε τα πολύ δυσοίωνα από το δημογραφικό πρόβλημα. Ο εξαγωγικός του προσανατολισμός εύκολα θα μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα, όταν η Κίνα σταματήσει να εισάγει γερμανικές μηχανές, στο μέτρο που δεν μπορεί παρά να μειώσει την επένδυση ως ποσοστό του ΑΕΠ της και, ακόμη περισσότερο, όταν οι χώρες της Ευρώπης, που απορροφούν το 70% των γερμανικών εξαγωγών, θα τις μειώσουν κατά πολύ ακριβώς λόγω των υφεσιακών προγραμμάτων γερμανικής κοπής, που εφαρμόζουν μετά το 2008. Σε συνδυασμό με το μεγάλο ενεργειακό κόστος της γερμανικής παραγωγής (ηλεκτρικό ακριβότερο κατά το 1/3 σε σχέση π.χ. με τη Γαλλία και την Ιταλία, αέριο τέσσερις φορές ακριβότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ) καμιά θετική προσδοκία δεν διαμορφώνεται. Ο μόνος δρόμος, λοιπόν, παραμένει η επίταση της εκμετάλλευσης με όρους απόλυτης υπεραξίας. Και αυτό δύσκολα μπορεί να έχει διάρκεια.
***
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική καπιταλιστική οικονομία στην Ευρώπη και, αν τα πράγματα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο, σύντομα θα αποτελεί την ισχυρότερη ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική δύναμη (ενώ σήμερα μοιράζεται αυτήν την θέση με τη Γαλλία και τη Βρετανία). Οι επιλογές της καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το μέλλον όλων μας. Εάν το μέλλον της Ευρώπης είναι συναρτημένο με το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, οι προοπτικές είναι εξαιρετικά ζοφερές. Για την ευρωπαϊκή ήπειρο και, ιδίως, για τους ευρωπαίους εργαζομένους, στο μέτρο που η διαρκής επίταση της εκμετάλλευσης θα αποτελεί στο διηνεκές τον δρόμο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
*Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου