Του Χρήστου Τσαντή
Μια φορά κι έναν καιρό... μια αλεπού ζούσε μέσα σ' ένα δάσος! Ήταν μία χρονιά όπου όλα γύρω είχαν ντυθεί στα λευκά. Έκανε πολύ κρύο και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Τα ζώα, όλα, κουρνιάζανε μέσα στις φωλιές τους για να ζεσταθούν, το ένα πλάι στο άλλο. Χιόνιζε κι όλα ήταν ήσυχα, ώσπου ξαφνικά ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Μέσα στο κρύο σκηνικό και στο έρημο δάσος, αυτός ο θόρυβος έμοιαζε φοβερός και τρομερός. Σαν βαρύς γδούπος, λες και κάποιο μεγάλο κακό πλησίαζε.
Η αλεπού, είχε κι αυτή τρυπώσει στη φωλιά της για να μην κρυώνει. Άκουσε το σαματά και παραξενεύτηκε. Ήθελε όμως να μάθει τι σόι θόρυβος ήταν αυτός. Από πού ερχόταν; Ποιός τον προκαλούσε; Σιγά-σιγά, φοβισμένη και διστακτική, πλησίασε στην άκρη της φωλιάς της. Έβγαλε δειλά το κεφάλι της, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Το χιόνι έπεφτε σταθερά.
Τρύπωσε και πάλι μέσα προσπαθώντας να ζεσταθεί. Ο θόρυβος όμως συνέχισε και εκείνη αναρωτιόταν πάλι. Έβγαλε πολλές φορές ακόμα το κεφάλι της, μα φοβόταν. Κάποια στιγμή, αποφάσισε να το τολμήσει. Να μην υποχωρήσει. Να βγει έξω, μέσα στη κακοκαιρία και στον παγετό, για να μάθει τι συμβαίνει. Ταυτόχρονα ένιωσε το στομάχι της να γουργουρίζει και δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή, αν αυτός ο ήχος ήταν σημάδι του φόβου που την είχε κυριεύσει ή σινιάλο της πείνας της. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, βοήθησε κι αυτό για να πάρει την απόφαση να αφήσει τη φωλιά της και να βγει στο δάσος.
Άρχισε να ψάχνει, με αποφασιστικότητα αυτή τη φορά. Πλησίαζε αργά-αργά προς το μέρος από όπου ακουγότανε αυτός ο φοβερός ήχος. Τρόμαξε σαν είδε τα υπόλοιπα ζώα να βγάζουν τα κεφαλάκια τους στις άκρες από τις φωλιές τους, βλέποντας την τολμηρή αλεπού να γυρίζει μέσα στο κρύο. Ο φόβος είχε σκεπάσει, πιότερο κι απ' το χιόνι, όλο το δάσος.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πολύ μόνη, αλλά και περήφανη. Η κοιλιά της συνέχιζε να γουργουρίζει και τώρα τα βήματά της γίνονταν πιο σταθερά. Πλησίαζε όλο και πιο κοντά προς το μέρος απ' όπου ερχόταν ο τρομερός αυτός θόρυβος. Το χιόνι σταμάτησε τώρα κι ο άνεμος άρχισε να ουρλιάζει μανιασμένα. Ο φοβερός ήχος μεγάλωνε κι όσο πλησίαζε κοντά του, τόσο εκείνος δυνάμωνε. Δίστασε για μια στιγμή, μα κάτι μέσα της αντέδρασε. Κοντοστάθηκε και προχώρησε πιο γοργά τώρα.
Μέσα από τα κλαδιά των δέντρων και τ' άσπρα τους φορτία διέκρινε κάτι που κρεμότανε από ένα κλαδί. Προχώρησε πιο κοντά και είδε ένα σακί που κρεμόταν πιασμένο πάνω στα κλαδιά. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να έχει μέσα φαγητό.
"Μα τότε γιατί κάνει τόσο θόρυβο;" αναρωτήθηκε.
Το σακί χόρευε στο φύσημα του ανέμου και χτυπούσε κάθε τόσο στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου. Σε κάθε χτύπημα ακουγόταν αυτός ο δυνατός θόρυβος, μόνο που από κοντά, έπαψε πλέον να της προκαλεί τον αρχικό τρόμο. Καθώς παρατηρούσε κι έβλεπε ένα σακί να το παίρνει ο αέρας χτυπώντας το με μανία στο δέντρο, ο φόβος της απομακρύνθηκε και τα άλλα ζώα, που κοιτούσαν τόση ώρα φοβισμένα μέσα από τις φωλιές τους, πήρανε θάρρος και ξετρύπωσαν κι αυτά.
Όλοι μαζί τώρα, βοηθώντας ο ένας τον άλλον, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο ψηλό δέντρο παλεύοντας να κατεβάσουν και να ανοίξουν το σακί με το... φόβο! Κι αφού το κατάφεραν, διαπίστωσαν πως δεν ήταν παρά δυο-τρία μεγάλα ταψιά, τα οποία - κλεισμένα μέσα στο σακί - χτυπούσαν κι έκαναν θόρυβο κάθε που ο αγέρας τα έπαιρνε και τα πετούσε με δύναμη στον κορμό του δέντρου.
Η αλεπού βοήθησε και τα άλλα ζώα με τη στάση της, γιατί κατάλαβε πως δεν χρειάζεται να φοβάται κάτι, μόνο και μόνο επειδή δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι. Συνειδητοποίησε πως ο φόβος μπορεί και να μοιάζει με ένα άδειο σακί, που όταν έχει μέσα και κανένα ταψί, κάνει θόρυβο. Αλλά ο φόβος ήταν μέσα στη φωλιά της και δεν την άφηνε να ξεμυτίσει και να πάει στο δάσος για να δει με τα ίδια της τα μάτια, ό,τι κι αν ήταν αυτό που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει. Μόλις αποφάσισε να βγει έξω στο δάσος, χωρίς να φοβάται το φόβο, είδε πως το σακί του ήταν άδειο κι ας έκανε τόσο θόρυβο. Από κοντά ήταν τελείως ασήμαντος ο ήχος του, σχεδόν διασκεδαστικός, κι έγινε παιχνίδι η ανακάλυψή του όταν αποφάσισαν όλα τα ζώα του δάσους να βγουν απ' τις φωλιές τους και να συνεργαστούν!
Τα ταψιά που κρέμονται στα δέντρα, μόνο θόρυβο μπορούνε να κάνουν...
* Βασισμένο πάνω σε έναν παραδοσιακό μύθο της Τουρκίας
* Ο Χρήστος Τσαντής είναι συγγραφέας, αρθρογράφος-κειμενογράφος
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου