Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Ο Φρόυντ, ο Κολοκοτρώνης και η απορία του διαδηλωτή


Σήμερα, συμμεριζόμαστε την απορία του Κολοκοτρώνη της γελοιογραφίας (και του αλόγου του) και αναρωτιόμαστε για την  κρίση στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο), που συμπυκνώνεται στην απορία του διαδηλωτή περί του εάν πάσχει από “διπολική διαταραχή”. Βέβαια, μια τέτοια παθολογικοποίηση, που προέρχεται από τον χώρο της ψυχιατρικής (και όχι της ψυχανάλυσης όπως εκ παραδρομής παρουσιάζει η γελοιογραφία με τον Φρόυντ στα δεξιά) ίσως να οδηγούσε σε επικίνδυνα μονοπάτια: “η χώρα είναι ασθενής και πρέπει να μπει στον γύψο” παραληρούσε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Ωστόσο, αν δεχτούμε την απορία του διαδηλωτή ως αυτοσαρκασμό ή ως χιουμοριστική προσέγγιση της κατάστασης την οποία βιώνει (που είναι αρκετά διχαστική, εξ ου και ο διπολισμός του) γρήγορα αντιλαμβανόμαστε κάποιον προβληματισμό. Η γελοιογραφία του Γιάννη Αντωνόπουλου συμπυκνώνει εντυπωσιακά τι συμβαίνει σε ψυχικό επίπεδο όταν το ελληνικό κυβερνών κόμμα, καλεί σε απεργία ενάντια στις δικές του πολιτικές. Αν δε υιοθετήσουμε και μια «γιαλαντζί ψυχο-κοινωνιολογική» προσέγγιση για να καταλάβουμε τι θέλει να πει η γελοιογραφία βλέπουμε, την Λακανική θεωρία να στήνει χορό. Συνοπτικά, ο Λακάν υποστήριξε πως το ‘εγώ’ συγκροτείται μέσα από τρεις διαστάσεις: την φαντασιακή, την συμβολική και το πραγματικό. Στο παραπάνω κόμικ οι τρεις αυτές διαστάσεις (που κατά την γράφουσα συμβολίζουν τι συμβαίνει στο μυαλό ενός ΣΥΡΙΖΑΙου διαδηλωτή την ώρα που διαδηλώνει ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ) ενσαρκώνονται στα πρόσωπα του Κολοκοτρώνη, του Φρόυντ, και των μελών της πορείας.
Αρχικά, ο καβαλάρης Κολοκοτρωνης στα αριστερά συμπυκνώνει την φαντασίωση της ελληνικής επαναστατημένης λεβεντιάς και ηρωισμού (sic), της φουστανέλας και του γυριστού μουστακίου (όχι αυτό των χίπστερ, μην μπερδευόμαστε) του «Μεθύστε με τ’αθάνατο κρασί του ’21» και του πάλαι ποτέ πεντοχίλιαρου. Εκφράζει το σύμβολο ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος, «ο γέρος του Μοριά» ως ηγετική φιγούρα της απελευθέρωσης από εξωτερικό ζυγό. Ταυτόχρονα, για εμάς που ζήσαμε τα νιάτα μας την μετά- 2008 εποχή, ο Κολοκοτρώνης έχει περάσει στο συλλογικό φαντασιακό ως μια άλλη μια απειλητική υπενθύμιση, ένα σύνθημα λατρεμένο και διαδεδομένο «Φτάσαμε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη- Μπάτσοι Γουρούνια Δολοφόνοι». Η διπλή αυτή λειτουργία του Κολοκοτρώνη γεμίζει το σκίτσο με νοσταλγία, που αποτυπώνεται στο ερωτηματικό του: «Tι είναι αυτό που συμβαίνει; Ποιοι είναι αυτοί; Που χάθηκε η εξεγερτικότητα των περασμένων μεγαλείων, που διηγόντας τα κλαις;»
Την ερώτηση αυτή έρχεται να απαντήσει έμεσα, ο Φρόυντ από την δεξιά μεριά του σκίτσου, ο οποίος με Λακανικούς όρους θυμίζει την διάσταση του συμβολισμού (οτιδήποτε δηλαδή αναπαρίσταται μέσω της γλώσσας). Ο «Γαλιλαίος» του 20ου αιώνα (άλλωστε ο ίδιος είχε παρομοιάσει την ανακάλυψη του ασυνείδητου με εκείνη του ότι η γη γυρίζει) χαζεύει την πορεία καπνίζοντας χαρακτηριστικά το πούρο του, και συμπυκνώνει την εξέλιξη της Δυτικής σκέψης και του «πολιτισμένου ανθρώπου» (εις το αρσενικό βεβαίως-βεβαίως). Ο Φρόυντ (και κατ’ επέκταση η ψυχανάλυση την οποία αντιπροσωπεύει εδώ) είναι ο μόνος παρατηρητής που μπορεί να βάλει σε λέξεις το άφατο κατά τα άλλα, φαινόμενο του «we strike against us». Είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να στραφεί ο απορημένος διαδηλωτής σε μια μορφή real-time talkative therapy. Κάτι που θα έμοιαζε με απόσπασμα από ψυχαναλυτική συνεδρία με τον Σίγκμουντ, υπονοεί ότι η ελληνική κατάσταση μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο ως σύμπτωμα μιας γενικευμένης παθολογίας. Πέρα από αυτό, ο Φρόυντ μας θυμίζει κιόλας πως η «θεραπεία» ενός συμπτώματος έρχεται μόνο εάν το τραύμα γίνει (συνειδητή) λεκτική απεικόνιση, αν αρθρωθεί στην γλώσσα, αν δηλαδή, περάσει στο κομμάτι του συμβολισμού. Κάτι που σωστά φαίνεται αναρωτιέται ο διαδηλωτής: «Ποιος είμαι; Από τι πάσχω».
Περνώντας λοιπόν στην κατάσταση του διαδηλωτή, ή στην διάσταση του πραγματικού στον σκίτσο, βρίσκουμε την «κατάσταση» της πορείας, με όλα εκείνα τα έξω λεκτικά χαρακτηριστικά της (παλμός ή απουσία του, σύγχυση, θυμός, φανατισμός, αίσθηση αλληλεγγύης ή διάρρηξης του κοινωνικού ιστού). Η πορεία του εαυτού-ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον εαυτό-ΣΥΡΙΖΑ αν και έχει πολλαπλά αιτήματα, η ανησυχία της αναδεικνύεται σε μια: δεν γνωρίζει την ταυτότητά της, «Σε ποιον αντιστέκομαι; Ποιος είμαι;». Εκ παραδρομής εδώ η διάγνωση φαίνεται να είναι διπολική διαταραχή, που είναι γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη. Ενδεχομένως μια ψυχιατρικά ορθότερη διάγνωση να ήταν διασχιστική διαταραχή ταυτότητας ή διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας. Δηλαδή, αυτό που αναρωτιέται ο διαδηλωτής στην δεξιά μεριά του πανό, θυμίζει μια παραλλαγή της διάσημης- στους δρόμους των Αθηνών ατάκας: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;;» (με τσαμπουκά και σηκωμένο φρύδι).
Μέσα από το ερωτηματικό του ιστορικού παρελθόντος, όπως συμβολίζεται στον καβαλάρη Κολοκοτρώνη, και την σιωπή του πατέρα της ψυχανάλυσης Φρόυντ, ο διαδηλωτής κατορθώνει να αρθρώσει κάτι που ενδεχομένως να ταλανίζει μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας. Mετά από 5 χρόνια κρίσης και λιτότητας, πρόκειται για το ερώτημα «ξερεις ποιος είμαι εγώ ρε» αλλά ίσως στην πιο καθαρή πλέον του μορφή: «ΕΓΩ δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά ΕΣΥ (ιστορικό παρελθόν της ελληνικότητάς μου ή του αγαπημένου συνθήματος «Μπάτσοι-Γουρούνια-Δολοφόνοι) ΕΣΥ (πατέρα της ψυχανάλυσης, επιστήμονα) θα έπρεπε να ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε».
Με λίγα λόγια, αυτό που πετυχαίνει εύστοχα ο σκιτσογράφος είναι να εκφράσει με χιούμορ μια παθογένεια της ελληνικής κουλτούρας, που μόνο διπολική διαταραχή δεν είναι. Ο φαντασιακός ηρωισμός (Κολοκοτρώνης) και η Ευρωπαϊκή, αυστηρή, πατρική αυθεντία (Φρόυντ), οδηγούν τον διαδηλωτή στο σημείο να μπορεί επιτέλους να αρθρώσει με απορημένο (και όχι πια τσαμπουκαλεμένο τρόπο) την κρίση ταυτότητάς του: «ποιος/ποια επιτέλους είμαι». Η εν λόγω συγκυρία του we strike against us αναδεικνύει στον υπερθετικό βαθμό κάποιες από τις αιτίες αυτής της συγκροτησιακής παθογένειας που δεν είναι μόνο ο κακός ΣΥΡΙΖΑ, η αυστηρή Ευρώπη με τους κανόνες της, το φάντασμα του ελληνισμού που πλανιέται πάνω από την Αθήνα, η κουλτούρα θυματοποίησης και την κατάσταση αδικίας («Ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα ρε ζωή» που λέει και το λαϊκό άσμα). Η ανεύρεση των αιτιών της παθολογίας της ελληνικής κοινωνίας, αναμφίβολα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αλλά εάν δεχτούμε, όπως αισιόδοξα μας δείχνει ο σκιτσογράφος, ότι κάπως έχει αρχίσει να μπαίνει σε λέξεις ή να παίρνει την μορφή απορίας, ερώτησης ή αυτοκριτικής, μάλλον είμαστε σε καλό δρόμο. Ή όπως λέμε και στην πατρίδα που με φιλοξενεί, now we’re talking…

Δείτε το σκίτσο που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Γιάννη Αντωνόπουλου κάνοντας κλικ εδώ. Τον ευχαριστούμε θερμά, μαζί μ’ αυτόν και ένα ευχαριστώ στην Δανάη Καρυδάκη για τις γόνιμες παρατηρήσεις της.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *