Στα 16 δισ. ευρώ φθάνει η
φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΥ (πρώην Ernst & Young)
που εκπόνησε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΥ, τα
διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή των φυσικών προσώπων εκτιμώνται σε
1,9%-4,7% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ τα διαφυγόντα έσοδα από ΦΠΑ ανέρχονται σε 3,5%
του ΑΕΠ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή
και φοροαποφυγή των επιχειρήσεων, τα οποία υπολογίζονται γύρω στο 0,06%-0,15%
του ΑΕΠ, καθώς και οι απώλειες από το λαθρεμπόριο ποτών, τσιγάρων και καυσίμων,
το οποίο φθάνει περίπου σε 0,45% του ΑΕΠ. Οπως προκύπτει από τη μελέτη, στους
βασικούς παράγοντες που τροφοδοτούν τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα είναι η
πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος και η συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων,
συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, αλλά και του φόρου εισοδήματος, τόσο των φυσικών
όσο και των νομικών προσώπων, και η διαχρονική ανυπαρξία πολιτικής βούλησης για
την αντιμετώπιση του φαινομένου. Σύμφωνα με την έρευνα, η αντιμετώπιση του
φαινομένου της φοροδιαφυγής μπορεί να βασισθεί στους εξής άξονες:
• Μείωση των φορολογικών
συντελεστών. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τους
υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης της μισθωτής εργασίας και του εισοδήματος
των νομικών προσώπων, σε συνδυασμό με εξαιρετικά υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ.
• Εκτεταμένη χρήση του «πλαστικού
χρήματος» και επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Το 2014, η Ελλάδα
βρισκόταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. των «28» ως προς τη
χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, με ποσοστό μόλις 6% επί του συνόλου των
συναλλαγών. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί μετά την επιβολή των capital controls,
αλλά παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα
περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα φοροδιαφυγής.
• Οργάνωση και τεχνολογικός
εκσυγχρονισμός των φορολογικών αρχών.
• Κατάρτιση και εκπαίδευση των
υπαλλήλων της Φορολογικής Διοίκησης, με παράλληλη αύξηση των αποδοχών τους.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου