Παρεμβάσεις σε τμήμα του
ελληνικού χρέους της τάξεως των 50 δις. ευρώ – δηλαδή κάτι λιγότερο από το ένα
έκτο του συνολικού χρέους που πλησιάζει στα 320 δισ. ευρώ- θα περιλαμβάνει το
«πακέτο» των βραχυπρόθεσμων μέτρων που θα συζητηθούν στο Eurogroup της 5ης
Δεκεμβρίου.
Τα μέτρα που θα πέσουν στο
τραπέζι των διαπραγματεύσεων –και τα οποία έχουν προετοιμαστεί από τον
Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης- επιφέρουν αύξηση στη διάρκεια ωρίμανσης του
συγκεκριμένου τμήματος του χρέους σε πάνω από 30 χρόνια αλλά και αποφυγή των
«βουνών» από τόκους που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα το 2021-2022: τα
συγκεκριμένα έτη φέρνουν υποχρέωση καταβολής σε τόκους πάνω από 17 δισ. ευρώ,
ποσό ικανό να τινάξει τον κρατικό προϋπολογισμό στον αέρα ειδικά αν αναλογιστεί
κανείς ότι ο προϋπολογισμός του 2017, προβλέπει ότι οι τόκοι που θα καταβληθούν
για ολόκληρη τη χρονιά, περιορίζονται σε λιγότερα από 5,5 δις. ευρώ.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που θα
μπουν στο τραπέζι του Eurogroup, από μόνα τους δεν επαρκούν για να μετατραπεί
το ελληνικό χρέος σε βιώσιμο. Έτσι, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι θα λεχθεί
για τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα μέτρα. Το τοπίο είναι εξαιρετικά θολό
όσον αφορά σε αυτά τα μέτρα καθώς μετά την χθεσινή απάντηση της γερμανικής
πλευράς στις εκκλήσεις Ομπάμα για διευθέτηση του ελληνικού χρέους, είναι
αμφίβολο αν θα υπάρξουν αποφάσεις έστω και σε επίπεδο περιγραφής των μέτρων.
Για το περιεχόμενο των
βραχυπρόθεσμων μέτρων που θα συζητηθούν στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, έχει
γίνει προεργασία τους τελευταίους μήνες τόσο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Στήριξης (ESM), όσο και από την ελληνική πλευρά: το Γενικό Λογιστήριο του
Κράτους και τον Οργανισμό για τη Διαχείριση του Δημοσίου Χρέους. Τα
βραχυπρόθεσμα μέτρα, αναμένεται να κινούνται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Ομαλοποίηση των πληρωμών τόκων.
Ο στόχος αυτής της παρέμβασης είναι να μην υπάρξουν, «βουνά» πληρωμών
αποκλειστικά για τόκους όπως αυτά που εντοπίζονται αυτή τη στιγμή κυρίως μετά
το 2021. Ειδικά το 2021 και το 2022, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει
περισσότερα από 17 δις. ευρώ σε τόκους ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από 8% του
ΑΕΠ. Η ομαλοποίηση, μπορεί να γίνει με χρονική μετάθεση των πληρωμών,
ουσιαστικά με αλλαγή των όρων των δανειακών συμβάσεων.
- Μείωση επιτοκίων σε
συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους. Στην απόφαση του Eurogroup αναφέρεται ότι
«μπορεί να γίνει χρήση της χρηματοδότησης από EFSF /ESM για τη μείωση του
κινδύνου από τα επιτόκια χωρίς να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος». Αυτό
μπορεί να γίνει πρακτικά με «αγορά» παλαιού και ακριβότερου χρέους με νέα
δάνεια τα οποία θα δοθούν από τον ESM. Αυτή η ανταλλαγή χρέους, θα φέρει μείωση
επιτοκίου και κατά συνέπεια τόκων.
- Σταθεροποίηση των επιτοκίων,
προκειμένου να μειωθεί το ρίσκο, μέσω της αξιοποίησης εργαλείων του ESM. Τα
σταθερά επιτόκια δημιουργούν ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον καθώς αφαιρούν την
αβεβαιότητα που προκύπτει από τα κυμαινόμενα. Ειδικά στην Ελλάδα όπου το
κυμαινόμενο κομμάτι του χρέους ξεπερνά το 70% του συνόλου, ο κίνδυνος αύξησης
των επιτοκίων στο μέλλον είναι τεράστιος καθώς ακόμη και μια ποσοστιαία μονάδα
αύξησης, συνεπάγεται επιβάρυνση άνω των 2,5 δις. ευρώ για τον κρατικό
προϋπολογισμό. Για τη σταθεροποίηση του επιτοκίου πληροφορίες φέρουν τον ESM να
συζητά με τον ΟΔΔΗΧ το ενδεχόμενο το μέτρο να αφορά σε κομμάτι του χρέους της
τάξεως των 25 δις. ευρώ.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου