Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Για την αντικατάσταση του μαύρου

Από μικρός λάτρευα εκείνη τη μοναδική αίσθηση που σου αφήνει το χάραμα. Τότε που πρωτοβγαίνει ο ήλιος, τότε που η ατμόσφαιρα δεν έχει ακόμα κατασταλάξει ανάμεσα στο ζεστό και το κρύο. Τότε που της αυγής το αεράκι χαϊδεύει απαλά τα βλέφαρά σου για να ξυπνήσεις οριστικά. Είναι τότε που η νύχτα μόλις έχει χαθεί και βλέπεις ακόμα απομεινάρια από το μαύρο της να θρυμματίζονται και να χάνονται μέσα στα ουράνια στόματα της πλάσης. Είναι τότε που τα χρώματα σμίγουν και φτιάχνουν μια ιριδίζουσα βεντάλια και θαρρείς ότι χορεύουν μεταξύ τους και αλλάζουν διαρκώς στον ουρανό θέση, κρύβονται πίσω από σύννεφα και εμφανίζονται ξανά, απροειδοποίητα, λες και δίνουν τη δική τους παράσταση στον κόσμο που αγουροξυπνά. Είναι τότε που τα πλάσματα της φύσης βγάζουν τις καθαρότερες και δυνατότερες φωνές τους, τότε που το πέταγμά τους είναι το πιο τρανταχτό, έτσι όπως σχίζουν τους αιθέρες και σπάζουν την άθικτη μέχρι εκείνη την ώρα σιωπή. Είναι τότε που οι άνθρωποι χουζουρεύουν, κρύβονται κάτω απ’ τα σεντόνια κι αγκαλιάζονται και δίνουν φιλιά ζεστά, φιλιά γεμάτα από όνειρα, καθώς πιστεύουν ότι ακόμα ονειρεύονται στ’ αλήθεια και ότι ίσως τελικά η αλήθεια να μην είμαι μονάχα ένα όνειρο. Είναι τότε που ο ήλιος ξεγλιστράει μέσα απ’ τις γρίλιες και κάνει ζωγραφιές πάνω στις ημίγυμνες τις πλάτες, τότε που τα δάκτυλα σχηματίζουν στη σάρκα ονόματα και σχήματα που πρέπει να μαντέψεις, καθώς μπερδεύεις την αγάπη με την ανατριχίλα. Τότε που όταν λες ότι αγαπάς, σχεδόν ανατριχιάζεις.
Έτσι είναι και σήμερα, καθώς ατενίζω την πόλη από ψηλά. Ανέβηκα ως εδώ πάνω, στο υψηλότερο σημείο, σε μια δική μου ακρόπολη, για να νιώσω όσο εντονότερα μπορούσα όλο αυτό το συναίσθημα, να πάρω ανάσες βαθιές και να εισπνεύσω την ενέργεια ενός κόσμου που ξυπνάει ταυτοχρόνως. Υπολόγισα την ώρα, ώστε να προλάβω να είμαι εδώ την κατάλληλη χρονική στιγμή, ακριβώς πριν η μαγεία τούτη χαθεί και πετάξει μακριά σαν πουλάκι φοβισμένο. Πριν εισβάλλουν όλοι με μανία στην ορμή της καθημερινότητας και χάσουν τα ζωηρά τα χρώματά τους και φορέσουν στα μάγουλα πάλι εκείνο το τσιμεντένιο γκρι. Πριν γίνουν οι αγκαλιές αλαφιασμένα τροχοφόρα που εναλλάσσονται στο ίδιο τοπίο αμέτρητες φορές, τόσο που νομίζεις ότι αυτός ο πλανήτης κατοικείται από ρόδες, παρά από ανθρώπους. Πριν μετρήσω λαιμούς σφιγμένους με γραβάτες, που ώρες-ώρες μοιάζουν με κόμπους και θηλιές που έχουν μπει εκεί για να κρεμιούνται όλοι αυτοί που καθημερινά αυτοκτονούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Πριν δω την απογοήτευση στους ώμους εκείνους που ανεβοκατεβαίνουν συγκαταβατικά, στα χείλη που γελάνε με ανάποδη φορά, προς τα κάτω, στα βλέμματα τα στατικά, που δεν ανοιγοκλείνουν, τόσο που μπερδεύεσαι και λες ότι σε κοιτούν αλλά μπορεί και να μη σε βλέπουν. Πριν εμφανιστούν τα απλωμένα χέρια με τις αδειανές τις χούφτες να παρακαλάνε για μερικά ψίχουλα ζωής, καθώς κενά στομάχια συρρικνώνονται και συνεχώς μικραίνουν για να υπάρξουν με όλο και λιγότερα. Ήρθα πριν ρουτινιαστώ απ’ τη ρουτίνα.
Μα είναι λες και πάγωσε η στιγμή. Λες και δεν υπήρξε επόμενο δευτερόλεπτο στα κλάσματα του χρόνου, σαν κάποιος να αποφάσισε την παύση των κινήσεων, την αφαίρεση της βοής και της πολυκοσμίας, λες και όλοι εγκατέλειψαν τη γη και δεν έμεινε ξοπίσω της κανείς. Λες και δεν ξύπνησε κανένας και είναι ακόμα όλοι βαθιά κοιμισμένοι υπό την επήρεια του ισχυρότερου υπνωτικού. Τρέχω γρήγορα στο κέντρο των δρόμων, ανάμεσα σε φανάρια που έχουν μείνει σταθερά σε χρώμα κόκκινο, κυλιέμαι πάνω στην έρημη την πίσσα, ουρλιάζω δυνατά, σκίζω τα ρούχα μου αλλά κανένας δεν εμφανίζεται από πουθενά για να με σταματήσει. Κι είναι όλα τα μαγαζιά κλειστά, οι τράπεζες με δεμένα ακόμα τα υπερσύγχρονα λουκέτα, στους ουρανοξύστες δεν ήρθε καν ο θυρωρός, τα αυτοκίνητα είναι με τις πόρτες ανοιχτές και τα κλειδιά στα τιμόνια, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν και οι τηλεοράσεις δεν εκπέμπουν πια σήματα. Τα σχολειά δεν έχουν δασκάλες ούτε μαθητές ούτε μωρά παίζουν στις παιδικές χαρές και είναι όλες οι τζαμαρίες καλυμμένες με δισέλιδα από εφημερίδες του χθες. Οι υπηρεσίες όλες αδειανές, μόνο πρωτόκολλα και χαρτιά επείγοντα και σοβαρά βλέπεις να πηγαινοέρχονται στους έρημους διαδρόμους που κανονικά τώρα θα είχαν ατέλειωτες ουρές. Δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, ούτε καμπάνες ηχούν στις εκκλησιές, ούτε πλοία διασχίζουν τα πελάγη, ούτε αεροπλάνα ακουμπάνε τις γραμμές των αεροδιαδρόμων. Ακόμα και ο πύργος ελέγχου δείχνει να μην έχει πια τον έλεγχο.
Όταν πρόκειται κάτι σπουδαίο να συμβεί, προηγείται μια παύση διαρκείας. Πριν από τη εντονότερη έκρηξη, πριν τη δυσκολότερη εκτόξευση, πριν τον ισχυρότερο σεισμό. Ακόμα και τα καλύτερα τραγούδια έχουν μέσα τους μια καλά μελετημένη παύση, για να πιστέψεις ότι το τραγούδι τέλειωσε και τότε να έρθει και να σε εκθέσει το ξέσπασμα που θα σκεπάσει το βιαστικό το χειροκρότημά σου με την αυξανόμενη ένταση που έκρυβε μέσα της η σύνθεση της έμπνευσης, μόνο και μόνο για το ρεφρέν που θα απογειώσει την αποκορύφωση όλης της δημιουργίας. Ζω το φαινόμενο αυτής της παύσης, ακριβώς πριν το ρεφρέν της ιστορίας. Από μακριά, διακρίνω ορδές να κατακλύζουν σαν κινούμενα ποτάμια τα στενά, με νέους και γέρους χιλιάδες που στόλισαν με λουλούδια και καρφιά τα σώματά τους. Μανάδες με νεογέννητα στα στήθη και τις αγκαλιές, ξυλουργοί που σπάσανε τα καθιστικά και πήραν τα ξύλα για λοστάρια, ναυτικοί που κουβαλούν στις πλάτες τους κόμπους χοντρούς από εκείνους που δένουν τα μεγαλύτερα καράβια, τραγουδιστές που τραγουδούν συνθήματα, τύπους κουστουμαρισμένους που λιώσανε τα σακάκια και κάνανε λαμπάδες τις γραβάτες. Νιώθω κύματα τις φωνές να εξαπλώνονται και να πλημμυρίζουν τον αέρα, ποδοβολητά συγχρονισμένα, ρυθμικά που το έδαφος ταρακουνάνε, τα δέντρα να έχουν πάρει την κλίση του κινούμενου πλήθους λες και το ακολουθούνε, λες και σηκώθηκαν από τη θέση τους δάση και βουνά για να φτάσει ο κόσμος εκεί που θέλει πιο κοντά. Μια φυσική επανάσταση με τη βοήθεια της φύσης.
Τρίβω τα μάτια, τσιμπιέμαι μήπως και είμαι στο κρεβάτι μου ακόμα, μήπως δεν βλέπω αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που θέλω να υπάρχει, μήπως παρασύρθηκα από τις παραισθήσεις της αυγής και βλέπω οράματα που έμειναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως τα κατάλοιπα των πρόσφατων ονείρων. Ο βαθύς πόνος στο σβέρκο από το λοστό ενός αστυνομικού με πείθει ότι τούτο το σκηνικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κανένας δεν άνοιξε το μαγαζί του σήμερα. Κανένας δεν πήγε στη δουλειά του. Καμιά τράπεζα δεν έδωσε και δεν πήρε λεφτά. Κανένα καράβι δεν έδεσε ούτε σάλπαρε να φύγει. Η χώρα μοιάζει με κορμί που μέχρι χτες κινούταν μηχανικά κι αυτόματα αλλά τώρα δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα παραμικρό λες κι έχει παραλύσει. Δίχως να καταλάβω πως, γίνομαι κι εγώ ένα με τούτο τον ολόκληρο λαό που τώρα έχει συμπυκνωθεί σαν μια σφιγμένη δυνατή γροθιά και ενώνει τα χέρια με τα μπράτσα και τους αγκώνες και φτιάχνει τείχη ανθρώπινα και ορμάει με ορμή απέναντι σε φορτηγά και άρματα που ρίχνουνε νερά μήπως και σβήσουν τη φωτιά που βγαίνει μέσα από άπειρα στόματα και κατακαίει τα πάντα και ολοένα εξαπλώνεται και προχωρά μπροστά. Και πέφτουνε κορμιά ανάμεσα σε καπνούς και ουρλιαχτά, καθώς ο λαός νικά, σηκώνοντας τους ένστολους ψηλά, στη θάλασσα πετώντας τους βαθιά, ετούτη η αλλαγή πίσω δεν γυρνά, τη γη που του ανήκει αποκτά ξανά, την ώρα που νέοι φιλιούνται στο στόμα δυνατά με μια σημαία αγκαλιά. Την ώρα που μια σφαίρα με τρυπά και το αίμα μου λέξεις στον ουρανό σκορπά.
Μαύρο δεν υπάρχει πια.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *