Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

«Αντε ρε φασίστα»


Η λέξη φασισμός έχασε τόσο πολύ το νόημά της ώστε να σημαίνει κάτι το μη επιθυμητό
Τζορτζ Οργουελ, 1946

Τo 1990 o Μάικ Γκόντγουιν, ένας από τους πρωτοπόρους των ψηφιακών δικαιωμάτων, παρουσίασε τον περίφημο πλέον «κανόνα του Γκόντγουιν περί Ναζιστικών Αναλογιών». Σύμφωνα με αυτόν «καθώς επιμηκύνεται μια διαδικτυακή συζήτηση, η πιθανότητα μιας σύγκρισης που θα περιλαμβάνει τους ναζιστές και τον Χίτλερ προσεγγίζει τη μονάδα». Πιο απλά, αν σκυλοβρίζεσαι για ώρες με κάποιον στο Ιντερνετ είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τον αποκαλέσεις φασίστα ή θα τον συγκρίνεις με τον Χίτλερ. Η μάλλον χιουμοριστική παρατήρηση του Γκόντγουιν εδράζεται και στον (εξίσου χιουμοριστικό) όρο reductio ad Hitlerum, που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1951 ο φιλόσοφος Λέο Στράους για να περιγράψει όσους συγκρίνουν τις απόψεις των αντιπάλων τους με αυτές του Χίτλερ ή του ναζιστικού κόμματος. Η «εις Χίτλερ απαγωγή» είναι ένα παράδειγμα της προπαγανδιστικής τεχνικής που περιγράφεται στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο guilt by association (καταδίκη λόγω σχέσεων) και στηρίζεται στην εσφαλμένη ακολουθία (το Α είναι Β, το Α είναι επίσης Γ, άρα όλα τα Β είναι Γ).
Πώς εφαρμόζεται λοιπόν ο κανόνας του Γκόντγουιν και το reduction ad Hitlerum στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Ορισμένοι ίσως να θυμήθηκαν τους δύο κανόνες με αφορμή το σκίτσο του Τάσου Αναστασίου στην «Αυγή», που παρουσιάζει τον Σόιμπλε σαν ναζιστή αξιωματούχο, αλλά και την αντιπαράθεση του Τζίμη Πανούση με το ΚΚΕ: Ο Πανούσης συνέκρινε το Κομμουνιστικό Κόμμα με τη Χρυσή Αυγή και ορισμένοι οπαδοί του ΚΚΕ απάντησαν με τον στίχο «το ,40 θα ,σουν καταδότης, γελωτοποιός των Γερμανών / Γκεσταπίτης και μαυραγορίτης, αρχηγός όλων των αρπαχτών». Οποια άποψη και αν έχει κανείς για τον Πανούση ή το ΚΚΕ και οι δυο συσχετισμοί με τη ναζιστική Γερμανία είναι ολοκληρωτικά άστοχοι.
Εχουμε λοιπόν το δικαίωμα να συγκρίνουμε πράγματα και καταστάσεις με τον φασισμό και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Μια τυπολατρική απάντηση θα έλεγε ότι πρέπει να μένουμε πιστοί στον ορισμό του φασισμού. Ας μας επιτρέψετε λοιπόν να παραθέσουμε τον σχετικά μακροσκελή ορισμό που έδωσε ο διάσημος πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον. «Ο φασισμός μπορεί να οριστεί ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και τον εξαγνισμό. […] Ενα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά».
Είναι προφανές ότι βάσει του συγκεκριμένου ορισμού μπορούμε να χαρακτηρίζουμε φασίστες μόνο τα μέλη και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής (άντε και μερικούς πρώην υπουργούς και στενούς συνεργάτες του Αντ. Σαμαρά). Αν όμως επεκτείνουμε αυτή την επιστημονική αλλά και τυπολατρική προσέγγιση στην καθημερινότητά μας μήπως δημιουργούμε άλλου είδους προβλήματα;
Είναι βέβαια αστείο και συχνά προσβλητικό για τα θύματα του φασισμού να συγκρίνουμε οτιδήποτε δεν μας αρέσει με τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι. Στις ΗΠΑ, παραδείγματος χάριν, έφτασαν να αποκαλούν τον Ομπάμα «εθνικοσοσιαλιστή» όταν προωθούσε το πρόγραμμα καθολικής υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις όπου η χρήση της λέξης ενόχλησε λιγότερο. Πριν από μερικά χρόνια ο υποψήφιος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, Ράλφ Νέιντερ, χαρακτήρισε τις ΗΠΑ των πολυεθνικών και της Γουόλ Στριτ «φασιστικό κράτος». Και το έκανε χρησιμοποιώντας μια παλαιότερη ρήση του Φράνκλιν Ρούσβελτ σύμφωνα με την οποία «ουσία του φασισμού είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης από έναν ιδιώτη, μια ομάδα ή από οποιαδήποτε ιδιωτική δύναμη που ασκεί τέτοιο έλεγχο… ώστε να γίνεται ισχυρότερη από το ίδιο το δημοκρατικό κράτος». Παλαιότερα ο Ρίτσαρντ Φολκ, απεσταλμένος του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στα παλαιστινιακά εδάφη, είχε συγκρίνει τη συλλογική τιμωρία των Παλαιστινίων από το ισραηλινό κράτος με τις πρακτικές των ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ούτε ήταν λίγοι φυσικά οι σκιτσογράφοι αλλά και δημοσιογράφοι στην Ευρώπη που συνέκριναν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ –και το ένα εκατομμύριο νεκρούς που άφησε πίσω της– με τις επεμβάσεις των δυνάμεων του Αξονα.
Το ερώτημα λοιπόν επανέρχεται: μπορούμε -και πότε- να κάνουμε σήμερα συγκρίσεις με τον φασισμό; Η άσκοπη χρήση της λέξης οδηγεί σε αστείες και ανιστόρητες καταστάσεις. Αλλά και η αποστειρωμένη, επιστημονική χρήση ενέχει κινδύνους: καταρχάς να καταλήξουμε σε μορφές άμεσης ή έμμεσης λογοκρισίας, όπως παραλίγο να συμβεί με το σκίτσο της «Αυγής». Κατά δεύτερον να κλείσουμε τον φασισμό στο ντουλάπι της Ιστορίας αντιμετωπίζοντάς τον σαν ένα «ατύχημα» που δεν μπορεί αν επαναληφθεί.
Αν δεχθούμε τον ορισμό του Αμερικανού συγγραφέα Απτον Σίνκλερ ότι «φασισμός είναι ο καπιταλισμός αν του προσθέσεις φόνο» ή τη θέση του Μπέρτολτ Μπρεχτ ότι «ο φασισμός είναι η πιο γυμνή και αναίσχυντη φάση του καπιταλισμού» εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ορισμένες πρακτικές του Μουσολίνι ή του Χίτλερ μπορεί να εφαρμόζονται και σήμερα χωρίς να ζούμε σε ένα φασιστικό καθεστώς.
Ισως πρέπει κατά διαστήματα να αναφωνούμε -ως άλλη «Ελληνοφρένεια» – «Je suis Αυγή» και ας γνωρίζουμε ότι φλερτάρουμε επικίνδυνα με την υπερβολή και το γκροτέσκο.
Άρης Χατζηστεφάνου


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *