Σε υψηλούς τόνους προς τους Ευρωπαίους εταίρους κινήθηκε και σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας στη δήλωσή του μαζί με τον καγκελάριο της Αυστρίας Βέρνερ Φάιμαν που επισκέφτηκε την Αθήνα. “Αν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες επιμείνουν, πρέπει να αναλάβουν το κόστος μιας εξέλιξης που δε θα είναι επωφελής για κανέναν” είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός. Απαντώντας σε ερώτηση, ο Αλέξης Τσίπρας είπε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος για το “μεγάλο ΝΑΙ” ή το “μεγάλο ΟΧΙ”.
Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε την τοποθέτησή του ευχαρίστησε τον κο. Φάιμαν για την υποστήριξη που ο τελευταίος έχει δείξει προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης κι είπε πως τον ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις στη διαπραγμάτευση.
Ο πρωθυπουργός είπε πως οι προτάσεις μας διασφαλίζουν πλήρως τους δημοσιονομικούς στόχους των θεσμών για τα έτη 2015 και 2016. "Έχουμε καταθέσει πλήρη πρόταση, με την οποία καλύπτονται οι απαιτήσεις των θεσμών ως προς τους συνολικούς στόχους, τις επιμέρους κατηγορίες δημοσιονομικών μέτρων και τις μεταρρυθμίσεις". Επανέλαβε πως η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο κράτος κι είναι η κυβέρνησή της υπεύθυνη να αποφασίσει από πού θα βρεθούν οι απαιτούμενοι πόροι.
Ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε πως η εξεύρεση λύσης δεν μπορεί να έρθει μέσα από τις διαπραγματεύσεις σε τεχνικό επίπεδο αλλά σε πολιτικό και κάλεσε τις ευρωπαϊκές ηγεσίες σε συνεννόηση. "Εάν η Ευρώπη επιμένει σ’ αυτήν την ακατανόητη επιμονή, η πολιτική ηγεσία επιμένει, πρέπει να αναλάβει και το κόστος μιας εξέλιξης που δεν θα είναι επωφελής για κανέναν στην Ευρώπη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν το επιθυμεί. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί έναν έντιμο συμβιβασμό και μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία", είπε ο πρωθυπουργός.
Ερωτώμενος από γερμανικό Μέσο αν η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να διαγράψει κάποιες από τις προγραμματικές της δηλώσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε πως η κυβέρνησή του θα αξιολογήσει αυτό που θα έχει προκύψει στο τέλος της διαπραγμάτευσης: “Αν πρόκειται για έντιμο συμβιβασμό είμαστε έτοιμοι να φέρουμε σε πέρας τη συμφωνία, αν όχι, είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο “ΟΧΙ”” είπε ο πρωθυπουργός.
Φάιμαν: Μόνο οι κυνικοί λένε πως έχουμε βγει από την κρίση
Ο Αυστριακός καγκελάριος άφησε αιχμές για τους Ευρωπαίους ηγέτες που αν κι εταίροι της Ελλάδας “επιχαίρουν” όπως είπε με τα προβλήματά της. Τόνισε πως η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν είναι υπεύθυνοι για την κρίση αλλά περιμένουν από τους ηγέτες να μην απαιτούνται πλέον δισεκατομμύρια για να εξυπηρετούνται οικονομικοί κύκλοι.
Ο κ. Φάιμαν υπογράμμισε την ανάγκη να ενισχυθούν με πόρους το κοινωνικό κράτος κι η παιδεία στις ευρωπαϊκές χώρες και πως μένει μακρύς δρόμος για να βγει η Γηραιά Ήπειρος από την κρίση. “Μόνο οι κυνικοί λένε πωςς έχουμε βγει από την κρίση”, είπε με νόημα ο Αυστριακός καγκελάριος.
Στη συνέχεια της τοποθέτησής του, ο κ. Φάιμαν προσπάθησε να γεφυρώσει τις σχέσεις της Ελλάδας με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, λέγοντας πως ο τελευταίος δουλεύει προς την κατεύθυνση της λύσης.
Ολόκληρη η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα:
Είχα την ευκαιρία σήμερα να υποδεχθώ έναν ειλικρινή φίλο της Ελλάδας, τον κύριο Φάιμαν, αλλά, ταυτόχρονα, έναν πολιτικό με συγκροτημένη άποψη για το πώς μπορεί η Ευρώπη να προχωρήσει και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της συγκυρίας, πώς μπορεί η Ευρώπη να προχωρήσει διεκδικώντας ένα μέλλον με προοπτική για τους λαούς της.
Ο Καγκελάριος Φάιμαν πιστεύει στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά, ταυτόχρονα, κατανοεί ότι χωρίς κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη, παρά μόνο με σκληρή λιτότητα, η Ευρώπη δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση.
Είχα την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω για τη διαρκή υποστήριξή του στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για έναν έντιμο συμβιβασμό και για μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία, που θα δώσει τη δυνατότητα τόσο στην Ελλάδα να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας όσο, όμως, και στην υπόλοιπη Ευρώπη να σταματήσει να συζητά διαρκώς για το ελληνικό πρόβλημα. Και είχα την ευκαιρία να τον ενημερώσω για τις τελευταίες εξελίξεις στη διαπραγμάτευση. Να τον ενημερώσω και να του καταστήσω σαφές ότι η ανταπόκριση της Ελλάδας στις απαιτήσεις των θεσμών για την κάλυψη του εκτιμώμενου από την πλευρά τους δημοσιονομικού κενού είναι πλήρης.
Οι προτάσεις μας διασφαλίζουν πλήρως τους δημοσιονομικούς στόχους που οι θεσμοί έθεσαν για το 2015 και το 2016. Ειδικότερα, τον ενημέρωσα ότι έχουμε καταθέσει πλήρη πρόταση, με την οποία καλύπτονται οι απαιτήσεις των θεσμών ως προς τους συνολικούς στόχους, τις επιμέρους κατηγορίες δημοσιονομικών μέτρων και τις μεταρρυθμίσεις. Στον ΦΠΑ οι προτάσεις μας, χωρίς τις ακρότητες των υπερβολικών αυξήσεων στον ηλεκτρισμό και τα φάρμακα, δίνουν σημαντική αύξηση των εσόδων και αν ληφθούν υπόψη και οι ελαστικότητες οδηγούν σε απόδοση κοντά στο 1% του ΑΕΠ. Επίσης, η σταδιακή κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων από το 2016 θα αποφέρει την περίοδο 2016-2022 συνολικά εξοικονόμηση 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με προοδευτική αύξηση για το 2016. Προφανώς, όμως, το 2016 η εξοικονόμηση δεν μπορεί να είναι 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, θα είναι 300 εκατομμύρια ευρώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή δεν είναι μια εξαιρετικά σημαντική μεταρρύθμιση. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι κατά την περίοδο 2010-2014, κατά την περίοδο των μνημονίων στην Ελλάδα, με σειρά σκληρών μέτρων λιτότητας, υφεσιακών μέτρων, αφαιρέθηκαν από το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας 13 δισεκατομμύρια ευρώ, με αντίστοιχη μείωση των παροχών σε ποσοστό περίπου 50%. Κι αν κανείς συνυπολογίσει ότι και από το PSI, το κούρεμα των ασφαλιστικών ταμείων, τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν 25 δισεκατομμύρια ευρώ, συνειδητοποιεί κάποιος ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω μειώσεων, χωρίς να θιγεί ο πυρήνας της λειτουργίας του συστήματος.
Με δυο λόγια, εξήγησα στον Καγκελάριο ότι οι προτάσεις μας καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις ως προς το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που μας ζητείται, αλλά η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο κράτος και έχει μια κυβέρνηση που έχει πρόσφατη εντολή λαϊκή και η κυβέρνηση αυτή είναι υπεύθυνη για το πώς θα κατανείμει τους φόρους, από πού θα βρει αυτά τα χρήματα. Η επιμονή γι’ αυτά τα χρήματα να προέλθουν, σώνει και καλά, από νέες περικοπές στις συντάξεις, αποτελεί για εμάς μια ακατανόητη επιμονή και οφείλουμε πια όχι σε συνεννόηση με τους τεχνοκράτες που επιμένουν, αλλά με τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης να πάρουμε πολιτικές αποφάσεις.
Εάν η Ευρώπη επιμένει σ’ αυτήν την ακατανόητη επιμονή, η πολιτική ηγεσία επιμένει, πρέπει να αναλάβει και το κόστος μιας εξέλιξης που δεν θα είναι επωφελής για κανέναν στην Ευρώπη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν το επιθυμεί. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί έναν έντιμο συμβιβασμό και μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία. Αυτό εξήγησα στον Καγκελάριο και είμαι βέβαιος ότι, όπως μέχρι σήμερα, έχει κάνει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταστεί δυνατή αυτή η συμφωνία, έτσι και τις ημέρες και τις ώρες που απομένουν θα είναι εξίσου δημιουργικός ώστε να έχουμε μπροστά μας ευχάριστες εξελίξεις και όχι δύσκολες εξελίξεις για την Ευρώπη. Η Ελλάδα και η Αυστρία είναι δύο χώρες που παραδοσιακά έχουν στενές σχέσεις. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε αυτήν την παράδοση και να ενισχύσουμε αυτές τις στενές σχέσεις συνεργασίας και φιλίας. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που υποδέχεται κάθε χρόνο εκατομμύρια αυστριακούς τουρίστες, που αγαπάνε τη χώρα μας και που συνηθίζουν να έρχονται κάθε χρόνο, ακριβώς διότι αγαπάνε όχι μόνον το περιβάλλον, αλλά και τον πολιτισμό μας, την κουλτούρα μας, αλλά και εμείς σεβόμαστε τον πολιτισμό και την κουλτούρα που έχει γεννηθεί στην Αυστρία, τους μεγάλους συνθέτες, τους μεγάλους διανοούμενους.
Είμαστε δύο λαοί που βρισκόμαστε μακριά, έχουμε διαφορετικό, αν θέλετε, mentalite, αλλά είμαστε κοντά. Και θα συνεχίσουμε, τόσο εγώ όσο και ο Καγκελάριος Φάιμαν, να δουλεύουμε για την ενίσχυση των σχέσεων των χωρών μας, τη φιλία μεταξύ των λαών μας, αλλά και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και για μια πορεία της Ευρώπης προς την ευημερία των λαών της, με κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
Ο Καγκελάριος Φάιμαν πιστεύει στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά, ταυτόχρονα, κατανοεί ότι χωρίς κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη, παρά μόνο με σκληρή λιτότητα, η Ευρώπη δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση.
Είχα την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω για τη διαρκή υποστήριξή του στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για έναν έντιμο συμβιβασμό και για μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία, που θα δώσει τη δυνατότητα τόσο στην Ελλάδα να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας όσο, όμως, και στην υπόλοιπη Ευρώπη να σταματήσει να συζητά διαρκώς για το ελληνικό πρόβλημα. Και είχα την ευκαιρία να τον ενημερώσω για τις τελευταίες εξελίξεις στη διαπραγμάτευση. Να τον ενημερώσω και να του καταστήσω σαφές ότι η ανταπόκριση της Ελλάδας στις απαιτήσεις των θεσμών για την κάλυψη του εκτιμώμενου από την πλευρά τους δημοσιονομικού κενού είναι πλήρης.
Οι προτάσεις μας διασφαλίζουν πλήρως τους δημοσιονομικούς στόχους που οι θεσμοί έθεσαν για το 2015 και το 2016. Ειδικότερα, τον ενημέρωσα ότι έχουμε καταθέσει πλήρη πρόταση, με την οποία καλύπτονται οι απαιτήσεις των θεσμών ως προς τους συνολικούς στόχους, τις επιμέρους κατηγορίες δημοσιονομικών μέτρων και τις μεταρρυθμίσεις. Στον ΦΠΑ οι προτάσεις μας, χωρίς τις ακρότητες των υπερβολικών αυξήσεων στον ηλεκτρισμό και τα φάρμακα, δίνουν σημαντική αύξηση των εσόδων και αν ληφθούν υπόψη και οι ελαστικότητες οδηγούν σε απόδοση κοντά στο 1% του ΑΕΠ. Επίσης, η σταδιακή κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων από το 2016 θα αποφέρει την περίοδο 2016-2022 συνολικά εξοικονόμηση 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με προοδευτική αύξηση για το 2016. Προφανώς, όμως, το 2016 η εξοικονόμηση δεν μπορεί να είναι 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, θα είναι 300 εκατομμύρια ευρώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή δεν είναι μια εξαιρετικά σημαντική μεταρρύθμιση. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι κατά την περίοδο 2010-2014, κατά την περίοδο των μνημονίων στην Ελλάδα, με σειρά σκληρών μέτρων λιτότητας, υφεσιακών μέτρων, αφαιρέθηκαν από το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας 13 δισεκατομμύρια ευρώ, με αντίστοιχη μείωση των παροχών σε ποσοστό περίπου 50%. Κι αν κανείς συνυπολογίσει ότι και από το PSI, το κούρεμα των ασφαλιστικών ταμείων, τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν 25 δισεκατομμύρια ευρώ, συνειδητοποιεί κάποιος ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω μειώσεων, χωρίς να θιγεί ο πυρήνας της λειτουργίας του συστήματος.
Με δυο λόγια, εξήγησα στον Καγκελάριο ότι οι προτάσεις μας καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις ως προς το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που μας ζητείται, αλλά η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο κράτος και έχει μια κυβέρνηση που έχει πρόσφατη εντολή λαϊκή και η κυβέρνηση αυτή είναι υπεύθυνη για το πώς θα κατανείμει τους φόρους, από πού θα βρει αυτά τα χρήματα. Η επιμονή γι’ αυτά τα χρήματα να προέλθουν, σώνει και καλά, από νέες περικοπές στις συντάξεις, αποτελεί για εμάς μια ακατανόητη επιμονή και οφείλουμε πια όχι σε συνεννόηση με τους τεχνοκράτες που επιμένουν, αλλά με τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης να πάρουμε πολιτικές αποφάσεις.
Εάν η Ευρώπη επιμένει σ’ αυτήν την ακατανόητη επιμονή, η πολιτική ηγεσία επιμένει, πρέπει να αναλάβει και το κόστος μιας εξέλιξης που δεν θα είναι επωφελής για κανέναν στην Ευρώπη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν το επιθυμεί. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί έναν έντιμο συμβιβασμό και μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία. Αυτό εξήγησα στον Καγκελάριο και είμαι βέβαιος ότι, όπως μέχρι σήμερα, έχει κάνει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταστεί δυνατή αυτή η συμφωνία, έτσι και τις ημέρες και τις ώρες που απομένουν θα είναι εξίσου δημιουργικός ώστε να έχουμε μπροστά μας ευχάριστες εξελίξεις και όχι δύσκολες εξελίξεις για την Ευρώπη. Η Ελλάδα και η Αυστρία είναι δύο χώρες που παραδοσιακά έχουν στενές σχέσεις. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε αυτήν την παράδοση και να ενισχύσουμε αυτές τις στενές σχέσεις συνεργασίας και φιλίας. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που υποδέχεται κάθε χρόνο εκατομμύρια αυστριακούς τουρίστες, που αγαπάνε τη χώρα μας και που συνηθίζουν να έρχονται κάθε χρόνο, ακριβώς διότι αγαπάνε όχι μόνον το περιβάλλον, αλλά και τον πολιτισμό μας, την κουλτούρα μας, αλλά και εμείς σεβόμαστε τον πολιτισμό και την κουλτούρα που έχει γεννηθεί στην Αυστρία, τους μεγάλους συνθέτες, τους μεγάλους διανοούμενους.
Είμαστε δύο λαοί που βρισκόμαστε μακριά, έχουμε διαφορετικό, αν θέλετε, mentalite, αλλά είμαστε κοντά. Και θα συνεχίσουμε, τόσο εγώ όσο και ο Καγκελάριος Φάιμαν, να δουλεύουμε για την ενίσχυση των σχέσεων των χωρών μας, τη φιλία μεταξύ των λαών μας, αλλά και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και για μια πορεία της Ευρώπης προς την ευημερία των λαών της, με κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
Ολόκληρη η δήλωση του Βέρνερ Φάιμαν:
Κύριε Πρωθυπουργέ, κυρίες και κύριοι, η φιλία μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας έχει πολύ μακρά παράδοση. Είναι μια φιλία που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι εμείς, πρώτον, σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, αλλά ταυτόχρονα έχουμε και απόλυτη κατανόηση ο ένας για τον άλλον. Μια φιλία, χωρίς αμφιβολία, σημαίνει ότι κανείς δεν κοιτάει τον άλλο αφ’ υψηλού, κανένας πραγματικά δεν επιχαίρει όταν βρίσκεται ο άλλος σε δύσκολη κατάσταση. Φιλία σημαίνει υποστήριξη και σημαίνει επίσης ότι εκεί που τα πράγματα είναι δύσκολα, να υπάρχει μια προσπάθεια να βρούμε μια λύση. Το κάνουμε ως ισότιμοι, ως αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και τη δυσκολία του άλλου. Ευχαριστώ για αυτή την τόσο θερμή υποδοχή. Μπόρεσα να επισκεφθώ μία σειρά από χώρους στην Αθήνα και το γεγονός ότι βρήκα ανθρώπους που με υποδέχθηκαν θερμά, ζεστά και γνώρισα τους Έλληνες, όπως τους γνωρίζουν οι Αυστριακοί που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όλοι εμείς στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μέσα στην Ευρωζώνη είναι να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε αυτό το μέλλον, κάτι που οδηγεί τη σημερινή γενιά στο να έχει προβλήματα. Η οικονομική κρίση δεν είναι κάτι που δημιουργήσαμε εμείς οι δύο. Δεν τη δημιούργησαν και οι άνθρωποι τους οποίους μπόρεσα να γνωρίσω σήμερα, στο πλαίσιο των κοινωνικών πρωτοβουλιών μέσα στα νοσοκομεία της χώρας. Δεν προκλήθηκε από όλους τους εργαζόμενους, από όλα τα παιδιά, από όλους τους συνταξιούχους. Αλλά όλοι αυτοί περιμένουν και απαιτούν από εμάς να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες πολιτικής μέσα στην Ευρώπη. Ζητούν από εμάς να μην υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν στο να απαιτούνται δισεκατομμύρια από την Ευρώπη, για να μπορέσουν οι οικονομικοί κύκλοι έως ένα βαθμό να εξισορροπηθούν. Δισεκατομμύρια τα οποία θα ήταν πολύ καλύτερο να τα είχαμε επενδύσει πάνω απ’ όλα στην εκπαίδευση και την υγεία και ασφαλώς στην πραγματική οικονομία, προκειμένου να υπάρξουν οι προϋποθέσεις υγιούς ανταγωνισμού και περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Ξεπεράσαμε τους εαυτούς μας μετά το 2008 όταν προσπαθήσαμε να αντιταχθούμε στο ρεύμα. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε, να προσαρμόσουμε και να τροποποιήσουμε τα πράγματα και ωστόσο δεν μπορέσαμε να βγούμε από την κρίση. Και δεν θα βγούμε από την κρίση όσο η ανεργία είναι τόσο υψηλή, όσο οι νέοι άνθρωποι δεν βρίσκουν απασχόληση και όσο τα κοινωνικά συστήματα επαπειλούνται να καταστραφούν.
Μόνο οι κυνικοί, οι οποίοι σκέφτονται αποκλειστικά προς ίδιον όφελος, λένε ότι έχουμε ξεπεράσει την κρίση. Όποιος αγαπά τους ανθρώπους, γνωρίζει ότι είμαστε ακόμη μέσα στην κρίση, σε όλη την Ευρώπη.
Και τώρα, τίθεται το ερώτημα: Θα μπορέσουμε σεβόμενοι ο ένας τον άλλον, τις επόμενες ημέρες, μέχρι το τέλος Ιουνίου, να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία, που θα επιτρέψει στην Ελλάδα την επιμήκυνση του προγράμματος, ώστε να μπορέσουν να γίνουν τα επόμενα βήματα; Και τα επόμενα βήματα να συγκροτούν ένα πρόγραμμα, που θα δώσει μια ανάσα και μια δυνατότητα για δυο, τρία ή πέντε χρόνια και να μην έχουμε αυτή την αέναη συζήτηση κάθε μήνα και κάθε μέρα, τι θα γίνει με την Ελλάδα την επόμενη ημέρα.
Όποιος ενδιαφέρεται για επενδύσεις, που συνεπάγονται δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οφείλει να γνωρίζει επίσης ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους και αυτό είναι κάτι που πρέπει να συμβεί. Και για λόγους ανθρωπιστικούς, για λόγους κοινωνικής ειρήνης δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τη δυνατότητα εξεύρεσης μιας τέτοιας λύσης. Μια λύση που δεν την έχουμε ακόμα.
Χρειαζόμαστε τις διαπραγματεύσεις των επομένων ημερών. Πρέπει να υπάρξει μια συζήτηση, μέχρι την επόμενη Σύνοδο Κορυφής, για να μπορέσουμε να βρούμε μια κοινή λύση, ένα κοινό δρόμο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε δημοσίως για το ένα ή το άλλο σημείο. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν. Πρέπει να γίνουν από τους θεσμούς, πρέπει να γίνουν από την ελληνική κυβέρνηση.
Όμως, οι διαπραγματεύσεις είναι κάτι το οποίο πρέπει πολιτικώς να το θέλει κανείς. Πρέπει να θέλει ένα αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Και ξέρω ότι ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, ο Πρόεδρος της Κομισιόν, είναι ένας Ευρωπαίος που θέλει ένα αποτέλεσμα.
Μπορώ μόνο να υποσχεθώ σε σένα Αλέξη και σε εκείνον ότι τις επόμενες ημέρες, όπου απαιτείται να βρεθεί ένας συμβιβασμός, θα σας υποστηρίξω και τους δυο πλήρως. Διότι είμαι απόλυτα πεπεισμένος, είμαι πεπεισμένος ότι όποιος έχει βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από καταστάσεις πολέμου, μίσους, δικτατοριών μέσα στην Ευρώπη, θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την Ιστορία. Είναι εκείνος που θα ζητήσει σεβασμό, αλληλεγγύη, υποστήριξη.
Και όντως, τις επόμενες μέρες, πρέπει σε ένα πολύ ρεαλιστικό επίπεδο, λειτουργικό επίπεδο να κάνουμε πάρα- πάρα πολλά.
Είμαι πάρα πολύ υπερήφανος ως Αυστριακός Καγκελάριος ότι έχουμε πολύ καλές σχέσεις. Και είμαι πεπεισμένος ότι έτσι θα συνεχίσουμε και στις δύσκολες μέρες που θα ακολουθήσουν και τις επόμενες ημέρες θα το διευρύνουμε.
Κύριε Πρωθυπουργέ, όλα τα καλά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όλοι εμείς στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μέσα στην Ευρωζώνη είναι να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε αυτό το μέλλον, κάτι που οδηγεί τη σημερινή γενιά στο να έχει προβλήματα. Η οικονομική κρίση δεν είναι κάτι που δημιουργήσαμε εμείς οι δύο. Δεν τη δημιούργησαν και οι άνθρωποι τους οποίους μπόρεσα να γνωρίσω σήμερα, στο πλαίσιο των κοινωνικών πρωτοβουλιών μέσα στα νοσοκομεία της χώρας. Δεν προκλήθηκε από όλους τους εργαζόμενους, από όλα τα παιδιά, από όλους τους συνταξιούχους. Αλλά όλοι αυτοί περιμένουν και απαιτούν από εμάς να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες πολιτικής μέσα στην Ευρώπη. Ζητούν από εμάς να μην υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν στο να απαιτούνται δισεκατομμύρια από την Ευρώπη, για να μπορέσουν οι οικονομικοί κύκλοι έως ένα βαθμό να εξισορροπηθούν. Δισεκατομμύρια τα οποία θα ήταν πολύ καλύτερο να τα είχαμε επενδύσει πάνω απ’ όλα στην εκπαίδευση και την υγεία και ασφαλώς στην πραγματική οικονομία, προκειμένου να υπάρξουν οι προϋποθέσεις υγιούς ανταγωνισμού και περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Ξεπεράσαμε τους εαυτούς μας μετά το 2008 όταν προσπαθήσαμε να αντιταχθούμε στο ρεύμα. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε, να προσαρμόσουμε και να τροποποιήσουμε τα πράγματα και ωστόσο δεν μπορέσαμε να βγούμε από την κρίση. Και δεν θα βγούμε από την κρίση όσο η ανεργία είναι τόσο υψηλή, όσο οι νέοι άνθρωποι δεν βρίσκουν απασχόληση και όσο τα κοινωνικά συστήματα επαπειλούνται να καταστραφούν.
Μόνο οι κυνικοί, οι οποίοι σκέφτονται αποκλειστικά προς ίδιον όφελος, λένε ότι έχουμε ξεπεράσει την κρίση. Όποιος αγαπά τους ανθρώπους, γνωρίζει ότι είμαστε ακόμη μέσα στην κρίση, σε όλη την Ευρώπη.
Και τώρα, τίθεται το ερώτημα: Θα μπορέσουμε σεβόμενοι ο ένας τον άλλον, τις επόμενες ημέρες, μέχρι το τέλος Ιουνίου, να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία, που θα επιτρέψει στην Ελλάδα την επιμήκυνση του προγράμματος, ώστε να μπορέσουν να γίνουν τα επόμενα βήματα; Και τα επόμενα βήματα να συγκροτούν ένα πρόγραμμα, που θα δώσει μια ανάσα και μια δυνατότητα για δυο, τρία ή πέντε χρόνια και να μην έχουμε αυτή την αέναη συζήτηση κάθε μήνα και κάθε μέρα, τι θα γίνει με την Ελλάδα την επόμενη ημέρα.
Όποιος ενδιαφέρεται για επενδύσεις, που συνεπάγονται δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οφείλει να γνωρίζει επίσης ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους και αυτό είναι κάτι που πρέπει να συμβεί. Και για λόγους ανθρωπιστικούς, για λόγους κοινωνικής ειρήνης δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τη δυνατότητα εξεύρεσης μιας τέτοιας λύσης. Μια λύση που δεν την έχουμε ακόμα.
Χρειαζόμαστε τις διαπραγματεύσεις των επομένων ημερών. Πρέπει να υπάρξει μια συζήτηση, μέχρι την επόμενη Σύνοδο Κορυφής, για να μπορέσουμε να βρούμε μια κοινή λύση, ένα κοινό δρόμο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε δημοσίως για το ένα ή το άλλο σημείο. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν. Πρέπει να γίνουν από τους θεσμούς, πρέπει να γίνουν από την ελληνική κυβέρνηση.
Όμως, οι διαπραγματεύσεις είναι κάτι το οποίο πρέπει πολιτικώς να το θέλει κανείς. Πρέπει να θέλει ένα αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Και ξέρω ότι ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, ο Πρόεδρος της Κομισιόν, είναι ένας Ευρωπαίος που θέλει ένα αποτέλεσμα.
Μπορώ μόνο να υποσχεθώ σε σένα Αλέξη και σε εκείνον ότι τις επόμενες ημέρες, όπου απαιτείται να βρεθεί ένας συμβιβασμός, θα σας υποστηρίξω και τους δυο πλήρως. Διότι είμαι απόλυτα πεπεισμένος, είμαι πεπεισμένος ότι όποιος έχει βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από καταστάσεις πολέμου, μίσους, δικτατοριών μέσα στην Ευρώπη, θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την Ιστορία. Είναι εκείνος που θα ζητήσει σεβασμό, αλληλεγγύη, υποστήριξη.
Και όντως, τις επόμενες μέρες, πρέπει σε ένα πολύ ρεαλιστικό επίπεδο, λειτουργικό επίπεδο να κάνουμε πάρα- πάρα πολλά.
Είμαι πάρα πολύ υπερήφανος ως Αυστριακός Καγκελάριος ότι έχουμε πολύ καλές σχέσεις. Και είμαι πεπεισμένος ότι έτσι θα συνεχίσουμε και στις δύσκολες μέρες που θα ακολουθήσουν και τις επόμενες ημέρες θα το διευρύνουμε.
Κύριε Πρωθυπουργέ, όλα τα καλά.
Ερωτήσεις δημοσιογράφων προς τους δύο ηγέτες
Δημοσιογράφος: Κύριε Πρωθυπουργέ, εάν τις επόμενες ημέρες, παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρξει λύση, ανεξαρτήτως του ποια θα είναι αυτή η λύση, η λύση αυτή πρέπει να είναι ένας συμβιβασμός, μια συμβιβαστική λύση. Σε αυτή την περίπτωση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει σε όλα αυτά που είχε υποσχεθεί παραμονές των εκλογών, να κάνει κάποιες διαγραφές και να καταλάβει και να πει ότι μερικά πράγματα δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Σκέφτεστε, εν προκειμένω, να προχωρήσετε σε ένα δημοψήφισμα, ώστε να ακούσετε τη γνώμη του κόσμου στην περίπτωση μιας συμβιβαστικής λύσης και να πετύχετε την πλειοψηφία;
Α. Τσίπρας: Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει εκλεγεί προσφάτως και έχει λάβει συγκεκριμένη εντολή από τον ελληνικό λαό να διαπραγματευτεί με τους εταίρους, προκειμένου να φέρει μια βιώσιμη συμφωνία, οικονομικά βιώσιμη και να διαμορφώσει και όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, σε μια χώρα που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει χάσει το 25% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της από ένα «πρόγραμμα διάσωσης», που δεν κατάφερε να φέρει θετικά αποτελέσματα.
Η ελληνική κυβέρνηση θα κρίνει την όποια κατάληξη των διαπραγματεύσεων με κριτήριο την οικονομική βιωσιμότητα της λύσης που θα προταθεί και βεβαίως με κριτήριο την κοινωνική αποδοχή αυτής της πρότασης.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι στο μυαλό μας η επιλογή του να καλέσουμε εκ νέου τον ελληνικό λαό να αποφανθεί, διότι ο ελληνικός λαός έχει δώσει την απόφασή του με σαφήνεια στις 25 του Γενάρη.
Συνεπώς, μπροστά μας έχουμε μονάχα μια επιλογή: Να υπάρξει μια λύση η οποία θα είναι οικονομικά βιώσιμη και άρα θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση από το εθνικό Κοινοβούλιο. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια λύση, τότε η κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα αναλάβει να διαχειριστεί, σε συνεργασία φυσικά με τη θεσμική συγκρότηση της χώρας, το Κοινοβούλιο, θα αναλάβει να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις.
Δεν είμαι από αυτούς που δεν συνηθίζω να παίρνω δύσκολες αποφάσεις. Και δεν είμαι από αυτούς που θέλω τη δύσκολη στιγμή «να πετάω τη μπάλα στην εξέδρα» ή να ρίχνω την ευθύνη αλλού.
Θέλω, λοιπόν, να σας διαβεβαιώσω ότι σε περίπτωση που έχουμε έναν έντιμο συμβιβασμό και μια βιώσιμη λύση, εγώ και οι συνεργάτες μου, η ελληνική κυβέρνηση που εκλέχτηκε πρόσφατα από τον ελληνικό λαό θα αναλάβει το κόστος να σηκώσει αυτή τη συμφωνία και να τη φέρει εις πέρας.
Σε περίπτωση που δεν έχουμε έναν έντιμο συμβιβασμό και μια οικονομικά βιώσιμη λύση, πάλι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα αναλάβουμε την ευθύνη να πούμε το μεγάλο όχι στη συνέχεια μια καταστροφικής πολιτικής για την Ελλάδα.
Α. Τσίπρας: Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει εκλεγεί προσφάτως και έχει λάβει συγκεκριμένη εντολή από τον ελληνικό λαό να διαπραγματευτεί με τους εταίρους, προκειμένου να φέρει μια βιώσιμη συμφωνία, οικονομικά βιώσιμη και να διαμορφώσει και όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, σε μια χώρα που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει χάσει το 25% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της από ένα «πρόγραμμα διάσωσης», που δεν κατάφερε να φέρει θετικά αποτελέσματα.
Η ελληνική κυβέρνηση θα κρίνει την όποια κατάληξη των διαπραγματεύσεων με κριτήριο την οικονομική βιωσιμότητα της λύσης που θα προταθεί και βεβαίως με κριτήριο την κοινωνική αποδοχή αυτής της πρότασης.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι στο μυαλό μας η επιλογή του να καλέσουμε εκ νέου τον ελληνικό λαό να αποφανθεί, διότι ο ελληνικός λαός έχει δώσει την απόφασή του με σαφήνεια στις 25 του Γενάρη.
Συνεπώς, μπροστά μας έχουμε μονάχα μια επιλογή: Να υπάρξει μια λύση η οποία θα είναι οικονομικά βιώσιμη και άρα θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση από το εθνικό Κοινοβούλιο. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια λύση, τότε η κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα αναλάβει να διαχειριστεί, σε συνεργασία φυσικά με τη θεσμική συγκρότηση της χώρας, το Κοινοβούλιο, θα αναλάβει να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις.
Δεν είμαι από αυτούς που δεν συνηθίζω να παίρνω δύσκολες αποφάσεις. Και δεν είμαι από αυτούς που θέλω τη δύσκολη στιγμή «να πετάω τη μπάλα στην εξέδρα» ή να ρίχνω την ευθύνη αλλού.
Θέλω, λοιπόν, να σας διαβεβαιώσω ότι σε περίπτωση που έχουμε έναν έντιμο συμβιβασμό και μια βιώσιμη λύση, εγώ και οι συνεργάτες μου, η ελληνική κυβέρνηση που εκλέχτηκε πρόσφατα από τον ελληνικό λαό θα αναλάβει το κόστος να σηκώσει αυτή τη συμφωνία και να τη φέρει εις πέρας.
Σε περίπτωση που δεν έχουμε έναν έντιμο συμβιβασμό και μια οικονομικά βιώσιμη λύση, πάλι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα αναλάβουμε την ευθύνη να πούμε το μεγάλο όχι στη συνέχεια μια καταστροφικής πολιτικής για την Ελλάδα.
Δημοσιογράφος: Η ερώτησή μου απευθύνεται στον Αυστριακό Καγκελάριο. Η λιτότητα μετά από πέντε χρόνια στην Ελλάδα, κύριε Καγκελάριε, έχει τσακίσει τον ελληνικό λαό. Βλέπουμε, όμως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ επιμένουν στην ίδια συνταγή, στη συνταγή της λιτότητας. Μήπως είναι η ώρα να αλλάξει αυτή η συνταγή, γιατί, διαφορετικά, πώς θα έρθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα με τη λιτότητα την οποία επιβάλλετε συνεχώς; Και κάτι άλλο, κύριε Καγκελάριε: Προτίθεσθε να αναλάβετε κάποια πρωτοβουλία τις επόμενες ημέρες, προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα στις δυο πλευρές;
Βέρνερ Φάιμαν: Τις επόμενες μέρες, όντως, θα υποστηρίξω οτιδήποτε θα οδηγήσει σε ένα συμβιβασμό. Εμείς από κοινού μιλήσαμε ενδελεχώς και μπήκαμε σε βάθος, και πήρα μια πληθώρα από πολύ σημαντικές πληροφορίες, εν προκειμένω.
Εγώ είμαι πεπεισμένος και από καρδιάς θα κάνω αυτή την προσπάθεια να βρω ένα συμβιβασμό που πραγματικά να σέβεται και τις δυο πλευρές. Θα ήθελα όμως να πω κάτι όσον αφορά τα προβλήματα αυτά που οδήγησαν σε μείωση και όλα τα σχετικά. Εγώ πιστεύω ότι μέσα από την κρίση πρέπει να επενδύσει κανείς. Και αυτό πρέπει να το κάνει κανείς. Δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή να κάνει οριζόντιες περικοπές, γιατί οι οριζόντιες περικοπές δεν έχουν να κάνουν τίποτα με κοινωνική ανάληψη ευθύνης. Είναι μια κριτική που κάνω και εγώ σε μια τέτοιου είδους πολιτική, η οποία πραγματικά θεωρεί ότι οι μειώσεις είναι το παν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι θέμα των επενδύσεων. Και οι επενδύσεις είναι μια απάντηση που δεν μπορεί να δώσει κανείς απλώς και μόνο, εάν πει «ορίστε έχω έναν προϋπολογισμό, κάνω μειώσεις και θα φτάσω σε ένα συμπέρασμα». Είναι δική μας ευθύνη να κάνουμε μια διαφορετική πολιτική και το λέω για όλη την Ευρώπη. Και ξέρω πάρα πολύ καλά ότι είναι και πράγματα που πρέπει να κάνω εγώ στη δική μου την πατρίδα. Πραγματικά το κράτος δικαίου πρέπει να υποστηριχθεί. Θα πρέπει να υπάρξει καταπολέμηση των αδικιών, καταπολέμηση των απατών. Πού είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν στείλει τα λεφτά τους στην Ελβετία; Είμαστε σίγουροι ότι τα έχουν φορολογήσει; Ότι λειτουργούν οι φορολογικές και οικονομικές αρχές και πάνω απ’ όλα υπάρχει καταπολέμηση της διαφθοράς; Είναι, επομένως, δική μας ευθύνη. Άρα, θα πρέπει πραγματικά όταν περικόπτουμε από τους φτωχούς, θα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχει και κάτι άλλο που να ελέγχεται, δηλαδή, καταπολέμηση των εγκληματικών διαδικασιών, ώστε να οδηγηθούμε σε αναθεωρήσεις. Και δεν θα υπάρξει αναγέννηση και αναθεώρηση αν κάποιος φοβάται να πάει σε ένα νοσοκομείο γιατί δεν έχει ασφάλεια υγείας. Να υπάρξει αναθεώρηση οικονομικής πολιτικής, που θα ελέγχει αν όλοι πραγματικά πληρώνουν τους φόρους τους και όχι ορισμένοι να βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιες οικονομικές «οάσεις» φοροαπαλλαγών στην Ευρώπη.
Συνεπώς, η καταπολέμηση των οικονομικών ατασθαλιών και πάσης φύσεως οικονομικών εγκλημάτων στην Ευρώπη είναι όντως μια δύσκολη υπόθεση, που όμως απαιτεί επιτακτικά διέξοδο και θετική έκβαση στη σύγχρονη εποχή μας. Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθεί καμία δικαιολογία του τύπου «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Πρέπει κανείς κάτι να κάνει, πρέπει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του και με όλη του τη δύναμη.
Βέρνερ Φάιμαν: Τις επόμενες μέρες, όντως, θα υποστηρίξω οτιδήποτε θα οδηγήσει σε ένα συμβιβασμό. Εμείς από κοινού μιλήσαμε ενδελεχώς και μπήκαμε σε βάθος, και πήρα μια πληθώρα από πολύ σημαντικές πληροφορίες, εν προκειμένω.
Εγώ είμαι πεπεισμένος και από καρδιάς θα κάνω αυτή την προσπάθεια να βρω ένα συμβιβασμό που πραγματικά να σέβεται και τις δυο πλευρές. Θα ήθελα όμως να πω κάτι όσον αφορά τα προβλήματα αυτά που οδήγησαν σε μείωση και όλα τα σχετικά. Εγώ πιστεύω ότι μέσα από την κρίση πρέπει να επενδύσει κανείς. Και αυτό πρέπει να το κάνει κανείς. Δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή να κάνει οριζόντιες περικοπές, γιατί οι οριζόντιες περικοπές δεν έχουν να κάνουν τίποτα με κοινωνική ανάληψη ευθύνης. Είναι μια κριτική που κάνω και εγώ σε μια τέτοιου είδους πολιτική, η οποία πραγματικά θεωρεί ότι οι μειώσεις είναι το παν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι θέμα των επενδύσεων. Και οι επενδύσεις είναι μια απάντηση που δεν μπορεί να δώσει κανείς απλώς και μόνο, εάν πει «ορίστε έχω έναν προϋπολογισμό, κάνω μειώσεις και θα φτάσω σε ένα συμπέρασμα». Είναι δική μας ευθύνη να κάνουμε μια διαφορετική πολιτική και το λέω για όλη την Ευρώπη. Και ξέρω πάρα πολύ καλά ότι είναι και πράγματα που πρέπει να κάνω εγώ στη δική μου την πατρίδα. Πραγματικά το κράτος δικαίου πρέπει να υποστηριχθεί. Θα πρέπει να υπάρξει καταπολέμηση των αδικιών, καταπολέμηση των απατών. Πού είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν στείλει τα λεφτά τους στην Ελβετία; Είμαστε σίγουροι ότι τα έχουν φορολογήσει; Ότι λειτουργούν οι φορολογικές και οικονομικές αρχές και πάνω απ’ όλα υπάρχει καταπολέμηση της διαφθοράς; Είναι, επομένως, δική μας ευθύνη. Άρα, θα πρέπει πραγματικά όταν περικόπτουμε από τους φτωχούς, θα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχει και κάτι άλλο που να ελέγχεται, δηλαδή, καταπολέμηση των εγκληματικών διαδικασιών, ώστε να οδηγηθούμε σε αναθεωρήσεις. Και δεν θα υπάρξει αναγέννηση και αναθεώρηση αν κάποιος φοβάται να πάει σε ένα νοσοκομείο γιατί δεν έχει ασφάλεια υγείας. Να υπάρξει αναθεώρηση οικονομικής πολιτικής, που θα ελέγχει αν όλοι πραγματικά πληρώνουν τους φόρους τους και όχι ορισμένοι να βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιες οικονομικές «οάσεις» φοροαπαλλαγών στην Ευρώπη.
Συνεπώς, η καταπολέμηση των οικονομικών ατασθαλιών και πάσης φύσεως οικονομικών εγκλημάτων στην Ευρώπη είναι όντως μια δύσκολη υπόθεση, που όμως απαιτεί επιτακτικά διέξοδο και θετική έκβαση στη σύγχρονη εποχή μας. Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθεί καμία δικαιολογία του τύπου «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Πρέπει κανείς κάτι να κάνει, πρέπει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του και με όλη του τη δύναμη.
Δημοσιογράφος: Θα ήθελα να ρωτήσω κάτι εσάς κ. Καγκελάριε. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που γίνονται, το θέμα είναι τι θα γίνει με τις συντάξεις. Έχουμε ακούσει ότι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Υπάρχει δυνατότητα ενός συμβιβασμού; Εν προκειμένω, οι πληροφορίες που έχουμε, δεν ισχύουν;
Βέρνερ Φάιμαν: Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι έχει νόημα πραγματικά να μην περικοπούν οι πολύ μικρές συντάξεις, οι περιορισμένες συντάξεις. Αυτό είναι μια προσωπική πεποίθηση την οποία έχω. Διότι άνθρωποι οι οποίοι είναι συνταξιούχοι και εγώ κοιτώ αυτή τη στιγμή τις τιμές στα super markets, πρέπει ο άνθρωπος αυτός να μπορεί να ζήσει, να σας το πω έτσι χονδρικά. Αλλά, πρέπει να προτείνει κανείς κάτι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που να καθιστά σαφές ότι είναι σε θέση να έχει έσοδα. Και εγώ αυτή τη στιγμή πρέπει να πω ότι πήρα κάποιες πληροφορίες που μου λένε ότι ο κ. Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση εν προκειμένω, κάνει τέτοιες προτάσεις και θέλει να τις υποβάλει. Όπως η Αυστρία με την Ελβετία έχει φτάσει σε κάποια συμφωνία, έτσι θέλει – μου είπε ο κ. Πρωθυπουργός – και η Ελλάδα να φτάσει και έχει φτάσει μέχρι ενός σημείου σε μια συμφωνία με την Ελβετία. Άρα, υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι μπορούμε να βρούμε πολύ καλύτερες λύσεις από αυτές που υπάρχουν, ώστε να μην διευρύνουμε ακόμη περισσότερο τη φτώχεια και την ανεργία.
Το ερώτημα που θέτετε όσον αφορά τις πληρωμές και το πρόγραμμα που θα βρούμε ώστε να δώσει μια ανάσα και ταυτόχρονα να υπάρξει και μια σταθερότητα για να έχουμε επενδύσεις, αυτό είναι θέμα διαπραγματεύσεων. Εγώ, ακριβώς, εδώ πιστεύω ότι χρειαζόμαστε ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα για την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τη χώρα να φύγει από τη μηνιαία, για να μην πω εβδομαδιαία επιτήρηση.
Βέρνερ Φάιμαν: Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι έχει νόημα πραγματικά να μην περικοπούν οι πολύ μικρές συντάξεις, οι περιορισμένες συντάξεις. Αυτό είναι μια προσωπική πεποίθηση την οποία έχω. Διότι άνθρωποι οι οποίοι είναι συνταξιούχοι και εγώ κοιτώ αυτή τη στιγμή τις τιμές στα super markets, πρέπει ο άνθρωπος αυτός να μπορεί να ζήσει, να σας το πω έτσι χονδρικά. Αλλά, πρέπει να προτείνει κανείς κάτι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που να καθιστά σαφές ότι είναι σε θέση να έχει έσοδα. Και εγώ αυτή τη στιγμή πρέπει να πω ότι πήρα κάποιες πληροφορίες που μου λένε ότι ο κ. Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση εν προκειμένω, κάνει τέτοιες προτάσεις και θέλει να τις υποβάλει. Όπως η Αυστρία με την Ελβετία έχει φτάσει σε κάποια συμφωνία, έτσι θέλει – μου είπε ο κ. Πρωθυπουργός – και η Ελλάδα να φτάσει και έχει φτάσει μέχρι ενός σημείου σε μια συμφωνία με την Ελβετία. Άρα, υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι μπορούμε να βρούμε πολύ καλύτερες λύσεις από αυτές που υπάρχουν, ώστε να μην διευρύνουμε ακόμη περισσότερο τη φτώχεια και την ανεργία.
Το ερώτημα που θέτετε όσον αφορά τις πληρωμές και το πρόγραμμα που θα βρούμε ώστε να δώσει μια ανάσα και ταυτόχρονα να υπάρξει και μια σταθερότητα για να έχουμε επενδύσεις, αυτό είναι θέμα διαπραγματεύσεων. Εγώ, ακριβώς, εδώ πιστεύω ότι χρειαζόμαστε ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα για την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τη χώρα να φύγει από τη μηνιαία, για να μην πω εβδομαδιαία επιτήρηση.
Δημοσιογράφος: Κύριε Καγκελάριε, απ’ ό,τι καταλάβατε φαντάζομαι, από τη συνομιλία που είχατε με τον Πρωθυπουργό ότι η ελληνική πλευρά έχει φτάσει στα όριά της, σε ό,τι αφορά στις παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που επιμένουν σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Θέσατε ως ορίζοντα την 25η Ιουνίου, που είναι η Σύνοδος Κορυφής. Μέχρι τότε, υπάρχουν διάφορα Eurogroup. Ποια θα είναι η στάση της Αυστρίας σ’ αυτά τα Eurogroup; Γιατί ξέρουμε ότι ο υπουργός των Οικονομικών σας έχει μάλλον διαφορετικές απόψεις από τις δικές σας, σε ό,τι αφορά στην αυστηρότητα του προγράμματος.
Βέρνερ Φάιμαν: Ο κύριος Σόιμπλε, με τον οποίο έχω συζητήσει πολλαπλώς, έχει σωστή θέση όσον αφορά στην ανάγκη του να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση-πρόταση. Ο κύριος Πρωθυπουργός μού είπε πώς ακριβώς καταλαβαίνει αυτή τη σύγκλιση απόψεων και τηρώντας μία ισορροπία σε κοινωνικά θέματα να βρει έναν δρόμο που να είναι λειτουργικός, χωρίς να αυξήσει το θέμα της φτώχειας και της ένδειας. Δεν βλέπω τη λύση μπροστά μου αυτή τη στιγμή, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι εάν θέλουμε κάτι, έχουμε πολύ καλές δυνατότητες. Η ημερομηνία της Συνόδου Κορυφής, για να βρεθεί μία πραγματική λύση για την επιμήκυνση του προγράμματος, προκύπτει από το γεγονός ότι ορισμένα κράτη πρέπει να περάσουν μία τέτοια απόφαση μέσα από το κοινοβούλιο. Μας μένει η Παρασκευή, η Δευτέρα και η Τρίτη μόνο. Η Αυστρία εν προκειμένω δεν χρειάζεται αυτόν τον χρόνο. Η Αυστρία μπορεί, εάν την ερχόμενη Πέμπτη φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα, πολύ γρήγορα εν προκειμένω να φτάσει σε ένα θετικό συμπέρασμα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο πιστεύω και επειδή ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος δεν είναι θέμα το τι θα κάνουμε εμείς στην Αυστρία, είναι, όμως, θέμα διαδικασιών σε διάφορα άλλα κράτη, όπου πραγματικά πρέπει να περάσει μέσα από τα κοινοβούλια αυτή η απόφαση. Και γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε χρήση αυτού του χρόνου.
Βέρνερ Φάιμαν: Ο κύριος Σόιμπλε, με τον οποίο έχω συζητήσει πολλαπλώς, έχει σωστή θέση όσον αφορά στην ανάγκη του να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση-πρόταση. Ο κύριος Πρωθυπουργός μού είπε πώς ακριβώς καταλαβαίνει αυτή τη σύγκλιση απόψεων και τηρώντας μία ισορροπία σε κοινωνικά θέματα να βρει έναν δρόμο που να είναι λειτουργικός, χωρίς να αυξήσει το θέμα της φτώχειας και της ένδειας. Δεν βλέπω τη λύση μπροστά μου αυτή τη στιγμή, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι εάν θέλουμε κάτι, έχουμε πολύ καλές δυνατότητες. Η ημερομηνία της Συνόδου Κορυφής, για να βρεθεί μία πραγματική λύση για την επιμήκυνση του προγράμματος, προκύπτει από το γεγονός ότι ορισμένα κράτη πρέπει να περάσουν μία τέτοια απόφαση μέσα από το κοινοβούλιο. Μας μένει η Παρασκευή, η Δευτέρα και η Τρίτη μόνο. Η Αυστρία εν προκειμένω δεν χρειάζεται αυτόν τον χρόνο. Η Αυστρία μπορεί, εάν την ερχόμενη Πέμπτη φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα, πολύ γρήγορα εν προκειμένω να φτάσει σε ένα θετικό συμπέρασμα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο πιστεύω και επειδή ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος δεν είναι θέμα το τι θα κάνουμε εμείς στην Αυστρία, είναι, όμως, θέμα διαδικασιών σε διάφορα άλλα κράτη, όπου πραγματικά πρέπει να περάσει μέσα από τα κοινοβούλια αυτή η απόφαση. Και γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε χρήση αυτού του χρόνου.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου