«Οι μεγαλύτερες αλήθειες της
εποχής μας ξεκίνησαν κάποτε ως βλασφημίες!»
«Διαθέτω το δώρο της
παρατηρητικότητας που ονομάζεται κυνισμός από κάποιους που το στερούνται» Με τα
λόγια αυτά αναφερόταν κάποτε ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρ Σω
στη λεπτή αίσθηση ειρωνείας και χιουμοριστικής οξυδερκούς κοινωνικής ανάλυσης
που διακατείχε την ικανότητα του να αναδεικνύει μέσα από το έργο του την
κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του φέρνοντας στο προσκήνιο τις βαθύτερες
κοινωνικές συμβάσεις και κοινωνικά στερεότυπα και το κοινωνικό αδιέξοδο στο
οποίο αυτά οδηγούσαν.
Γεννημένος στις 26 Ιουλίου του
1856 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας από μικροαστική προτεσταντική οικογένεια και
πατέρα αλκοολικό ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα αμφισβητήσει από νωρίς την αξία του
στερεοτυπικού και καθέδρας τρόπου διδασκαλίας που χαρακτήριζε το σχολείο της
εποχής του και θα περάσει ένα μεγάλο μέρος της εφηβικής και νεανικής του
ηλικίας μελετώντας μόνος του στις βιβλιοθήκες του Δουβλίνου. Κι αυτό διότι όπως
συνήθιζε να λέει: «αυτό που αποκαλούμε εκπαίδευση δεν είναι στην πραγματικότητα
τίποτα άλλο παρά η υποκατάσταση της εμπειρίας από την αποστήθιση, της
πραγματικής ζωής από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία και της σύγχρονης
πραγματικότητας από μια απαρχαιωμένη πλέον φαντασία. Αυτό που χρειάζεται να
γίνει είναι τα παιδιά να κυνηγάνε τη γνώση και όχι μια απαρχαιωμένη «γνώση» να
καταδιώκει τα παιδιά».
Ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα αναγκαστεί
να εργαστεί από νεαρή ηλικία αρχικά σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο του Λονδίνου
μέχρι το 1876 και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος και κριτικός μουσικής και
θεατρικών έργων με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Corno di Bassetto. Κατά το χρονικό
αυτό διάστημα ο Τζωρτζ Μπερναρ Σω θα γράψει τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα: την
«Ανωριμότητα», τον «παράλογο κόμπο», το «Επάγγλεμα του Κάσελ Μπάιρον» και τον
«Ακοινώνητο σοσιαλιστή» και θα έρθει αντιμέτωπος με τη φτώχεια.
Το 1904 ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα
αρχίσει να συγγράφει θεατρικά έργα κυρίως για το Court Theatre του Λονδίνου και
θα αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός στη Μεγάλη Βρετανία και παγκοσμίως.
Κυριότερα έργα του θα αποτελέσουν η «Αγία Ιωάννα», ο «Πυγμαλίων», ο «Άνθρωπος
και Υπεράνθρωπος» και «το επάγγλμα της κυρίας Γουώρεν». Για το έργο του αυτό ο
Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα βραβευτεί με νόμπελ λογοτεχνίας το 1925 και με όσκαρ το
1938 για τον Πυγμαλίων, που αναφέρεται στον μύθο ενός βασιλιά που ερωτεύτηκε το
άγαλμα που δημιούργησε (είναι ο μόνος μέχρι σήμερα που έχει βραβευτεί τόσο με
νόμπελ λογοτεχνίας όσο και με όσκαρ).
Ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα πεθάνει
στις 2 Νοεμβρίου του 1950 σε ηλικία 92 ετών στο Ayot St Lawrence του
Χέρτφοντσαιρ της Αγγλίας.
Στο επίκεντρο του συγγραφικού του
έργου που εκτείνεται από το θέατρο μέχρι την πεζογραφία και τη λογοτεχνική και
μουσική κριτική θα βρεθεί ήδη από την αρχή η ανάδειξη της κοινωνικής
πραγματικότητας της εποχής του καθώς και και της φτώχειας και των κοινωνικών
ανισοτήτων που συνόδευσαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τόσο του ίδιου όσο και της
κοινωνίας. Με την κριτική του ματιά και το καυστικό του χιούμορ ο Τζωρτζ
Μπέρναρ Σω θα καταφέρει να διαπεράσει την επιφάνεια των απαρχαιωμένων
κοινωνικών συμβάσεων και στερεοτύπων αναδεικνύοντας τον κοινωνικό εγκλωβισμό
που αυτές επέφεραν και την ανάγκη ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού για την
έξοδο από αυτές.
Ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω θα επηρεαστεί
βαθιά από τις ιδέες του σοσιαλισμού και θα υπάρξει ένα από τα ιδρυτικά μέλη της
Φαβιανής Εταιρείας το 1884 που είχε κύριο στόχο τη διάδοση των σοσιαλιστικών
ιδεών και τον αγώνα για την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων και για το μετασχηματισμό
και ριζική αναδιαμόρφωση της κοινωνίας της εποχής του. Βαθιά ιδεαλιστής και
ουμανιστής θα διακηρύξει πως «ιδεολόγος είναι κάποιος που έβαλε σκοπό της ζωής
του να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο από την ανθρωπότητα» και θα κατακρίνει το
πολιτικό κατεστημένο της εποχής του λέγοντας χαρακτηριστικά πως: «Δεν ξέρει
τίποτα και νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι προορίζεται για
καριέρα πολιτικού».
Ο Τζωρτζ Μπέρναρ Σω, ο
ακοινώνητος αυτός σοσιαλιστής σύμφωνα με τον τίτλο ενός έργου του που αποτυπώνει
έμμεσα και τον ίδιο τον τρόπο ζωής του θα εκτιμήσει τη σημασία της μοναξιάς και
της κριτικής απόστασης από τον κόσμο των επίπλαστων βεβαιοτήτων της εποχής του
και μέσω της διακριτικής του ειρωνείας, σαρκασμού αλλά και οξυδερκούς κριτικής
κοινωνικής παρατήρησης και ανάλυσης θα φέρει στο προσκήνιο τον κοινωνικό αγώνα
της εποχής του απέναντι στη φτώχεια και στον εγκλωβισμό των συμβάσεων
αναδεικνύοντας το όραμα του για έναν κόσμο κοινωνικής δικαιοσύνης και
ανθρωπιάς.
Όπως χαρακτηριστικά εξάλλου θα
πει κάποτε: «Δεν είμαι δάσκαλος: μόνο ένας συντροφικός ταξιδιώτης από τον οποίο
ζητήσατε να σας δείξει ένα δρόμο. Μερικοί άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα όπως
είναι και αναρωτιούνται γιατί. Εγώ όμως ονειρεύομαι τα πράγματα όπως θα ήθελα
να είναι και αναρωτιέμαι «γιατί όχι;»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου